Η Anazitisi Records, που εδρεύει στην Ανάκασα των Αγίων Αναργύρων, είναι μια εταιρεία που τη γνωρίζουν πολύ καλά οι φίλοι του ροκ στην Ελλάδα, μα και έξω απ’ αυτήν. Αιτία είναι βεβαίως οι κυκλοφορίες της, αυτά τα τελευταία 20 χρόνια, που περιλαμβάνουν επανατυπώσεις σπάνιων ελληνικών και ξένων ροκ άλμπουμ του χθες, πρωτότυπες εκδόσεις με ανέκδοτο υλικό ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών και συγκροτημάτων και ακόμη δισκογραφικές προτάσεις νέων ονομάτων.
Παίζοντας σ’ αυτά τα τρία ταμπλό η Anazitisi Records κυκλώνει το πράγμα απ’ όλες τις πλευρές, έχοντας φτιάξει έναν ζηλευτό κατάλογο 90 και πλέον εκδόσεων, που έχουν όλες ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά.
Κατ’ αρχάς τον προσεγμένο ήχο από επεξεργασμένες αναλογικές πηγές, με νέα mastering κ.λπ., τα βαριά βινύλια, τα πάντα προσεγμένα ένθετα (με πληροφορίες και φωτογραφίες), το έξτρα υλικό (αφίσες, κάρτες κ.λπ.) και βεβαίως τα εξώφυλλα, απλά, gatefold ή gimmix, τυπωμένα πάντα σε ωραία χαρτιά και με προσεκτικές αποτυπώσεις των χρωμάτων.
Οι κυκλοφορίες της Anazitisi Records, αυτά τα τελευταία 20 χρόνια, περιλαμβάνουν επανατυπώσεις σπάνιων ελληνικών και ξένων ροκ άλμπουμ του χθες, πρωτότυπες εκδόσεις με ανέκδοτο υλικό ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών και συγκροτημάτων και ακόμη δισκογραφικές προτάσεις νέων ονομάτων.
Όλα αυτά έχουν δημιουργήσει ένα προφίλ για την εταιρεία, το οποίο εκτιμάται από τους μουσικόφιλους και τους συλλέκτες, εδώ και στο εξωτερικό, όλα αυτά τα χρόνια.
Έτσι, και με αφορμή τα 20χρονα της Anazitisi Records, αξίζει να ρίξουμε μια ματιά στον κατάλογό της, αντλώντας απ’ αυτόν δέκα πολύ ξεχωριστές στιγμές – πέντε ελληνικές και πέντε ξένες.
Πριν, όμως, από τη δεκάδα να πούμε κάτι ακόμη βασικό για την Anazitisi Records. Πως ήταν εκείνη η εταιρεία, που θα επιχειρούσε να τοποθετήσει και πάλι στην αγορά τού βινυλίου τον ιστορικό κατάλογο του ελληνικού ροκ της Phonogram / polyGram. Έκτοτε οι επανεκδόσεις της στα άλμπουμ των Ακρίτας, Socrates Drank the Conium, Κώστα Τουρνά, Λήδας-Σπύρου, The Blue Birds, Poll, P.L.J Band και Πάνου Σαββόπουλου θεωρούνται «αναφοράς».
Τα ελληνικά LP της Anazitisi Records
MORKA: There Was A Time… (2006)
Οι Morka ήταν ένα από τα ελληνικά συγκροτήματα που διακρίθηκαν στη σκηνή ανάμεσα στα χρόνια 1971-74. Όσο βρίσκονταν εν ζωή θα κυκλοφορούσαν μόλις δύο επτάιντσα, ενώ ένα τρίτο θα έβγαινε νωρίτερα, όταν μια μορφή τους θα γινόταν ελαχίστως γνωστή κάτω από το όνομα Stone Deep (ένα γκρουπ των American Community Schools του Χαλανδρίου). Στην πράξη μιλάμε για έξι τραγούδια (“She shouts”, “Winter’s here”, “I see”, “Judy”, «Γιατί», “And so she flies”), τα όποια έπλεξαν τον όποιο μικρό ή λιγότερο μικρό μύθο τους.
Ο μύθος αυτός, πάντως, θ’ αποκτούσε τα νεότερα χρόνια κάποιες μεγαλύτερες διαστάσεις, όταν θα κυκλοφορούσαν δύο σχεδόν πανομοιότυπα LP των Morka, στα οποία θα καταγράφονταν και άγνωστα τραγούδια τους.
Το πρώτο ήταν το “There Was a Time…” [Mythos, 1997], που περιείχε επτά ανέκδοτα από τις αρχές του 1973, ενώ το δεύτερο θα είχε ακριβώς τον ίδιο τίτλο, θα τυπωνόταν από την Anazitisi, το 2006 και θα περιείχε όλα τα tracks του προηγούμενου LP, συν ένα επιπλέον ανέκδοτο από το 1986.
Το 1972 Morka ήταν οι Dorian Kokas φωνή, κιθάρα, Γιώργος “Tambre” Ταμπακόπουλος φωνή, Pamela Leake φωνή, Πωλ Παπαδέας φωνή, κιθάρα, Αντώνης Μπράβος μπάσο και Μιχάλης Ορφανίδης ντραμς ενώ στο demo του ’73 το συγκρότημα αποτελούσαν οι Dorian Kokas φωνή, κιθάρα, πιάνο, Pamela Leake φωνή, εφφέ, Πωλ Παπαδέας φωνή, κιθάρα, φυσαρμόνικα, κοντραμπάσο, Leigh Sioris μπάσο και Μιχάλης Ορφανίδης ντραμς, κρουστά.
