Όταν η Ντίκινσον θυμίζει στις μεταφράσεις της Βάρναλη και Τσιφόρο

Γιατί δυστυχούν (τόσο) οι ξένοι ποιητές στις ελληνικές μεταφράσεις; Facebook Twitter
Αρτίρ Ρεμπό και Έμιλι Ντίκνσον έχουν ατυχήσει στις μεταφράσεις των ποιημάτων τους. Εικονογράφηση: bianka/LIFO
0


ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ αναφερθεί κανείς στο αμετάφραστο της ποίησης και στις σχετικές θεωρίες  για τους στίχους που χάνονται στη μετάφραση για να αντιληφθεί τη δυσκολία της μεταγραφής της ποίησης σε άλλη γλώσσα, αν και ο Τζορτζ Στάινερ επέμενε στο Μετά τη Βαβέλ ότι είναι αυτές ακριβώς οι αστοχίες που φωτίζουν ακόμα περισσότερο τους διαφορετικούς σκοπούς του ποιητή. Πολύ εύστοχα ο Μπόρχες, στις περίφημες διαλέξεις του στο Χάρβαρντ, είχε μιλήσει για το ναρκοπέδιο που απλώνεται κάτω από το χώμα όπου πατάει ο μεταφραστής αλλά και για τις προβληματικές αποδόσεις των ομηρικών στίχων στα αγγλικά, επιμένοντας στον υπαινιγμό και όχι στην κυριολεξία στην απόδοση.

Ωστόσο, αν στη λογοτεχνία είναι άπειρες οι ευτυχείς περιπτώσεις των αποδόσεων των πρωτοτύπων κειμένων στα ελληνικά, στην ποίηση οι περισσότεροι ποιητές έχουν τουλάχιστον δυστυχήσει, είτε λόγω της έντονης προσωπικής σφραγίδας που άφησαν με το επιβλητικό τους ύφος οι μεταφραστές τους είτε λόγω της εμμονής σε δικά τους γλωσσικά και θεωρητικά δεδομένα (ακόμα και η συζήτηση περί εκμοντερνισμού της γλώσσας παίζει εδώ σημαντικό ρόλο).

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των μεταφράσεων των ποιημάτων της Έμιλι Ντίκινσον, μιας ποιήτριας που έχει απασχολήσει κατά κόρον τους κριτικούς με το ιδιότυπο ύφος της, τον πρόωρο μοντερνισμό της και την ανάγκη της να εκφράσει τους δικούς της ταυτολογικούς κανόνες – ταυτόχρονα «εμερσόνεια και μη εμερσόνεια» την είχε αποκαλέσει ο Χάρολντ Μπλουμ, ο οποίος της έδωσε σημαίνουσα θέση στον κανόνα του.

Η λεπτή γυναικεία ειρωνεία τύπου Κόλεριτζ που υιοθετεί η Ντίκινσον στα ποιήματά της να ακούγεται στα ελληνικά, στην καλύτερη περίπτωση, σαν τους «Μοιραίους» του Βάρναλη και στη χειρότερη σαν σκωπτικά κομμάτια κωμωδίας του Τσιφόρου

Δυστυχώς, η γυναίκα που τόλμησε να υψώσει το γεμάτο όπλο της απέναντι στον Θεό –«My Life had stood a loaded gun»– και να τον απειλήσει ότι θα ζήσει περισσότερο από αυτόν, που έβλεπε κάθε στιγμή του φωτός να διαπερνάει τους απέριττους στίχους της και ούρλιαζε πιο δυνατά από τη σιωπή, δεν κατάφερε να περιδιαβεί το πνευματικό κόσμο της Ελλάδας με αυτά ακριβώς τα όπλα. Αν εξαιρέσεις κάποιες μεταφραστικές απόπειρες του Διονύση Καψάλη, εμπνευσμένες από τις παραπομπές του Χάρολντ Μπλουμ στον Δυτικό Κανόνα και πιο κοντά στο σαιξπηρικό ύφος, τις πιο πρόσφατες του Χάρη Βλαβιανού (160 ποιήματα από τις εκδόσεις Πατάκη) και τον μεγάλο τόμο 44 ποιήματα και 3 γράμματα από τον Ερρίκου Σοφρά και τις εκδόσεις Το Ροδακιό, που δείχνει να είναι πιο κοντά στο πνεύμα της σπουδαίας Αμερικανίδας ποιήτριας, οι υπόλοιπες αποδόσεις παραμένουν άκρως προβληματικές.

