Η σκληρή αλήθεια για τον Άρη Δημοκίδη

Άρης Δημοκίδης Facebook Twitter
Είμαι μεγάλος φαν της Θεσσαλονίκης. Φωτ.: Όλγα Δέικου/LiFO
0

Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσα στην Αρετσού, σε ένα παραθαλάσσιο κομμάτι της Καλαμαριάς με μαρίνα, πλαζ και πράσινο. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν πολύ ωραία. Είχα μια μεγαλύτερη αδελφή η οποία με φρόντιζε, μου έμαθε ό,τι είχε προλάβει να μάθει στα έξι χρόνια που ήδη ζούσε παραπάνω από μένα. Οι γονείς μου ήταν άνθρωποι που αγαπούσαν πολύ το διάβασμα και τις τέχνες, έτσι από μικρός αγάπησα και εγώ τα ίδια πράγματα. Ο μπαμπάς μου ήταν καθηγητής γερμανικών και παρότι θεωρούνταν πολύ καλός στη δουλειά του δεν κατάφερα ποτέ να μάθω καλά τη γλώσσα, μου έκανε εκείνος μαθήματα και διαρκώς τσακωνόμασταν, κανείς από τους δύο δεν έχει την υπομονή που απαιτείται. Η μαμά μου είχε ένα κατάστημα με είδη δώρων στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Τα όμορφα πράγματα που πουλούσε υπήρχαν και μέσα στο σπίτι, μας καθόρισαν.

• Με ευνοούσε το περιβάλλον να κάνω διάφορα πράγματα όταν ήμουν μικρός, επέλεξα λοιπόν αυτά μου που άρεσαν και σταμάτησα τα υπόλοιπα, άφησα το μπάσκετ και συνέχισα το ωδείο – η μουσική ήταν κάτι πολύ σημαντικό για μένα από τότε. Και ενώ διδασκόμουν και ασχολιόμουν αρκετά με την κλασική μουσική, στην πραγματικότητα μου άρεσε πάρα πολύ και η ποπ.

• Ως έφηβος ήμουν αρκετά μοναχικός. Όταν μετακομίσαμε σε άλλη περιοχή της Καλαμαριάς, άλλαξα σχολείο και έχασα τους φίλους μου, δυσκολεύτηκα έως απέφυγα να κάνω καινούργιους, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια. Με ενδιέφερε όμως πάρα πολύ η ποπ κουλτούρα, είχα αποφασίσει ότι θα γίνω δημοσιογράφος, μου άρεσε να είμαι στο δωμάτιό μου και με μια γραφομηχανή να φτιάχνω αυτοσχέδιες εφημερίδες και ψεύτικα περιοδικά, σε προ ίντερνετ εποχές. Έβγαζα υποτιθέμενες ραδιοφωνικές εκπομπές χρησιμοποιώντας ένα πικάπ και ένα κασετόφωνο, έφτιαχνα τα δικά μου charts, έκανα διάφορα τέτοια πράγματα μόνος μου, τα οποία δεν διασκέδαζαν τα άλλα παιδιά της ηλικίας μου.

Tο γεγονός ότι δεν χρησιμοποιώ προσβλητική γλώσσα δεν είναι γιατί με υποχρεώνει η υποτιθέμενη δικτατορία της πολιτικής ορθότητας, αλλά επειδή θεωρώ ότι αυτή είναι μια ανθρώπινη αντιμετώπιση προς τα πράγματα, απλή κοινή λογική. 

• Η γιαγιά μου είχε ένα βιβλίο με τις συνεντεύξεις που είχε πάρει η Μαρία Ρεζάν για το Πρώτο Πρόγραμμα, το διάβασα ως παιδί και αποφάσισα ότι αυτό θέλω να κάνω. Ξεκίνησα απευθείας την εξάσκηση, να ήμουν δέκα χρονών; Έβαλα σκοπό να φτιάξω ένα τέτοιο δικό μου βιβλίο, ηχογραφούσα συνεντεύξεις με όποιον ήξερα, κυρίως με συγγενείς. Ταυτόχρονα όμως μου άρεσε και η έρευνα πάρα πολύ, η περιέργειά μου ήταν μεγάλη, οι εφημερίδες που διαβάζαμε στο σπίτι ήταν το «Βήμα» και η «Ελευθεροτυπία», είχαν λοιπόν πολλές έρευνες που με εντυπωσίαζαν. Ήθελα κι εγώ να κάνω το ίδιο.

• Λάτρευα το κέντρο της Θεσσαλονίκης, το να πηγαίνω στα δισκάδικα και στα περίπτερα με ξένο Τύπο, να αγοράζω τα ξένα μουσικά περιοδικά και μετά να γυρίζω σπίτι και να τα ξεκοκαλίζω. Στα δεκατέσσερα ξεκίνησα να διαβάζω και το «01», ήταν πάρα πολύ προχωρημένο, πάρα πολύ χύμα, δεν υπήρχε τίποτα σαν αυτό στην Ελλάδα, σκέψου ότι έκανε αφιερώματα στο ίντερνετ το ’93, όταν στην Ελλάδα δεν ξέραμε καν τι είναι αυτό. Παράλληλα, με όλη την καλώς εννοούμενη ελευθεριότητα που είχε, παρουσίαζε και το σημαντικό και το ευτελές, διαχωρίζοντάς τα όμως με μια αισθητική αξεπέραστη. Κάθε τεύχος στα μάτια μου ήταν ένα εικαστικό έργο, ευχόμουν μια μέρα να καταφέρω να γράψω σε αυτό το στυλ. Mια άλλη μεγάλη μου αγάπη ήταν η δορυφορική τηλεόραση και τα μουσικά κανάλια. Οι περίοδοι που μπορούσαμε να δούμε MTV στη Θεσσαλονίκη ήταν οι καλές της εφηβείας μου, όταν πάλι δεν το πιάναμε, ένιωθα μια τεράστια έλλειψη.  