Το βασικό ύφος των Morka ήταν το folk-rock, και σαν μπάντα διακρίνονταν για τα περίτεχνα φωνητικά τους και τις πολύ καλές συνθέσεις τους (συνήθως του Dorian Kokas).
Πέρα από τα τραγούδια των 7ιντσων τα καλύτερα κομμάτια τους ήταν τα “Looking for the past” και “Avenue winter”, τα οποία ήταν τόσο καλά, ώστε να μπορούν άνετα να συγκριθούν με τα ανάλογα καλύτερα βρετανικά.
Οι Morka θα διαλύονταν τον Φεβρουάριο του 1974, με τον Dorian Kokas να πρωτοστατεί στην δημιουργία των Αγάπανθος.
morka - avenue winter
GORDIAN: Madeka (2016)
Ελάχιστοι γνώριζαν μέχρι την κυκλοφορία του LP “Madeka”, από την Anazitisi, το 2016, την ύπαρξη αυτού του ελληνικού συγκροτήματος από το πρώτο μισό των σέβεντις, των Gordian, και ακόμη λιγότεροι, φυσικά, είχαν υπ’ όψιν τις εγγραφές τους.
Το ξεκίνημα του γκρουπ θα μας γυρίσει πίσω στο χρόνο, στο 1972, όταν ο κιθαρίστας, πιανίστας κ.λπ. Γιώργος Σκλήρης (από τα θεσσαλονικιώτικα σίξτις γκρουπ Cool Cats και Up-Tight) θα βρεθεί στο Λονδίνο, αποφασισμένος να παίξει τις μουσικές που αγαπούσε – μπαίνοντας, κατ’ αρχάς, σ’ ένα παρακλάδι των περίφημων Osibisa, τους Saga, οι οποίοι όμως θα διαλύονταν την άνοιξη του ’73.
Οι μήνες κυλούν... και όταν φθάνουν στο Λονδίνο ο κιθαρίστας Παντελής Δεληγιαννίδης (από Olympians, Δάμων & Φιντίας, Μπουρμπούλια) και ο Βλάσσης Μπονάτσος, που ψαχνόταν μετά τη διάλυση των Πελόμα Μποκιού, οι Gordian ήταν πλέον γεγονός – καθώς στην μπάντα θα βρίσκονταν ακόμη ο Μάκης Γιαπράκας, ο συνθέτης του κλασικού πλέον τραγουδιού της «νύχτας» «Θα πάρω φόρα» (πριν στους Cool Cats, Blow Up, Up-Tight και Μακεδονομάχους) σε φλάουτο, κλαρίνο, κρητική λύρα, όργανο, μπάσο, φωνητικά και ο Κώστας Σκλήρης στο μπάσο (που είχε περάσει κι εκείνος από τους Πελόμα Μποκιού). Μ’ αυτή τη σύνθεση οι Gordian θα έγραφαν τρία κομμάτια, τα οποία θα διακρίνονταν για τον greek progressive χαρακτήρα τους.
Στην παράδοση, λοιπόν, που είχαν δημιουργήσει ο Διονύσης Σαββόπουλος με τα συγκροτήματά του (Μπουρμπούλια, Λαιστρυγόνα), οι Socrates Drank the Conium, ακόμη και οι Axis (με το παραδοσιακό, όσο και πανευρωπαϊκό hit “Ela-Ela”), αναμιγνύοντας δηλαδή ροκ με παραδοσιακούς ελληνικούς ρυθμούς, θα μπουν με φόρα και οι Gordian, διαπρέποντας και στο επόμενο σέσιον. Στα έξι υπόλοιπα tracks τού LP εννοούμε, που θα ολοκληρώνονταν με τον επίσης πολύ καλό τραγουδιστή Alan Kay και τον ντράμερ Γιώργο Μπάρμπα – καθότι ο Μπονάτσος θα επέστρεφε στην Ελλάδα, ψάχνοντας, εδώ, πια, την καριέρα του.
Είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις πολύ σοβαρού ανέκδοτου υλικού από το ελληνικό progressive των early seventies και οι Gordian ήταν μία από αυτές.
Madeka
ΠΑΝΟΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ: Δια Tαύτα… (2011)
Ένα καινούριο άλμπουμ, μετά από 40 χρόνια, με ανέκδοτο υλικό του Πάνου Σαββόπουλου, από τα χρόνια 1967-1978, ήταν οπωσδήποτε ένα γεγονός για τον μικρόκοσμο της εγχώριας folk-rock δισκογραφίας, πίσω στο 2011. Ο μοναδικός έλληνας acid-head –έτσι τον αποκαλούν στο εξωτερικό, όσοι ακούν David Bixby, Perry Leopold, Simon Finn και εκστασιάζονται– θα καταγραφόταν εδώ από την Anazitisi Records σ’ έναν δίσκο κόσμημα.
Ειδικά τα τρία κομμάτια της πρώτης πλευράς, η «Παρέλαση (Τα ρομπότ)», ο «Τετραδάκος» και η «Φυγή», μοιάζουν κάπως αδιανόητα για το ελληνικό 1973.