Γιατί δυστυχούν (τόσο) οι ξένοι ποιητές στις ελληνικές μεταφράσεις; Facebook Twitter
Δυστυχώς, η γυναίκα που τόλμησε να υψώσει το γεμάτο όπλο της απέναντι στον Θεό –«My Life had stood a loaded gun»– και να τον απειλήσει ότι θα ζήσει περισσότερο από αυτόν, που έβλεπε κάθε στιγμή του φωτός να διαπερνάει τους απέριττους στίχους της και ούρλιαζε πιο δυνατά από τη σιωπή, δεν κατάφερε να περιδιαβεί το πνευματικό κόσμο της Ελλάδας με αυτά ακριβώς τα όπλα.

Απόδειξη η πρόσφατη έκδοση με ποιήματα της Έμιλι Ντίκινσον από τις εκδόσεις Κίχλη σε εκλογή(!), προλεγόμενα και μετάφραση Κώστα Κουτσουρέλη, ένα εγχείρημα που ίσως να είναι πολύ πιο φιλόδοξο και σίγουρο για τις μεταφραστικές επιλογές του απ’ ό,τι οι αμφίθυμες, αντιφατικές και γοητευτικά αβέβαιες ποιητικές επιλογές της ακαταπόνητης «παρθένας ερημίτισσας» (με τα 1.800 ποιήματά της να προκαλούν ακόμα αντιδικίες ανάμεσα τους κριτικούς όλου του κόσμου).

Η Αιμιλία, όπως την αποκαλεί χαρακτηριστικά ο έμπειρος, κατά τα άλλα, και με στιβαρή γλωσσική σκευή Κώστας Κουτσουρέλης, εμφανίζεται, μέσα από τη δική του απόδοση, παραπάνω κυριολεκτική από όσο επιτάσσει το αφαιρετικό, εξπρεσιονιστικό ύφος της και μάλλον πολύ πιο «γνωμοδιδακτική» από όσο η ίδια θα ήθελε. Και ενώ ο ίδιος ο μεταφραστής με ευστοχία λέει στα προλεγόμενά του ότι «οι στίχοι της Ντίκινσον είναι ένα διαρκές ανάκρουσμα οριακών συναισθημάτων, μια ακρίβεια πάνω στο δίκοπο ξυράφι της συντριβής και της ευδαιμονίας», η αποστράγγισή τους από κάθε ένταση στην απόδοση καταργεί εντελώς οποιαδήποτε τέτοια οπτική.

Γιατί τι σχέση μπορεί να έχει το ανατρεπτικά διονυσιακό και τολμηρό
«I taste a liquor never brewed - I taste a liquor never brewed - From Tankards scooped in Pearl - Not all the Frankfort Berries / Yield such an Alcohol! Inebriate of air-am I-And Debauchee of Dew-Reeling-thro-endless summer days-From inns of molten Blue- When “Landlords” turn the drunken Bee / Out of the Foxglove’s door-When Butterflies-renounce their “drams” I shall but drink the more!»
με την ελληνική απόδοση
«Πίνω έν’ανήκουστο ποτό / σε κούπα από σεντέφι-δεν βγάζει η Έσση σαν αυτό  /μούρα όσο κι αν έχει! Μες στο γλαυκό το καπηλειό / του ανέμου εγώ βακχεύω,/ στ’άσωτο θέρος σκουντουφλώ,/ πλάι στη δροσιά αλητεύω / Σαν θα πετάει ο κάπελας / έξω αργά ένα βράδυ / τη μεθυσμένη μέλισσα / στης πίκρας το λιβάδι / και το γυαλί θα παρατούν / οι πεταλούδες κάτω,/ εγώ το ποτηράκι μου / θ’αδειάζω άσπρο πάτο!».