• Δεν είναι ότι στόχευα στο να γίνω μουσικοκριτικός, να βάζω βαθμολογίες σε δίσκους, νομίζω ότι ήθελα να γίνω δημοσιογράφος που να ασχολείται και με τα της μουσικής, ίσως πιο πολύ ως φαν, να παρακολουθώ τα charts, που ήταν και είναι ακόμα πολύ μεγάλο μέρος της ζωής μου. Ψάχνω συνέχεια για καινούργια πράγματα, αυτά που μου αρέσουν περισσότερο τώρα είναι η French indietronica, που δεν είχα ιδέα ότι λέγεται έτσι και το έμαθα από το Spotify, στο οποίο μάλιστα διαπίστωσα ότι μαζί με τη synthwave είναι τα δύο είδη που ακούω περισσότερο μέσα στη χρονιά.

• Οι γονείς μου δεν προσπάθησαν ποτέ να με στρέψουν σε κάποια άλλη δουλειά, ήταν ιδιαίτερα υποστηρικτικοί. Σπούδασα ΜΜΕ και Επικοινωνία στο Λονδίνο, η ζωή μου ήταν υπέροχη. Στα μέσα με τέλη των ‘90s, την περίοδο της britpop και της electronica, εγώ βρισκόμουν επιτέλους στο κέντρο του μουσικού μου κόσμου. Οι συναυλίες που γίνονταν ήταν καταπληκτικές, τους έβλεπα όλους στα ντουζένια τους, το καλύτερο λάιβ τότε για μένα ήταν του Morrissey, όπως και τις επόμενες τρεις-τέσσερις φορές που πήγα να τον δω. Παρότι είχα πολύ καλούς φίλους και φίλες εκεί, σε μεγάλο βαθμό έκανα μια μοναχική ζωή, απολάμβανα πάρα πολύ να πηγαίνω μόνος μου σε ένα σωρό πράγματα, στο σινεμά, σε εκθέσεις, σε ομιλίες, δεν προσπαθούσα ιδιαίτερα να πείσω κάποιον να έρθει μαζί μου αν δεν καιγόταν. Αυτή η πόλη ήταν για μένα ένα τεράστιο πανεπιστήμιο έξω από το πανεπιστήμιο. Μετά από τρία χρόνια και με ένα μικρό διάλειμμα στην Ελλάδα, επιστρέφω στο Λονδίνο για άλλα δύο, για το μεταπτυχιακό μου στο Arts Management που δεν είχε τόσο ενδιαφέρον. Πλέον όμως είμαι εκεί με τον σύντροφό μου, έχω κάποιον ο οποίος θέλει να έρχεται μαζί μου σε όλα αυτά που μου αρέσουν.

• Τα παιδικά βιβλία γεννήθηκαν ως ιδέα όταν είχα κουραστεί με τη βαριά φιλοσοφία του μεταπτυχιακού μου και ήθελα κάπως να ξεσκάσω. Ήταν για μένα μια τεράστια διέξοδος στη δημιουργικότητα και σε αντίθεση με τη δημοσιογραφία, όπου έπρεπε να προσέξω ό,τι πω να είναι σωστό και να το διπλοκοιτάξω, σε αυτά τα βιβλία μπορούσα να αφήσω τη φαντασία μου ελεύθερη, να γράψω όσα ψέματα ήθελα, να μην έχω το άγχος ότι θα με τσεκάρει ένας καθηγητής ή ένας fact checker. Έχω γράψει περισσότερα από δεκαπέντε και θα τα συνέχιζα, αν προλάβαινα. Γυρίζω στην Ελλάδα το 2003 για να πάω στρατό, περίμενα να είναι πολύ χειρότερα. Τελικά πέρασα ωραία, έγραψα και κάποια βιβλία τα οποία μπορεί να μην κυκλοφόρησαν ποτέ, ωστόσο προσπάθησα να είναι δημιουργικός ο χρόνος μου εκείνη την περίοδο και να εξασκούμαι σε αυτά που μου αρέσουν.