O «Τετραδάκος» έπαιρνε αφορμή από την πολιτεία του βασανιστή της χούντας στη Θεσσαλονίκη μοίραρχου Νικολάου Τετραδάκου, με τον τραγουδοποιό να προσεγγίζει το θέμα μ’ έναν τρόπο οπωσδήποτε προσωπικό, από τον οποίον δεν εξέλιπε η ποιητική διάθεση, όπως κι οι περιγραφές της καθημερινότητας ενταγμένες, όμως, μέσα στο ίδιο ποιητικό πλαίσιο.
Η «Παρέλαση (Τα ρομπότ)» κινείται στο ίδιο ζοφερό κλίμα, ενώ η απίστευτη «Φυγή», ήταν ένα 10λεπτο ψυχεδελικό folk διαμάντι, που έρχεται για να απογειώσει την πρώτη πλευρά του δίσκου.
Στο LP υπήρχαν ακόμη εγγραφές του Πάνου Σαββόπουλου από την Σουηδία και τα χρόνια της μετανάστευσής του στον ευρωπαϊκό βορρά, όπως και η μουσική που είχε συνθέσει ο τραγουδοποιός για την ταινία του Όμηρου Ευστρατιάδη «Ματωμένη Γη» (1967). Άψογα νεοκυματικά θέματα, λιτά και ουσιαστικά, ισχυρού συναισθηματικού φορτίου.
Η έκδοση της Anazitisi Records περιλάμβανε ακόμη κι ένα bonus 7ιντσο με τις μουσικές και τα τραγούδια του Πάνου Σαββόπουλου από το “Spectacle”, μία σύνθεση ποιημάτων του Jacques Prévert, που είχε ανεβεί τον Ιανουάριο του 1971 από το Θεατρικό Εργαστήρι της Μακεδονικής Εταιρείας «Τέχνη», στη Θεσσαλονίκη. Στα μέλη του θιάσου η Ρούλα Πατεράκη και ο Νικόλας Άσιμος! Από εδώ η «Προσέλευση των εντιμοτάτων» χρησιμοποιήθηκε, λίγους μήνες αργότερα, ως εισαγωγή στο LP «Επεισόδιο» (είναι το «Σαρανταπόρου 35»).
Το «Δια ταύτα…» ήταν ένα άλμπουμ «μάννα εξ ουρανού» και μία από τις πιο μεγάλες προσφορές της Anazitisi Records.
Panos Savopoulos - Tetradakos - 1973
VAVOURA BAND: Live - The Early Days (2009)
Οι Vavoura Band υπήρξαν ένα εξέχον ελληνικό συγκρότημα. Από τα πλέον σημαντικά στην ιστορία του εγχώριου ροκ. Μία μπάντα του πάλκου, της σκηνής, του ροκ γεγονότος, μια ζωντανή εμπειρία για όλους εμάς, που ήταν αδύνατον εκείνη την εποχή, στα early 80s, να δούμε ζωντανούς τους Black Sabbath, τους Hawkwind, τους Led Zeppelin και τους Γερμανούς... Gäa μαζί. Κάπως έτσι αγαπήσαμε το σκληρό ροκ, ου μην αλλά και το πανκ – καθότι οι Vavoura Band με το “Vana G. Vanna” θα έγραφαν κι εκεί τη μικρή τους ιστορία.
Αδικημένο από την τότε δισκογραφία το γκρουπ (εξέδωσε όλα κι όλα πέντε τραγούδια, τρία σ’ ένα 7ιντσο EP το 1980 κι άλλα δύο στη συλλογή “Happening ’82”), θα έβλεπε, στα 00s πια, τρεις... ευμεγέθεις κυκλοφορίες να μεταφέρουν το θρύλο του στο νεότερα χρόνια.
Ήταν το CD “Live - The Early Days” [Ikaros Music, 2003], το επίσης CD “Soundtracks for Films” [Ikaros Music, 2004] και βεβαίως το LP της Anazitisi “Live - The Εarly Days”, που ήταν μία νεώτερη εκδοχή του CD με τον ίδιο τίτλο, αφού περιέχει όλο το «επαγγελματικό» υλικό του, συν το ανέκδοτο “Late night jam”.
Οι Vavoura Band έχοντας στη σύνθεσή τους τον Τζώνη Βαβούρα μπάσο, φωνή, βεβαίως τον άσσο κιθαρίστα Γιάννη Δρόλαπα και τους ντράμερ Βαγγέλη Βέκιο και Θάνο Παπαποστόλου, χαράζουν το δικό τους δρόμο στο κατόπι των κορυφαίων σχημάτων των σέβεντις.
Εκκωφαντικό μπάσο και ωραίο τραγούδισμα από τον Βαβούρα, φανταστικά συμπαγή soli του Δρόλαπα, στην κατεύθυνση των καλύτερων Σπάθα και Iommi, δημοτικά, βυζαντινά και oriental στοιχεία σε παράταξη, και φυσικά συνθέσεις που δονούν ψυχές και σώματα δεκαετίες αργότερα.