dickinson
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ: Έμιλι Ντίκινσον, Ποιήματα, Μτφρ,: Κώστας Κουτσουρέλης, εκδόσεις Κίχλη

Εκτός από τις προφανείς παρερμηνείες, άκρως προβληματική είναι, εν προκειμένω, η απόδοση του ύφους που κάνει τη λεπτή γυναικεία ειρωνεία τύπου Κόλεριτζ που υιοθετεί η Ντίκινσον στα ποιήματά της να ακούγεται στα ελληνικά, στην καλύτερη περίπτωση, σαν τους «Μοιραίους» του Βάρναλη και στη χειρότερη σαν σκωπτικά κομμάτια κωμωδίας του Τσιφόρου. Επιπλέον, δεν γίνεται αντιληπτό γιατί το 2023 άνθρωποι εγνωσμένης γλωσσικής ικανότητας να εμμένουν σε μια απαρχαιωμένη δημοτικίζουσα ή μαλλιαρή γλώσσα, επιλέγοντας λέξεις όπως «φυσομάνημα», «αυθέντης»(!) ή «έχθρισσα».

Με εξαίρεση κάποιες εξαιρετικές αποδόσεις όπως αυτή στο «Μια καρδιά αν σώσω από το ράγισμα», στο «Είναι ένας πόνος τόσο ακραίος» και στο επιγραμματικό «Μια ώρα είν’ όλη η ζωή», τα περισσότερα ποιήματα στην ελληνική τους απόδοση κινούνται μεταξύ μιας αλλόκοτης βεβαιότητας που καταργεί όλες τις γοητευτικές εγγενείς αμφιβολίες και ενός βαρύγδουπου ύφους που καμία σχέση δεν έχει με την «ουράνια πληγή», όπως έλεγε ο Μπλουμ, και έκανε τα τραύματα της Ντίκινσον ακόμα πιο φωτεινά και άμεσα στους νέους αναγνώστες.

Χαρακτηριστικό είναι το απέριττο και τόσο υπαρξιακό της ποίημα «To see the summer sky», που είναι ίσως ο καλύτερος ορισμός που έχει δοθεί στην ποίηση, «To See the Summer Sky / Is Poetry, though never in a Book it lie-/ True Poems flee-», αποδίδεται ως εξής: «Μόνο στο θάλπος τ’ουρανού / μπορείς στ’αλήθεια να τους δεις-/ στους τόμους σου δεν θα τους βρεις,/ οι αληθινοί στίχοι πετούν» – μόνο που οι αληθινοί στίχοι δεν «πετούν» αλλά «δραπετεύουν», καθώς πρόκειται για εσφαλμένη μετάφραση από τα αγγλικά (fly=πετώ και flee=δραπετεύω, τρέπομαι σε φυγή). 

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με το βιβλίο με ποιήματα του Αρτίρ Ρεμπό που μετέφρασε ο Βασίλης Πατσογιάννης για τις εκδόσεις Πλέθρον, όπου περιλαμβάνονται αποσπασματικά μερικά από τα πλέον γνωστά του τρομερού παιδιού της ποίησης, κυρίως αυτά που έγραψε σε παραδοσιακό στίχο.

rempo
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ: Αρτίρ Ρεμπό, Ποιήματα, Μτφρ.: ​​​Βασίλης Πατσογιάννης, εκδόσεις Πλέθρον