• Τελειώνοντας τον στρατό, έχω την άνεση να εξετάσω τις επιλογές μου, είναι ακόμα μια καλή περίοδος για την οικονομία της Ελλάδας, συνεπώς και για τα οικονομικά των γονιών μου. Δεν πιέζομαι, θέλω όμως να βρω μια δημοσιογραφική δουλειά η οποία να είναι όπως τη θέλω. Κάνω λίγα part-time πράγματα και –δημοσιογραφικά μιλώντας– προσπαθώ να βρω τη θέση μου. Μεταξύ πτυχίου και μεταπτυχιακού εργάστηκα σε free press της πόλης, όπως ήταν ο «Εξώστης», καθώς και στον «Αγγελιοφόρο», που ήταν η καθημερινή εφημερίδα της Θεσσαλονίκης – εκεί έμαθα κάτι για τον εαυτό μου, ότι δεν είναι για μένα το newsroom, πως δεν μπορώ να συνεργαστώ καλά σε ένα τέτοιο με άλλους ανθρώπους, ότι δεν μου αρέσει να πηγαίνω στο γραφείο, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ όταν γύρω μου μιλάει κόσμος, όταν λέει ενδιαφέροντα πράγματα, ακόμα και κουτσομπολιά, αγχώνομαι μέσα σε όλο αυτό το πράγμα. Παράλληλα, ακούγονταν διαρκώς τσακωμοί μεταξύ άλλων, υπήρχε ένα μόνιμο άγχος και μια πίεση, πράγματα που με επηρέαζαν και με έκαναν να θέλω να είμαι όσο πιο μακριά τους γίνεται.

Η σκληρή αλήθεια για τον Άρη Δημοκίδη Facebook Twitter
Μπήκα στα podcasts κάνοντας επεισόδια για καλές ειδήσεις, έπειτα παίρνοντας συνεντεύξεις και τελικά βρήκα εκείνο που συνταιριάζει όλα αυτά που μου αρέσουν, το ηχητικό ντοκιμαντέρ δηλαδή, που παντρεύει την αγάπη μου για την έρευνα, για τις συνεντεύξεις, για το μοντάζ, για τη ραδιοσκηνοθεσία, για τη συγγραφή. Φωτ.: Όλγα Δέικου/LiFO

• Με βοηθάνε άνθρωποι, πηγαίνω και στο περιοδικό «Soul», μέχρι που γύρω στο 2004, με την έλευση των ελληνικών blogs, συνειδητοποιώ ότι φτιάχνοντας ένα τέτοιο μπορώ να κάνω αυτά που θέλω με τον τρόπο που θέλω. Nα είμαι δηλαδή ο δημοσιογράφος, ο ερευνητής, ο αρχισυντάκτης, ο photo editor και ο εκδότης του εαυτού μου. Ξετρελαίνομαι με το ότι μπορώ να αποφασίζω για τα πάντα.

• Μου φαινόταν πολύ συμβατικό να το πω «deka» και έτσι φτιάχνω το enteka, ένα blog με λίστες, μόνο με ενδεκάδες για πράγματα της ποπ κουλτούρας μέσα από τη δική μου ματιά. Είχε αρκετή αναγνωσιμότητα, μπορεί να είχε μέσα χίλια άτομα τη μέρα, που για μένα ήταν τεράστιο νούμερο τότε, τα σχόλια ήταν πάρα πολλά, όπως πολλές ήταν και οι αναφορές σε εφημερίδες και περιοδικά από δημοσιογράφους που μπορεί να έλεγαν «διάβασα το τάδε που έγραψε ο enteka», και είχε πλάκα όλο αυτό. Στο ελληνικό ίντερνετ, που τότε θα λέγαμε ότι υπολειτουργούσε, τα blogs είχαν φρέσκο περιεχόμενο καθημερινά και διαβάζονταν από την πιάτσα. Όταν οι σελίδες των εφημερίδων ανανεώνονταν μία φορά την ημέρα, εμείς που ήμασταν εθισμένοι στην πληροφορία μπορούσαμε να βρούμε σε αυτά κάτι καινούργιο και ενδιαφέρον συνέχεια.

• Είχα διάφορες προτάσεις για δουλειά λόγω του blog, είχα αποφασίσει όμως ότι θα απαντάω «ενδιαφέρομαι, αλλά έχω και κάποιους όρους». Ήθελα να δουλεύω από απόσταση, να μην πηγαίνω σε γραφείο, δεν σκόπευα να φύγω από τη Θεσσαλονίκη, δεν με ενδιέφερε να κατέβω στην Αθήνα για να κάνω καριέρα. Κανείς φυσικά δεν τα άκουγε αυτά και έτσι έπιασα δουλειά στον Αρκτούρο, σε ένα μη δημοσιογραφικό γραφείο δηλαδή, που δεν θα με άγχωνε. Όσο για τη δημοσιογραφία, είχα αποφασίσει ότι αν δεν γίνουν τα πράγματα όπως θέλω, θα είναι το χόμπι μου, όπως και όταν ήμουν παιδί. Πίσω στο 2008, ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος ήταν ο μόνος που δέχτηκε να δοκιμάσουμε αυτό το μοντέλο συνεργασίας, μου είπε βέβαια πως, αν όλο αυτό δεν δούλευε, θα έπρεπε να μετακομίσω. Κάποια στιγμή μάλιστα ήμουν από το υπνοδωμάτιό μου στη Θεσσαλονίκη ο διευθυντής ενός ολόκληρου site του οποίου η έδρα ήταν σε άλλη πόλη. Δούλεψε λοιπόν και συνεχίζει να δουλεύει δεκαπέντε χρόνια μετά. Ήταν ένα πείραμα που πέτυχε.