Ηχογραφημένο στο Σπόρτιγκ (26 Δεκ. 1979) και στο Tiffany’s στην Πλάκα (16 Ιουν. 1979) το “Live - The Early Days” κλείνει εντός του κομμάτια εγχώριας ροκ ανθολογίας, όπως είναι το “UFO”, η “Κατάρα”, το “Μοιρολόι”, το “Alcatraz”, το “Ταξίμι”, ο “Xορός της Αφροδίτης”, μα και την ωραιότερη / ωριμότερη ατάκα που απηύθυνε ποτέ η σκηνή στη σάλα: «ρε παιδιά μη σπάτε εκεί πέρα τα πράματα, εμείς θα τα πληρώσουμε στο τέλος να ’ούμε...». Σοφόν.
Vavoura Band - UFO (1979, Greece)
SMALL BLUES TRAP featuring GEORGIA SYLLEOU: The Longest Road I Know (2013)
Οι Small Blues Trap, δηλαδή οι Παύλος Καραπιπέρης φωνή, φυσαρμόνικα, κιθάρες, πλήκτρα, Παναγιώτης Δάρας lead κιθάρα, Λευτέρης Μπέσιος μπάσο και Στάθης Ευαγγελίου κρουστά, από τη Μαλεσίνα της Φθιώτιδας, ήταν / είναι μία από τις καλύτερες ελληνικές blues μπάντες. Κάθε άλμπουμ των Small Blues Trap είναι και μία περαιτέρω καταβύθιση στην blues, ή περί το blues, σημαντική, ένα βήμα παραπέρα στην εξερεύνηση τον ορίων της μεγάλης αμερικανικής τέχνης (το κέφι τους κάνουν οι άνθρωποι, μη νομιστεί τίποτα… εξωπραγματικό).
Και τούτο συμβαίνει επειδή το blues των Small Blues Trap ακροβατεί ανάμεσα στα διδάγματα του ηλεκτρικού Chicago στυλ και στην «διαστρέβλωση» που υπέστη εκείνο μέσω της τραγουδοποιίας του Captain Beefheart, του Tom Waits, του Chuck E. Weiss και ορισμένων ακόμη. Το αποτέλεσμα, σε κάθε περίπτωση, είναι αυτή η σειρά τραγουδιών του “The Longest Road I Know”.
Μάλιστα εδώ οι Small Blues Trap συνεργάζονται με την Γεωργία Συλλαίου, συνεχίζοντας, όμως, να ταξιδεύουν πάνω στις ίδιες ράγες και με το ίδιο πάντα εισιτήριο. Φυσικά, η φωνή της Γεωργίας Συλλαίου, βοηθά την μπάντα να κάνει ένα ακόμη βήμα μπροστά, υπό την έννοια της διακρίβωσης κάποιων επί μέρους blues παραμέτρων. Είναι, πώς να το πούμε, οι περσόνες που ενδύεται η ερμηνεύτρια στα τέσσερα τραγούδια που αποδίδει, και οι οποίες προσδιορίζουν, αν θέλετε, κάποιους πολύ συγκεκριμένους αισθητικούς άξονες.
Το lead track “The longest road I know” εμφανίζει μια θεατρικότητα, που είναι συμβατή, βεβαίως, με το προφίλ της τραγουδίστριας, αλλά όχι αναγκαστικώς και με το blues του γκρουπ, που εισέρχεται, έτσι, σε άλλα συστήματα. Απεναντίας, το “I’m nothin’ but a good man” θυμίζει πολύ... Νέα Ορλέανη. Tony Joe White, για να γίνω πιο σαφής. Το τρίτο τραγούδι που ερμηνεύει η Συλλαίου είναι το “When I whisper my fears to my baby” και είναι από τα ωραιότερα του άλμπουμ, ενώ στο “Your mind keeps ramblin’” οι κιθάρες κάνουν πολύ καλή δουλειά, με τη φυσαρμόνικα να προσθέτει σε στοιχειωμένο βάθος.
Φυσικά, και τα υπόλοιπα έξι τραγούδια που αποδίδουν ο Παύλος Καραπιπέρης (τέσσερα) και ο Παναγιώτης Δάρας (δύο) έχουν τη δική τους ιδιαίτερη αξία, για να επικεντρωθούμε στα αργά “The frenzy lake” και “Now we are strangers”, στο ακουστικό “Take me away from all of these” (ένα κομμάτι με κοινωνικό περιεχόμενο, αισθητικώς τοποθετημένο στην παράδοση του αμερικανικού νότου), στο επίσης spoken “Rememberin’ the good ol’ days”, μα και στο “The black crow king”, ένα από ’κείνα τα κάπως μεταφυσικά τραγούδια που ξέρει να αποδίδει σωστά ο Καραπιπέρης.
Ένα ωραίο και σφόδρα συναισθηματικό άλμπουμ, από μια μπάντα που θα χάραζε για καιρό το δικό της ανάδελφο δρόμο.
When I Whisper My Fears to My Baby (feat. Georgia Sylleou)
Τα διεθνή άλμπουμ της Anazitisi Records
CIRKUS: One (1973 / 2015)
Ένα από τα πιο δυνατά ύστερα british progressive άλμπουμ, το “One” των Cirkus από το 1973, θα ξανατυπωνόταν με όλα τα κομφόρ του (180άρι βινύλιο, συν το bonus 45άρι με τα δύο previously unreleased demo tracks) στην Ελλάδα του 2015, από την Anazitisi Records.