Από τη σαιξπηρική «Οφηλία» του, που ενέπνευσε τον Μπρεχτ και το υπαρξιακό «Κακό» μέχρι τον οντολογικά πολιτικό «Χορό των κρεμασμένων», το βλάσφημο «Είδωλο ή σονέτο της κωλοτρυπίδας» αλλά και το διάσημο «Μεθυσμένο Καράβι», η συλλογή αναλαμβάνει να ρίξει φως σε όλο το ποιητικό εύρος του σπουδαίου εφήβου που κράτησε ζωντανή μια φλόγα στο εσωτερικό της ποίησης που δεν έσβησε ποτέ. Αυτός ο βρομερός «voyou/voyant» (αλήτης και οραματιστής), όπως τον είχαν αποκαλέσει, που περιφερόταν στον κόσμο και την Πόλη του Φωτός ως μεγάλος ρέμπελος και ως μοιραίο θύμα, που εμπνεύστηκε από την Κομμούνα, για να αλλάξει γνώμη στη συνέχεια, που επέλεξε τη βρόμα ως μορφή αντίστασης, πλέκοντας τον ύμνο στις «Ξεψειρίστες», είναι ταυτόχρονα εκείνος που εγκατέλειψε τον τότε πολύ δημοφιλή αλεξανδρινό στίχο χάριν ενός ιδιότυπου μοντερνισμού.

Ταυτόχρονα, εγκαινίασε τη Νέα Ποίηση που έπρεπε πλέον να βιώνεται με τη σάρκα και να γράφεται με το αίμα σε μια γλώσσα πολύ πιο ανατρεπτική και βλάσφημη απ’ ό,τι είχε δει η ποίηση ως τότε – και θα δει στο μέλλον.

Ως εκ τούτου, δεν είναι κατανοητό πώς ένα ποίημα όπως το άκρως αισθαντικό «Sensation», που καθιέρωσε τις λεγόμενες «μπλε» ώρες της ημέρας, που μαζεύονται οι πότες στα καμπαρέ, και την αποθέωση του πλάνητα με ένα άμεσο, αδιαμεσολάβητο ύφος (Par les soirs bleus d’été, j’irai dans les sentiers / Picoté par les blés, fouler l’herbe menue:/ Rêveur, j’en sentirai la fraîcheur à mes pieds / Je laisserai le vent baigner ma tête nue / Je ne parlerai pas, je ne penserai rien:/ Mais l’amour infini me montera dans l’âme / Et j’irai loin, bien loin, comme un bohémien / Par la Nature, – heureux comme avec une femme») αποδίδεται στα ελληνικά ως ένα βαρύγδουπο ρομαντικό παραλήρημα με δημοτικίζοντες νεολογισμούς: «Θα βγω στα μονοπάτια ένα γαλάζιο βράδυ θερινό, στάχυα θα με τσιμπάνε και το νιο χορτάρι θα πατώ,/ και τη δροσιά στα πόδια μου, ονειρόβιος, θα νιώσω / Καμιά κουβέντα δεν θα κάνω και κανένα στοχασμό:/ Μα στην ψυχή θα ανέβει ο έρωτας χωρίς τελειωμό,/ μακριά, σαν τον αλήτη, έως τα πέρατα του δρόμου / μέσα απ’ τη Φύση, θηλυκό σαν να είχα στο πλευρό μου».

Αντίστοιχες δημοτικίζουσες αποδόσεις τύπου «πυρήνας τρυφεράδας», «δριμιά αύρα», «αέρας σαματατζής» βρίσκουμε, όμως, και στα υπόλοιπα ποιήματα. Εν ολίγοις, δεν μπορεί η δεινότητα μιας κοφτερής ποίησης, όπως αυτή του Ρεμπώ, να υπόκειται στους κανόνες μιας ξεπερασμένης προφορικότητας και μιας αναχρονιστικής λόγιας παράδοσης και ταυτόχρονα η ασπαίρουσα ζωντάνια των στίχων του να χάνεται κάτω από τον αναγκαστικό εξωραϊσμό της ρίμας (κάτι που προφανώς ο Ρεμπό υπονόμευε από τα μέσα).