Για μένα, ο σημαντικότερος λόγος που ποτέ δεν απομακρύνθηκα πραγματικά από εδώ, που πάλεψα με νύχια και με δόντια να μην κατέβω στην Αθήνα, είναι ότι –πέρα από το ότι πρόκειται για μια πολύ ωραία πόλη– νιώθω πως υπάρχει μια αόρατη κλωστή που με συνδέει με τη γειτονιά μου και αυτή λέγεται παιδική ηλικία. Νιώθω ότι αυτό είναι το μέρος και το σκηνικό όπου θα ήθελα να ζήσω όλη μου τη ζωή. Και αυτό σκοπεύω να κάνω.

• Δεν είναι η δουλειά που με κρατάει στο σπίτι, είμαι σπιτόγατος, είμαστε δηλαδή. Έχουμε και γάτες οπότε ναι, δεν βγαίνουμε. Τα τελευταία πέντε-έξι χρόνια έχουμε φύγει ουσιαστικά από τη Θεσσαλονίκη, ζούμε πια μόνιμα στη Χαλκιδική, ακόμα πιο απομονωμένα και απομακρυσμένα από ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα. Το σπίτι δεν είναι σε χωριό, οπότε το χειμωνα δεν έχει καν γείτονες για πολλά χιλιόμετρα. Επιστρέφουμε στη Θεσσαλονίκη τα καλοκαίρια, όταν η Χαλκιδική γεμίζει με κόσμο. Φυσικά και ηρεμεί το κεφάλι σου όταν φεύγεις από την πόλη, γίνεσαι ολιγαρκής –όπως νομίζω ότι είμαι– και αν έχεις ζήσει τις μεγαλουπόλεις, τις εξόδους, τα κλαμπ, αν τα έχεις χορτάσει και δεν καίγεσαι πια για όλα αυτά, η ποιότητα ζωής είναι φανταστική. Αν έχεις και την κατάλληλη παρέα, η ζωή στη φύση είναι ευλογία. Πηγαίνουμε βόλτες εδώ γύρω, καμιά φορά μπορεί να πάμε για φαγητό, κυρίως κάνουμε θεματικά πάρτι στο σπίτι μόνοι μας κάθε Σάββατο. Μαγειρεύει o Γιώργος, βάζουμε μουσική, παίζουμε με τις γάτες, τραγουδάμε καραόκε, χορεύουμε, μεθάμε, έτσι νιώθω ότι βγαίνουμε σε ένα κλαμπ που όμως το έχουμε φτιάξει όπως εμείς θέλουμε.

• Μπήκα στα podcasts κάνοντας επεισόδια για καλές ειδήσεις, έπειτα παίρνοντας συνεντεύξεις και τελικά βρήκα εκείνο που συνταιριάζει όλα αυτά που μου αρέσουν, το ηχητικό ντοκιμαντέρ δηλαδή, που παντρεύει την αγάπη μου για την έρευνα, για τις συνεντεύξεις, για το μοντάζ, για τη ραδιοσκηνοθεσία, για τη συγγραφή. Δουλεύοντας από τη Χαλκιδική, χωρίς να τα ηχογραφώ σε στούντιο και να τα δίνω μετά σε έναν sound editor για να τα μοντάρει και να τα φτιάξει, το podcast «Μικροπράγματα» είναι 100% χειροποίητο και έτσι το θέλω, να ελέγχω κάθε πτυχή και κάθε δευτερόλεπτο που τελικά βγαίνει στον αέρα. Τα περισσότερα επεισόδιά του μιλούν για αμφιλεγόμενα και μη πρόσωπα και καταστάσεις και έχουν τον τίτλο «H σκληρή αλήθεια για τον/την» που μπορεί να υπονοεί ότι θα ακουστούν και δυσάρεστα πράγματα, αλλά δεν συμβαίνει πάντα αυτό, έχει να κάνει με τα hard facts, με τα ξερά γεγονότα, με μια φιλοδοξία να ακουστούν οι αλήθειες χωρίς ωραιοποιήσεις. 

• Πολλές φορές άνθρωποι για τους οποίους μιλάω ή συγγενείς τους μπορεί να έχουν θιχτεί ή διαμαρτυρηθεί, δεν μου έχει γίνει κάποια μήνυση ή κάποια αγωγή, κανένας δεν δυσαρεστήθηκε τόσο πολύ. Ακριβώς όμως επειδή πρόκειται για «σκληρές αλήθειες», πάντα προσπαθώ να τους δίνω τον λόγο, να τους ενημερώνω από πριν και να μιλάω μαζί τους, αν θέλουν να ακουστούν. Τις φορές εκείνες που κάποιος δυσαρεστήθηκε, πρόσθεσα τη δική του αλήθεια στο επεισόδιο. Δεν θέλω να πικραίνεται κάποιος, θέλω να ακούγονται τα πάντα. Διασκεδάζω περισσότερο τα επεισόδια στα οποία επικοινωνώ με πολύ κόσμο, όπως εκείνο με τις διαφημίσεις της δεκαετίας του ‘90 για το οποίο μίλησα με τους εκφωνητές της εποχής, με διαφημιστές και σκηνοθέτες, ή το επεισόδιο για τη «Λιλιπούπολη» στο οποίο κατάφερα να μαζέψω όλους τους συνθέτες της, σχεδόν όλους τους σημαντικούς συντελεστές της – και να μην έβγαινε το συγκεκριμένο επεισόδιο, και να μην το άκουγε κανένας, πάλι θα ήμουν πάρα πολύ ικανοποιημένος με τα πράγματα που έμαθα.