Το άλμπουμ θα άνοιγε με το “You are”, που είναι ό,τι πρέπει για εισαγωγή. Πολύ ωραίο τραγούδι, που «πετάει» προς κάθε κατεύθυνση. Φωνητικά στιβαρά, με το μέλοτρον να γράφει στο background, ωραίες κιθάρες κι ένα drive γενικότερο τέλος πάντων, που είναι ικανό στο να κάνει το κομμάτι αξέχαστο.
Το “Seasons” φέρνει στη μνήμη το σπουδαίο LP “Waiters on the Dance” του Julian Jay Savarin. Μελωδικό progressive, παιξίματα κλάσης και σωστά τοποθετημένες οι έξτρα ενορχηστρώσεις. Το “April ’73” έχει κάτι από Yes, ακόμη και στη διαχείριση των φωνητικών, με το ωραίο σόλο στην κιθάρα να καλύπτεται από τα strings.
Με την ακουστική κιθαριστική εισαγωγή και την παράλληλη ηλεκτρική πενιά, το “Song for Tavish” τείνει προς το folk-rock, με τις ενορχηστρώσεις να προσθέτουν σε όγκο. Τελευταίο track της πρώτης πλευράς είναι το “A prayer”. Κι εδώ το folk-rock / soft-rock κυριαρχεί στην αρχή, με τα lead φωνητικά του Paul Robson και τα δεύτερα του Stu McDade να προβάλλονται δεόντως, αν και μετά τη μέση το κομμάτι βαραίνει με ωραίους συνδυασμούς κιθάρας και πλήκτρων (δυνατό τραγούδι με γενικότερα xian, δηλαδή χριστιανικά, στοιχεία).
Η δεύτερη πλευρά ανοίγει με το “Brotherly love”. Εδώ, όπως και στην πρώτη πλευρά, έχουμε ένα εντυπωσιακό opening track (σύνθεση του McDade κι αυτό, όπως τα περισσότερα του δίσκου). Στο “Those were the days” υπάρχει κάτι στα φωνητικά (στο ρεφρέν) από… David Bowie. Δεν είναι ν’ απορείς. Οι Cirkus δίνουν ένα άλμπουμ τού καιρού τους (του 1973) και όχι του 1970. Το “Jenny” είναι ένα ηπίων τόνων τραγούδι, μελωδικό, που κυλάει με άνεση. Το “One” θα κλείσει με το επικό “Title track”, που είναι το μεγαλύτερο σε διάρκεια κομμάτι του LP (κοντά στα οκτώ λεπτά) και το οποίο αποτελείται από δύο μέρη, το “Breach” και το “Ad infinitum”. Κλασικό progressive rock, με ωραίες αλλαγές, ηλεκτρικά και ορχηστρικά μέρη και ουρανόμηκες κλείσιμο.
Μια ουσιαστική επανακυκλοφορία.
You Are
THE LAST CALL OF SHILOH: The Last Call of Shiloh (1972 / 2010)
Το χριστιανικό ροκ ή και xian-rock ήταν, είναι και παραμένει ένα ξεχωριστό κεφάλαιο της... ροκ Βίβλου. Ήδη από τα σίξτις και τα σέβεντις, αν αναφερόμαστε στην Ηνωμένες Πολιτείες (The Crusaders, Mind Garage, John Ylvisaker, All Saved Freak Band, Petra) και τη Μεγάλη Βρετανία (Out of Darkness, Canaan, Water Into Wine Band), αλλά γιατί όχι και στην Ελλάδα (Σταμάτης Σπανουδάκης, Πάροικοι), έχουν κατατεθεί συγκεκριμένες προτάσεις για το εν λόγω παρακλάδι, όσον αφορά στη συσχέτιση των χριστιανικών στίχων με το ροκ, βρίσκοντας ευήκοα ακροατήρια.
Αν και, λογικώς, το xian «κίνημα» θα μπορούσε να συμπορευτεί με τη γενικότερη hippie άποψη, εντούτοις, στη χρυσή εποχή του είδους (late sixties-early seventies) φαίνεται πως διατήρησε μιαν απόσταση από τα σχετικά τσιτάτα (είχε τα δικά του εξάλλου) υιοθετώντας, πάντως, την ανάλογη αισθητική. Όπως έλεγαν και για τους Last Call of Shiloh:
«Τα μέλη του γκρουπ ντύνονται στο στυλ των hippies, χωρίς να έχουν, όμως, καμία σχέση μ’ αυτούς. Πρόκειται για καθαρούς και εξαιρετικώς αφοσιωμένους Χριστιανούς. Όμως δεν θα ήθελαν να διστάσουν ούτε ένα δευτερόλεπτο προκειμένου να μεταφέρουν το χριστιανικό μήνυμα στους hippies, εάν εκείνοι αισθάνονταν την κλήση του Θεού».
Βασικές μονάδες πίσω από τους Last Call of Shiloh ήταν δύο φίλοι από τις βορειοανατολικές Πολιτείες, ο John Murray και ο ελληνικής καταγωγής Δημήτριος Τσαπατώρης, οι οποίοι κάποια στιγμή (1970) αποφασίζουν να κάνουν ένα ταξίδι προς την άλλη μεριά της Αμερικής, τη βορειοδυτική ακτή, ή ακόμη και τον Καναδά, προκειμένου να εντοπίσουν τη δική τους Γη της Επαγγελίας. Θα την έβρισκαν στην Sandpoint, μία κωμόπολη λίγων χιλιάδων κατοίκων, όχι μακριά από την Spokane (της Washington).