Κρατάμε τον άκρως ενδιαφέροντα και καλογραμμένο επίλογο του βιβλίου, όπως και τις κατατοπιστικές σημειώσεις, που έρχονται σε αντίθεση με πολλές από τις μεταφραστικές επιλογές του ουσιαστικού, όσον αφορά το περιεχόμενο, γνώστη της ποίησης του Ρεμπό, Βασίλη Πατσογιάννη.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΜΙΛΙ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ ΕΔΩ

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΡΤΙΡ ΡΕΜΠΟ ΕΔΩ

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Σελίν Κιριόλ «Φωνή χωρίς ήχο»

Το πίσω ράφι / «Ένα από τα πιο ιδιοφυώς γραμμένα μυθιστορήματα της σύγχρονης λογοτεχνίας»

Έτσι είχε γράψει ο Πολ Όστερ εξαίροντας τη γραφή της Σελίν Κιριόλ στο «Φωνή χωρίς ήχο» για την οικονομία, τη συμπόνια και τις χιουμοριστικές πινελιές της, για τον τρόπο που προσεγγίζει μια γυναίκα αποξενωμένη σε μια απέραντη μεγαλούπολη.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Μαίρη Κουκουλέ

Οι Αθηναίοι / Μαίρη Κουκουλέ (1939-2025): Η αιρετική λαογράφος που κατέγραψε τη νεοελληνική αθυροστομία

Μοίρασε τη ζωή της ανάμεσα στην Αθήνα και το Παρίσι, υπήρξε σύντροφος ζωής του επίσης αιρετικού Ηλία Πετρόπουλου. Ο Μάης του ’68 ήταν ό,τι συγκλονιστικότερο έζησε. Πέθανε σε ηλικία 86 ετών.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Στρατής Τσίρκας και οι Ακυβέρνητες Πολιτείες

Βιβλίο / Ο Στρατής Τσίρκας και οι Ακυβέρνητες Πολιτείες

Σε ποια εποχή γράφτηκε η φημισμένη τριλογία; Πώς διαβάζουμε σήμερα αυτό το σημαντικό μυθιστόρημα; Ποιοι είναι οι ήρωές του; Αυτά και πολλά ακόμα αναλύει με εξαιρετικό τρόπο η Κωνσταντίνα Βούλγαρη σε τρία ηχητικά ντοκιμαντέρ. 
THE LIFO TEAM
Θανάσης Σκρουμπέλος, συγγραφέας

Οι Αθηναίοι / «Δεν μπορεί να κερδίζει συνέχεια το δίκιο του ισχυρού»

Στο Λονδίνο, ο Θανάσης Σκρουμπέλος έλεγε ότι είναι «απ’ τον Κολωνό, γείτονας του Σοφοκλή». Έχοντας βγει από τα σπλάχνα της, ο συγγραφέας που έγραψε για την Αθήνα του περιθωρίου, για τη γειτονιά του και τον Ολυμπιακό, πιστεύει ότι η αριστερά που γνώρισε έχει πεθάνει, ενώ το «γελοίο που εκφράζει η ισχυρή άρχουσα τάξη» είναι ο μεγαλύτερός του φόβος.
M. HULOT
Σπύρος A. Ευαγγελάτος: Μια μεγάλη διαδρομή

Πέθανε Σαν Σήμερα / Σπύρος A. Ευαγγελάτος: Μια μεγάλη διαδρομή στο ελληνικό θέατρο

Το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης κυκλοφόρησε έναν τόμο 535 σελίδων, αφιερωμένο στον σπουδαίο σκηνοθέτη, φιλόλογο, συγγραφέα και ακαδημαϊκό που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Μέριλιν Γιάλομ: «H ιστορία της συζύγου»

Το Πίσω Ράφι / H ιστορία της συζύγου από την αρχαιότητα έως τον 20ό αιώνα

Η φεμινίστρια συγγραφέας και ιστορικός Μέριλιν Γιάλομ εξερευνά τη διαδρομή της συζυγικής ταυτότητας, αποκαλύπτοντας πώς η έννοια του γάμου μεταλλάχθηκε από θρησκευτικό καθήκον σε πεδίο συναισθηματικής ελευθερίας.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Ο γενναιόδωρα οργισμένος Τζορτζ Όργουελ