Η σκληρή αλήθεια για τον Άρη Δημοκίδη Facebook Twitter
Είμαι περήφανος για το γεγονός ότι μιλάω ανοιχτά για τα θέματα ψυχικής υγείας που αντιμετώπισα, για το ότι προσπαθώ να μειωθεί το στίγμα γύρω από αυτά. Φωτ.: Όλγα Δέικου/LiFO

• Το ότι λέω «γεια χαρά» στην αρχή και στο τέλος των επεισοδίων μού βγήκε ασυναίσθητα, δεν είχα καταλάβει ότι το χρησιμοποιώ πάντα, μάλλον έχω προσπαθήσει να πω «γεια σας» και δεν μου άρεσε. Όταν άρχισαν να μου λένε ότι είναι η χαρακτηριστική μου φράση, άρχισα να το παρατηρώ και φυσικά συνεχίζω να το λέω με απόλαυση. Λίγα άλλα podcasts προλαβαίνω να παρακολουθήσω, ακούω του Moby, του Γιώργου Παυριανού, του Χρήστου Χωμενίδη, όλα της LiFO.

• Παρότι δεν έχουμε και πολλά κοινά, ο Άντι Γουόρχολ είναι ένας άνθρωπος που με έχει επηρεάσει. Και αυτό επειδή δεν ήταν μόνο εικαστικός αλλά και φωτογράφος, συγγραφέας, σεναριογράφος, τηλεπαρουσιαστής, μάνατζερ συγκροτημάτων, δημοσιογράφος, εκδότης περιοδικού, έκανε τα πάντα, θα λέγαμε δηλαδή ότι ήταν ένας αναγεννησιακός άνθρωπος αλά Ντα Βίντσι, μου έδειξε ότι μέχρι να βρεις αυτό που σου αρέσει πιο πολύ δεν χρειάζεται να αφιερωθείς σε ένα μόνο πράγμα. Συνδύαζε την υψηλή με την ποπ κουλτούρα με έναν τρόπο τον οποίο πάντα θαύμαζα και φιλοδοξώ να έχω και εγώ. Η αγάπη μου για τη Μαντόνα απ’ όταν ήμουν παιδί μέχρι σήμερα με έχει διδάξει ότι δεν πρέπει να το βάζεις ποτέ κάτω, και εκείνη είχε μια πολύπλοκη, χαμαιλεοντική καριέρα μεταμορφώσεων που συνδυάζει τα πάντα. Με την απλότητα και το χιούμορ τους, οι ταινίες του Γούντι Άλεν με κάνουν να νιώθω σαν να τρώω το πιο νόστιμο και οικείο φαγητό. Δεν απομυθοποίησα τα είδωλά μου μεγαλώνοντας και αυτό γιατί μπορώ να διαχωρίσω τον άνθρωπο από τον καλλιτέχνη. Αν δηλαδή συναντούσα τον Άντι Γουόρχολ και με έσπρωχνε, μου έλεγε ότι είμαι απαίσιος και με έβριζε, δεν θα έλεγα «σιγά, δεν αξίζει».

• Είμαι μεγάλος φαν της Θεσσαλονίκης και αυτήν τη στιγμή έχω την αίσθηση ότι ο περισσότερος κόσμος στην πόλη είναι πολύ ανακουφισμένος που έφυγε ο προηγούμενος δήμαρχος, μακάρι βέβαια να είχαμε ακόμα τον Μπουτάρη που την είχε κάνει πολύ πιο εξωστρεφή, προοδευτική, ενδιαφέρουσα. Για μένα, ο σημαντικότερος λόγος που ποτέ δεν απομακρύνθηκα πραγματικά από εδώ, που πάλεψα με νύχια και με δόντια να μην κατέβω στην Αθήνα, είναι ότι –πέρα από το ότι πρόκειται για μια πολύ ωραία πόλη– νιώθω πως υπάρχει μια αόρατη κλωστή που με συνδέει με τη γειτονιά μου και αυτή λέγεται παιδική ηλικία. Νιώθω ότι αυτό είναι το μέρος και το σκηνικό όπου θα ήθελα να ζήσω όλη μου τη ζωή. Και αυτό σκοπεύω να κάνω.

Σίγουρα υπάρχουν πράγματα που με κάνουν να αισθάνομαι boomer, βρίσκω βαρετή την κουλτούρα της κάθε νέας γενιάς, το TikTok, την αργκό της, την τραπ, όχι γιατί είναι απαραίτητα χειρότερη από τη μουσική της δικής μου γενιάς ή των προηγούμενων. Γι’ αυτούς που τα ζουν τώρα σίγουρα είναι ό,τι καλύτερο και θα τα θυμούνται για όλη τους τη ζωή.

• Αυτό που με εκνευρίζει περισσότερο απ’ όσα συμβαίνουν γύρω μας είναι τα fake news και η προπαγάνδα, περιπτώσεις όπως αυτή της Ρωσίας, η οποία προσπαθεί να σπείρει τη διχόνοια εδώ και χρόνια, να ανεβάσει στις κυβερνήσεις τους χειρότερους που υπάρχουν, να νικήσει, ας πούμε, τη Δύση για να φέρει τις δικές της οπισθοδρομικές αξίες στον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό που μου δίνει ελπίδα είναι ότι η ζωή κάνει κύκλους, ότι διαχρονικά τα πράγματα χειροτερεύουν και έπειτα καλυτερεύουν.