Σιγά-σιγά, και μέσα σ’ ένα χρόνο, στο αρχικό ντούο Murray-Τσαπατώρη θα προστεθούν οι Rick Saylor κιθάρες, John Rosenberry ντραμς, Viki LaMoreaux και Dianne Murray φωνητικά, προκειμένου να δημιουργηθούν οι ολοκληρωμένοι πλέον Last Call of Shiloh, οι οποίοι και θα γράψουν το ένα και μοναδικό άλμπουμ τους, στο τέλος Ιουνίου του 1972. Αυτό το άλμπουμ θα ξανατύπωνε η Anazitisi Records, το 2010, προσφέροντας μαζί κι ένα πολύ χρήσιμο16 σέλιδο LP-sized booklet,
Εξαιρώντας το στιχουργικό κομμάτι (όλα τα xian συγκροτήματα, πάνω κάτω τα ίδια λένε), οι Last Call of Shiloh είναι μία πολύ καλή μπάντα, στηριγμένη στα ωραία παιξίματα, στα περιποιημένα φωνητικά και, κυρίως, θα έλεγα, στο συνθετικό τάλαντο του Τσαπατώρη. Στην πρώτη πλευρά το καλύτερο κομμάτι είναι το “Great day of the Lord” κι είναι δικό του. Αλλά και στην b side, το πρώτο ωραίο κομμάτι “Marriage supper of the lamb”, που κινείται σ’ ένα ψυχεδελικό west-coast στυλ, είναι και πάλι σύνθεση του Τσαπατώρη.
Πολύ καλό είναι όμως και το “Message of the gospel” του Rick Saylor, όπως και το “The rapture” εξάλλου (κομμάτι των Murray / Τσαπατώρη), με τον lead κιθαριστικό ήχο του να ανακαλεί στη μνήμη John Cipollina.
Οπωσδήποτε μια αναπάντεχη και κυρίως αλησμόνητη επανέκδοση από την Anazitisi Records.
The Last Call Of Shiloh - 1972 - B2 Message Of The Gospel
DANNY BEN ISRAEL: The Kathmandu Sessions (2016)
Τα «sessions του Κατμαντού» του Ισραηλινού Danny Ben-Israel είναι ένα από τα πιο βαρβάτα freaky ψυχεδελικά άλμπουμ που ηχογραφήθηκαν ποτέ. Αυτό το άλμπουμ λοιπόν, που προερχόταν από τα late 60s, και που θα έβγαινε για πρώτη φορά σε CD το 2003, θα επανεξέδιδε το 2016 η Anazitisi Records (σε συνεργασία με την ισραηλινή ARS).
Είναι περίεργη η ιστορία του Danny Ben-Israel και εν πολλοίς καταγράφεται (σε αγγλικά και εβραϊκά) στο 4σέλιδο ένθετο. Χοντρικά θα λέγαμε πως μέχρι το 1969 ο Danny ήταν ένας από τους πιο επιτυχημένους ποπ τραγουδιστές του Ισραήλ (ηχογραφώντας LP και 45άρια), δοκιμάζοντας μάλιστα και στο θέατρο, διασκευάζοντας ξένα hits και τραγουδώντας δικά του στα εβραϊκά. Κάπως την είδε όμως εκεί προς τα τέλη των σίξτις (ήταν και κάτι ταξίδια που θα έκανε στη Βιέννη), αποφασίζοντας, ξαφνικά, ν’ αλλάξει διαδρομή.
Είχε ακούσματα ο άνθρωπος, και κυρίως είχε το ταλέντο να τα μετατρέψει αυτά σ’ ένα πρωτότυπο LP, το βαρύ ψυχεδελικό “Bullshit 3 ¼”, που θα πήγαινε μάλλον άπατο – ενώ χαμένα θα πήγαιναν και τα έξι επιπλέον tracks τού λεγόμενου “Kathmandu Sessions”, αφού το υλικό ήταν ακόμη πιο out, με αποτέλεσμα να αγνοηθεί από τη δισκογραφία. Αυτό το άλμπουμ θα ξανάφερνε στο φως, σε βινύλιο, η Anazitisi Records, το 2016.
Πρώτο κομμάτι το “Bad trip”. Από την αρχή ο Danny τρίζει τα δόντια του. Χάος! Ανάποδες ταινίες στο φουλ (μα και… ίσιες) σ’ ένα τρίλεπτο mind-blowing track, που κόβει την ανάσα. Δεύτερο / τρίτο track η ολίγων δευτερολέπτων «Εισαγωγή» και αμέσως μετά το 13λεπτο “Kathmandu”. Φανταστικό κομμάτι με αλλόφρονα φωνητικά (αγγλικά, ισπανικά), δυνατές πενιές, αλλαγές τέμπο, απροσδόκητα «κοψίματα», διαστημικό όργανο τύπου Richard Wright (early Pink Floyd) και βεβαίως... freak out to the max, με το 7λεπτο “Can’t stand you”, που κλείνει την πλευρά, να είναι ένα διαπεραστικό ψυχεδελικό track, σε γρήγορο τέμπο, με έντονα κρουστά, κιθάρες από άλλο πλανήτη και πειραγμένα φωνητικά, εντελώς απροσδιόριστο στην εξέλιξή του.