Βιβλίο / Ο γενναιόδωρα οργισμένος Τζορτζ Όργουελ

Η έκδοση με τα κριτικά κείμενα του Τζορτζ Όργουελ για τη λογοτεχνία και την πολιτική με τον τίτλο «Ό,τι μου κάνει κέφι» μας φέρνει ενώπιον ενός τρομερά οξυδερκούς και ενίοτε γενναιόδωρα οργισμένου στοχαστή.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Το βιβλιοπωλείο Κάουφμαν και η ανεκτίμητη προσφορά του στην πνευματική ζωή της Αθήνας

Βιβλίο / Το βιβλιοπωλείο Κάουφμαν και η ανεκτίμητη προσφορά του στην πνευματική ζωή της Αθήνας

Μέσα από αφηγήσεις, φωτογραφίες και ντοκουμέντα μιας νέας έκδοσης ζωντανεύει το βιβλιοπωλείο που συνδέθηκε με τις μνήμες χιλιάδων Αθηναίων και έπαιξε ρόλο στην πολιτιστική διαμόρφωση και καλλιέργεια πολλών γενεών.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Κάποια στιγμή έμαθα να βάζω στον λόγο μου ένα "ίσως", ένα "ενδεχομένως"»

Οι Αθηναίοι / «Κάποια στιγμή έμαθα να βάζω στον λόγο μου ένα "ίσως", ένα "ενδεχομένως"»

Στην Α’ Δημοτικού τη μάγεψε η φράση «Η Ντόρα έφερε μπαμπακιές». Διαμορφώθηκε με Προυστ, Βιρτζίνια Γουλφ, Γιώργο Ιωάννου και Κοσμά Πολίτη. Ως συγγραφέα την κινεί η περιέργεια για τις ανθρώπινες σχέσεις. Η Αγγέλα Καστρινάκη είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μπρους Τσάτουιν: Ένας αεικίνητος ταξιδιώτης

Πέθανε Σαν Σήμερα / Μπρους Τσάτουιν: Ένας αεικίνητος ταξιδιώτης

Ο αιώνιος ταξιδευτής, μυθιστοριογράφος και ταξιδιωτικός συγγραφέας περιπλανήθηκε στα πιο άβατα σημεία του κόσμου αναζητώντας το DNA των νομάδων και έζησε μια μυθιστορηματική ζωή που υπερβαίνει αυτήν που κατέγραψε στα βιβλία του.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
10 σημαντικά βιβλία που θα κυκλοφορήσουν το πρώτο τρίμηνο του 2025

Βιβλίο / Δέκα σημαντικά βιβλία που θα κυκλοφορήσουν το πρώτο τρίμηνο του 2025

Το πιο πρόσφατο Booker, επανεκδόσεις μυθιστορημάτων με θέμα τον Εμφύλιο, το τελευταίο βιβλίο του Μάριο Βάργκας Λιόσα, η νέα Αμάντα Μιχαλοπούλου και μια συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Αργύρη Χιόνη είναι μερικές μόνο από τις πολυαναμενόμενες προσεχέις εκδόσεις.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Ο Διονύσης Σαββόπουλος: σύζυγος, πατέρας, τραγουδοποιός

Βιβλίο / Ο Διονύσης Σαββόπουλος: σύζυγος, πατέρας, τραγουδοποιός

Στην πιο de profundis στιγμή της ζωής του ο συνθέτης γράφει το αυτοβιογραφικό «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», αποκαλύπτοντας σαν σε προσευχή τις πιο προσωπικές, τρωτές στιγμές του, ζητώντας συγγνώμη από τους οικείους του και ομολογώντας ότι η έμπνευση συμπορεύεται με τη θνητότητα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