• Δεν νομίζω πως η πολιτική ορθότητα είναι το μεγαλύτερό μας πρόβλημα, αυτό όμως που καταλαβαίνω είναι ότι συχνά χρησιμοποιείται ως μπαμπούλας από κάποιους που θέλουν να τη δείξουν ως τέτοια, πως είναι κάτι που δεν μας αφήνει να μιλήσουμε, να εκφραστούμε. Προσωπικά είμαι προσεκτικός στα podcasts που κάνω, προσέχω να μην πληγώσω κόσμο, να μην πω κάτι το οποίο θα είναι ανακριβές ή μηνύσιμο όχι για λόγους πολιτικής ορθότητας, αλλά γιατί έτσι νιώθω ότι είναι το σωστό. Να το πω και αλλιώς: το γεγονός ότι δεν χρησιμοποιώ προσβλητική γλώσσα δεν είναι γιατί με υποχρεώνει η υποτιθέμενη δικτατορία της πολιτικής ορθότητας, αλλά επειδή θεωρώ ότι αυτή είναι μια ανθρώπινη αντιμετώπιση προς τα πράγματα, απλή κοινή λογική. Δεν χρειάζεται κάποιος να σου πει να μη χρησιμοποιείς απαίσιες λέξεις για την αναπηρία ή μη μιλάς για τους γκέι όπως μιλάει ο Μπέος. Και επιπλέον, ο Μπέος και ο κάθε Μπέος είναι η ζωντανή απόδειξη πως όποιος θέλει μιλάει όπως θέλει, εκλέγεται, επανεκλέγεται, επευφημείται, καμία πολιτική ορθότητα δεν κάνει cancel ανθρώπους οι οποίοι μιλάνε όπως θέλουν. Παντού υπάρχουν Μπέοι. Το θέμα είναι να προχωρήσουν γρηγορότερα ακόμα περισσότερες μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα δίνουν ίσα δικαιώματα σε όλους μας.

• Είμαι περήφανος για το γεγονός ότι μιλάω ανοιχτά για τα θέματα ψυχικής υγείας που αντιμετώπισα, για το ότι προσπαθώ να μειωθεί το στίγμα γύρω από αυτά. Τη δεκαετία του 2000 έδινα μάχη με την αγχώδη διαταραχή, ήταν διάφορα πράγματα που ευθύνονται γι’ αυτή, όπως το ότι δεν εξέφραζα τα συναισθήματά μου όταν έπρεπε, σε αυτούς που έπρεπε. Η αρρωστοφοβία μου πυροδοτήθηκε από μια λάθος διάγνωση για καρκίνο στα είκοσι δύο μου. Μέχρι να αποδειχθεί ότι δεν είχα, πέρασαν δυο μήνες που ζούσα με την αγωνία των επόμενων εξετάσεων, όντας σίγουρος ότι έχω, ότι πεθαίνω, κάτι που συνεχίστηκε για πολλά χρόνια, με την παραμικρή αφορμή. Υπάρχει λοιπόν επεισόδιο στο podcast στο οποίο περιγράφω πώς αποφάσισα πολύ αργοπορημένα να κάνω ψυχοθεραπεία και να ακολουθήσω θεραπευτική αγωγή, πράγματα που άλλαξαν τελείως τη ζωή μου, ξεκλείδωσαν όλη μου τη δημιουργικότητά, με ξαναέκαναν ακριβώς τόσο ευτυχισμένο όσο όταν ήμουν παιδί. Έχουν περάσει δύο χρόνια απ’ όταν ανέβηκε και με ευχαριστεί πάρα πολύ που ακόμα και σήμερα κάποιος, που προφανώς έχει ψάξει στο Google για το συγκεκριμένο θέμα και έχει πέσει πάνω του, θα μου πει ότι τον βοήθησε, μιλάω με πάρα πολύ κόσμο που έχει ξεκινήσει ψυχοθεραπεία και είναι πολύ καλύτερα από τότε. Το ότι υπάρχουν άνθρωποι που μου λένε ότι βελτιώθηκε η ζωή τους χάρη στο podcast με κάνει να χαίρομαι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Ίσως να είναι τελικά το αγαπημένο μου επεισόδιο.

Άρης Δημοκίδης Facebook Twitter
Δεν είναι η δουλειά που με κρατάει στο σπίτι, είμαι σπιτόγατος, είμαστε δηλαδή. Έχουμε και γάτες οπότε ναι, δεν βγαίνουμε. Φωτ.: Όλγα Δέικου/LiFO

• Μετανιώνω το ότι για περίπου δέκα χρόνια δεν το είχα πάρει απόφαση να ζητήσω βοήθεια, πως ενώ από τα είκοσι μέχρι τα τριάντα μου πέρασα πολύ όμορφα παράλληλα υπήρχε και αυτή η σκοτεινή πλευρά. Αν γυρνούσα τον χρόνο πίσω, σίγουρα δεν θα έχανα μια δεκαετία από τη ζωή μου. Δεν συνεχίζω την ψυχοθεραπεία σε τακτικό βαθμό, αλλά μπορεί μια φορά στα ένα-δύο χρόνια να επισκεφτώ την ψυχίατρο που με βοήθησε για να της πω τα νέα μου. Τη θεραπευτική αγωγή τη συνεχίζω και είναι αυτή που με βοηθάει ώστε να μην έχω τυχόν πισωγυρίσματα.