Η δεύτερη πλευρά θα άνοιγε με το “Seagulls”. Το μπάσο πάει να πιάσει μια γραμμή –την πιάνει– και πάνω εκεί αρχίζει να αραδιάζονται εφφέ, κιθάρες, όργανα, φωνητικά, ψαλμοί, κρουστά, φωνές… και να χτίζεται ένα σκηνικό ημιακουστικό-ημιηλεκτρικό, που «γεμίζει» με διάφορα στη διαδρομή. Ακόμη ένα μεγάλο track από τον Danny Ben-Israel.
Το προτελευταίο κομμάτι του άλμπουμ έχει τον απίστευτο τίτλο “The hippies of today are the assholes of tomorrow” και διαρκεί 12 λεπτά. Ξεκινά ήπια και νωχελικά, σαν να τζαμάρουν μπάντες του country-rock, με τον Danny να απαγγέλει, παρά να τραγουδά, διάφορους στίχους κοινωνικοπολιτικής φύσεως –τού τύπου “the oppressors of tomorrow are the revolutionaries of today”– αν και όχι, πάντα, με εντελώς σαφείς παραλήπτες.
Το άλμπουμ θα ολοκληρωθεί με το 5λεπτο “Do you believe in fairytales?”, που κινείται στους ίδιους δρόμους με το προηγούμενο. Είναι, εν πάση περιπτώσει, ένα λιγότερο χαοτικό κλείσιμο σ’ έναν δίσκο που ξεχωρίζει σαν την μύγα μεσ’ στο γάλα από πολλές άλλες «ανάλογες» εγγραφές της περιόδου.
DANNY BEN ISRAEL - Kathmandu (official)
VIBRAVOID: The Politics of Ecstasy (2008 / 2012)
Τους Γερμανούς Vibravoid –μία από τις καλύτερες space / psych μπάντες της νεότερης εποχής– το ελληνικό κοινό τούς γνωρίζει αρκετά καλά, όχι μόνον από τις εμφανίσεις τους στη χώρα μας, αλλά και από τη δισκογραφία.
Κατ’ αρχάς εκείνο που πρέπει να σημειώσουμε είναι πως ο τίτλος του συγκεκριμένου άλμπουμ των Vibravoid, που είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά το 2008 στη Γερμανία από την Nasoni, προερχόταν από το φερώνυμο βιβλίο τού Timothy Leary “The Politics of Ecstasy” [G.P. Putnam’s Sons, 1968], ένα μέρος του οποίου, συμπληρωμένο με έτερα κείμενα, είχε κυκλοφορήσει και στη γλώσσα μας, πριν από δεκαετίες, ως «Η Πολιτική της Έκστασης» [Διεθνής Βιβλιοθήκη, 1989]. Αντιλαμβανόμαστε όλοι μας λοιπόν προς τα πού κυλάει το πράγμα και τι είναι εκείνο που απασχολεί ηχητικώς το γερμανικό σχήμα.
Το άλμπουμ θα άνοιγε με το φερώνυμο “The politics of ecstasy”, ουσιαστικά ένα κομμένο και ραμμένο πλαίσιο, πάνω στο οποίο θα αραδιάζονταν σιτάρ, κιθάρες και ηλεκτρονικά. Θα μιλούσαμε ήδη για το πρώτο «χάσιμο», αν δεν διαρκούσε αυτό μόλις 4:46, με το επίσης 4λεπτο “Doris delay” που ακολουθεί να θυμίζει τους Έλληνες Purple Overdose – μία, ούτως ή άλλως, αγαπημένη μπάντα των Γερμανών.
Το “Incense and peppermints” είναι η τρανή επιτυχία των Strawberry Alarm Clock (Νο 1 στο Billboard Hot 100 τον Νοέμβριο του 1967). Οι Vibravoid διασκευάζουν πιστά, πολύ πιστά, και ορθώς πράττουν. Δύο λεπτά και τριάντα δευτερόλεπτα (λιγότερο απ’ όσο διαρκούσε το original) λυσεργικής pop-psych.
Στο “Playing with Beuys” οι Vibravoid θυμούνται τον συμπατριώτη τους εικαστικό (και πολλά άλλα) Joseph Beuys (1921-1986), έναν άνθρωπο που επηρέασε κάθε out καλλιτεχνική κίνηση στην παλαιά Δυτική Γερμανία – ακόμη και το krautrock.
Μία δεύτερη version της «Πολιτικής της Έκστασης» αφορά στο “Oscillations” των Αμερικανών Silver Apples (από το πρώτο LP τους, του 1968). Ωραίο κομμάτι με τσιτωμένη ρυθμική γραμμή, σε πιο rock-electronic ύφος.
Η φωνή του Timothy Leary (“turn on, tune in, drop out”) ακούγεται στο μόλις 1:40 “Audio revolution Vol.1”, ένα κομματάκι που βασίζεται στη στουντιακή διαχείριση, με την πλευρά να κλείνει με το bonus track “Late as a morning”, που είναι ένα kraut διαμάντι.