• Σίγουρα υπάρχουν πράγματα που με κάνουν να αισθάνομαι boomer, βρίσκω βαρετή την κουλτούρα της κάθε νέας γενιάς, το TikTok, την αργκό της, την τραπ, όχι γιατί είναι απαραίτητα χειρότερη από τη μουσική της δικής μου γενιάς ή των προηγούμενων. Γι’ αυτούς που τα ζουν τώρα σίγουρα είναι ό,τι καλύτερο και θα τα θυμούνται για όλη τους τη ζωή. Απλά πιστεύω ότι πολλά πράγματα, όταν είσαι πολύ νέος, τη στιγμή που τα ζεις σού φαίνονται φοβερά ενδιαφέροντα, πρωτόγνωρα. Και όταν μεγαλώνεις, με κάθε νέα γενιά που έρχεται τα βλέπεις ξανά και ξανά σε διάφορες παραλλαγές. Έτσι παύουν να σου κάνουν εντύπωση, τα θεωρείς βαρετά.

• Αν ποτέ γραφτεί επεισόδιο «Η σκληρή αλήθεια για τον Άρη Δημοκίδη» σίγουρα πρέπει να μιλήσει η αδελφή μου, θα μπορεί να πει και τα στραβά και τα καλά μου. Μετά ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος, ο σύντροφός μου και, αν μπορούσαν να μιλήσουν, οι γάτες μας θα είχαν και αυτές πολλά να πουν. Όσο για τις φάσεις της ζωής μου στις οποίες πρέπει να επικεντρωθεί, νομίζω ότι όλα ξεκινάνε από την παιδική ηλικία γιατί, αν είναι κανείς τυχερός, όλα όσα θα έρθουν μετά από αυτήν θα είναι αέναες επαναλήψεις της. Επαναλαμβάνω την αγάπη, τη θαλπωρή, τα ενδιαφέροντα που είχα στην παιδική ηλικία, απλά με διαφορετικούς τρόπους σήμερα, με περισσότερους ακροατές και αναγνώστες από τους μηδενικούς που είχα όταν ήμουν παιδί και έφτιαχνα πράγματα μόνο για μένα.

Ακούστε το podcast του Άρη Δημοκίδη «Μικροπράγματα» στο LiFO.gr, στο Spotify στα Google και τα Apple podcasts

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Οι Αθηναίοι
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τζούλια Τσιακίρη

Οι Αθηναίοι / Τζούλια Τσιακίρη: «Οι ταβερνιάρηδες είναι ευεργέτες του γένους»

Με διαλείμματα στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, έχει περάσει όλη της τη ζωή στο κέντρο της Αθήνας - το ξέρει σαν την παλάμη της. Έχει συνομιλήσει και συνεργαστεί με την αθηναϊκη ιντελεγκέντσια, είναι άλλωστε κομμάτι της. Εδώ και 60 χρόνια, με τη χειροποίητη, λεπτολόγα δουλειά της στον χώρο του βιβλίου και με τις εκδόσεις «Το Ροδακιό» ήξερε ότι δεν πάει για τα πολλά. Αλλά δεν μετανιώνει για τίποτα απ’ όσα της επιφύλαξε η μοίρα «εις τον ρουν της τρικυμιώδους ζωής της».
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Κωνσταντίνος Ρήγος

Οι Αθηναίοι / «Έχω αισθανθεί να απειλούμαι τη μέρα, όχι δουλεύοντας τη νύχτα»

Οκτάνα, Επίδαυρος, ΚΘΒΕ, Πέγκυ Ζήνα, Εθνικό, Λυρική, «Brokeback Mountain» και «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Ως χορογράφος και σκηνοθέτης, ο Κωνσταντίνος Ρήγος έχει κάνει τα πάντα. Και παρότι έχει αρκετούς haters, νιώθει ότι αυτοί που τον καταλαβαίνουν είναι πολύ περισσότεροι.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Οι Αθηναίοι / Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Ηθοποιός, σκηνοθέτις, ακατάτακτη και αγαπημένη του κοινού, η Σμαράγδα Καρύδη θυμάται πως ανέκαθεν ήθελε το σύμπαν, χωρίς να περιορίζεται. Στον απολογισμό της μέχρι τώρα πορείας της, ως η Αθηναία της εβδομάδας, καταλήγει πως, ούτως ή άλλως, «στο τέλος ανήκεις εκεί που μπορείς να φτάσεις», ενώ δηλώνει πως πάντα θα επιλέγει συνειδητά να συντάσσεται με τη χαρά.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Αντουανέττα Αγγελίδη: «Κάθε ταινία μου είναι το ευτυχές τέλος μιας περιπέτειας απορρίψεων»

Οι Αθηναίοι / Αντουανέττα Αγγελίδη: «Κάθε ταινία μου είναι το ευτυχές τέλος μιας περιπέτειας απορρίψεων»

Μοναδική περίπτωση για το ελληνικό σινεμά, η ιδιοσυγκρασιακή σκηνοθέτις που τιμάται στο 13ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Ταινιοθήκης αφηγείται τη ζωή και την πορεία της στη LiFO.
M. HULOT
«Περηφανευόμαστε ότι δώσαμε τα φώτα μας στον κόσμο, αλλά δεν κρατήσαμε ούτε ένα λυχναράκι»

Oι Αθηναίοι / «Περηφανευόμαστε ότι δώσαμε τα φώτα μας στον κόσμο, αλλά δεν κρατήσαμε ούτε ένα λυχναράκι»

Η αρχιτέκτονας και υπεύθυνη των Αρχείων Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη, Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη, δεν λησμόνησε ποτέ στην πορεία της πως η μορφή ενός κτιρίου πρέπει να έχει χαρακτήρα, ειλικρίνεια και κλίμακα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αφηγείται τη ζωή του στη LIFO

Γεννήθηκε Σαν Σήμερα / Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αφηγείται τη ζωή του στη LIFO

Δημοσιογράφος, στιχουργός. Θα ήταν ευχαριστημένος αν, απ’ όλα τα τραγούδια του, έμενε στην ιστορία το τετράστιχο: «Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει, σαν αμάξι γέρικο, στην ανηφοριά».
ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ
Χρυσέλλα Λαγαρία: «Δεν είναι τόσο τρομακτικό το να είσαι τυφλός»

Οι Αθηναίοι / Χρυσέλλα Λαγαρία: «Δεν είναι τόσο τρομακτικό το να είσαι τυφλός»

Η συνιδρύτρια και διευθύντρια της Black Light και συνδημιουργός της σειράς podcast της LiFO «Ζούμε ρε» δραστηριοποιείται ώστε οι ΑμεΑ να διαθέτουν ίσες ευκαιρίες και απεριόριστη πρόσβαση, δίχως στιγματισμούς και διακρίσεις. Και είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Lorenzo

Οι Αθηναίοι / Lorenzo: «Η techno σκηνή έχει γίνει χρηματιστήριο»

Γνώρισε την techno στη Φρανκφούρτη των αρχών των ‘90s. Ερχόμενος στην Αθήνα, όσο έβλεπε ότι ο κόσμος σοκαριζόταν με τις εμφανίσεις του, τόσο περισσότερο του άρεσε να προκαλεί. Ο θρυλικός χορευτής του Factory και ιδρυτής της ομάδας Blend είναι ο Αθηναίος της εβδομάδας.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Ελισάβετ Κοτζιά

Οι Αθηναίοι / «Τα πρώτα χρόνια λέγανε ότι τις κριτικές μου τις έγραφε ο πατέρας μου»

Η Αθηναία της εβδομάδας Ελισάβετ Κοτζιά γεννήθηκε μέσα στα βιβλία· κάποια στιγμή, τα έβαλε στην άκρη, για να ξανασυναντήσει τη λογοτεχνία μέσα από μια αναπάντεχη εμπειρία. Άφησε το οικονομικό ρεπορτάζ για την κριτική βιβλίου. Τη ρωτήσαμε γιατί το ελληνικό μυθιστόρημα δεν έχει ιδιαίτερη απήχηση στο εξωτερικό, και δεν πιστεύει πως για το ζήτημα αυτό υπάρχουν απλές απαντήσεις.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Λούλα Αναγνωστάκη: «Όσο και αν τη χτυπάω μέσα από τα έργα μου, είμαι υπέρ της Ελλάδας»

Πέθανε Σαν Σήμερα / Λούλα Αναγνωστάκη: «Όσο και αν τη χτυπάω μέσα από τα έργα μου, είμαι υπέρ της Ελλάδας»

Σε μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις της, η κορυφαία θεατρική συγγραφέας της Ελλάδας, που πέθανε σαν σήμερα, μίλησε με πρωτοφανή ειλικρίνεια και απλότητα.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ
Αρετή Γεωργιλή

Οι Αθηναίοι / «Δεν θα σταματήσω να υπερασπίζομαι το δικαίωμα της γυναίκας να νιώθει ελεύθερη να εκφράζεται»

Η Αρετή Γεωργιλή γεννήθηκε στη Νέα Φιλαδέλφεια και τα δώδεκα τελευταία χρόνια, αφότου άνοιξε το Free Thinking Zone, ζει εκεί και στην Αθήνα. Είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Κατιάνα Μπαλανίκα

Οι Αθηναίοι / Κατιάνα Μπαλανίκα: «Μέσα μου είμαι κουτάβι, γι’ αυτό και με πάταγαν όλοι»

Η ηθοποιός που αγαπήθηκε για τους κωμικούς της ρόλους έκανε μόνο δράμα στη σχολή. Θα ήθελε να ξαναπαίξει στην τηλεόραση αλλά βλέπει πως δεν θυμούνται τη γενιά της πια. Είναι ευγνώμων για τη ζωή της και την αφηγείται στη LiFO - γιατί είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μάριο Μπανούσι

Οι Αθηναίοι / Μάριο Μπανούσι: «Αν δεν εκτεθείς στη ζωή, δεν έχει νόημα»

Ο νεαρός σκηνοθέτης, που έχει ήδη μετρήσει διαδοχικά sold out, άρχισε να βλέπει θέατρο όταν μπήκε στη δραματική σχολή. Του αρέσει η ανθρώπινη αμηχανία, η σιωπή και η ησυχία τον γοήτευαν πάντα. Αν και δεν τα πάει καλά με τα λόγια, αφηγείται τη ζωή του στη LiFO.
M. HULOT