Η δεύτερη πλευρά αποτελείται από ένα και μόνο κομμάτι, το σχεδόν 23λεπτο “Your mind is at ease”. Εδώ υπάρχουν οι Pink Floyd, οι Gila και οι Ash Ra Tempel, υπάρχει η παρέκκλιση προς πιο χαμηλότονa raga / electronic ηχοτοπία (με ανάποδες ταινίες κ.λπ.), με τις ηλεκτρικές κιθάρες, τα εφφέ και το σιτάρ να πρωταγωνιστούν και με το όλον κλίμα να παραπέμπει σε πρώιμο Deuter, πριν επανέλθουμε –στο τρίτο μέρος– στις σφοδρές, βαρύγδουπες και ομιχλώδεις καταστάσεις.
Η Anazitisi για άλλη μια φορά θα έκανε τρομερή δουλειά, τυπώνοντας σε 180άρι βινύλιο, τεσσάρων διαφορετικών χρωμάτων, προσφέροντας περαιτέρω 4σέλιδο ένθετο και γυαλιστερό gatefold cover.
Vibravoid - Incense And Peppermints
ASHHOLLOW: Ashhollow (2023)
Κλείνοντας 20 χρόνια σαν εταιρεία στο ροκ προσκήνιο, η Anazitisi Records τύπωσε εσχάτως το πιο πρόσφατο LP της, που αφορά σ’ ένα εντελώς άγνωστο αμερικάνικο συγκρότημα από τα μέσα του ’70, τους Ashhollow. Το συγκρότημα αυτό είχε ηχογραφήσει στον καιρό του, χωρίς να κυκλοφορήσει κάτι, βλέποντας τα τραγούδια του να τυπώνονται σε βινύλιο, για πρώτη φορά, τώρα, σχεδόν 50 χρόνια αργότερα.
Η έκδοση είναι τιμητική οπωσδήποτε, έχει το προφίλ τής Anazitisi με το βαρύ βινύλιο, τις ωραίες εκτυπώσεις και ακόμη τον φάκελο με το 4σέλιδο insert, που περιλαμβάνει φωτογραφίες, στίχους, μα και την ιστορία του γκρουπ.
Οι Ashhollow θα σχηματίζονταν στη Norman της Oklahoma, το 1973, λειτουργώντας στην αρχή σαν μια... νοσοκομειακή μπάντα, συνδεδεμένη με το τοπικό Griffin Memorial Hospital, αν και στην πορεία θα άπλωνε τις δραστηριότητές της στα κλαμπ της περιοχής και τις διάφορες σκηνές, παίζοντας το δικό της πρωτότυπο υλικό, μα και διασκευές σε τραγούδια των Lynyrd Skynyrd, Kansas, Crosby, Stills, Nash & Young κ.ά.
Στη φάση της ηχογράφησης τού υλικού τους, που θα συνέβαινε τον Ιανουάριο του 1976, μέλη των Ashhollow ήταν οι Bill Kirtley φωνή, κιθάρες, Mike Stewart φωνή, κιθάρες, Mike Hanna φωνή, μπάσο και Gary Bruce φωνή, ντραμς. Λέμε λοιπόν για ένα κιθαριστικό κουαρτέτο, με δίπλες κιθάρες και πολλαπλές φωνές, το οποίο εμφανίζεται δεμένο και έτοιμο για το άλμα – τουλάχιστον σ’ ένα τοπικό-περιφερειακό επίπεδο. Δεν θα συνέβαινε όμως ποτέ αυτό, αφού λίγους μήνες αργότερα το συγκρότημα θα διαλυόταν.
Το υλικό των Ashhollow έχει, πάντως, αρκετό ενδιαφέρον και είναι καλοηχογραφημένο, αν αναλογιστούμε τις κάπως ερασιτεχνικές συνθήκες, ενώ και το remastering της Anazitisi έχει «ανεβάσει» ακόμη περισσότερο τον ήχο.
Το γκρουπ ναι μεν στηρίζεται στις κιθάρες, αλλά αυτές δεν είναι σκληρές, με το ηχόχρωμά τους να ανακαλεί στη μνήμη τον ήχο τής psychedelic era του τέλους των σίξτις (με τα κιθαριστικά εφφέ, όπου υπάρχουν, να υπερτονίζουν αυτό το αίσθημα), ενώ δεν πρέπει να μας διαφεύγει και το γενικότερο «τοπίο» των αμερικάνικων privates, που διατηρούσαν, στα μέσα του ’70 πια, το feeling του ’60.
Τα τραγούδια των Ashhollow κυλούν ωραία, εμφανίζοντας ποικίλες επιρροές, και όχι μόνον από το ψυχεδελικό ροκ, μα και από το soft rock του πρώτου μισού των σέβεντις, ενώ ακόμη και κάποιες τζαζ κιθαριστικές φράσεις ακούγονται εδώ κι εκεί (στο “Tell me it’s a lie” για παράδειγμα). Ορισμένα κομμάτια, επίσης, είναι πιο περιπετειώδη από άλλα, όπως το “Proverb”, που θα μπορούσες να το πεις ακόμη και progressive, ενώ και οι rhythm n’ blues αναφορές ακούγονται κι αυτές σε τραγούδια σαν το “Common time”.
Δεν μπορεί παρά να αναμένουμε από την Anazitisi Records νέες εκπλήξεις και στο μέλλον.
ASHHOLLOW - Lion Tamer
Επαφή: www.anazitisirecords.com