Χάριν συνεννόησης, ας πούμε ότι αυτήν τη στιγμή τα εστιατόρια με ελληνική κουζίνα χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στις παλιές ταβέρνες και στα νέα, τα πιο hip, στα οποία τελευταία στιγμή τραπέζι δεν βρίσκεις. Στις ταβέρνες από το φαγητό μέχρι το περιβάλλον τα πράγματα προσφέρονται συνήθως ανεπιτήδευτα, μας είναι οικεία.
Στα καινούργια εγχειρήματα, ακόμα και τον δρόμο των παλαιότερων να ακολουθούν, ακόμα και αν μας προσφέρουν συνταγές μαμαδίσιες, ξέρουν πώς να τους δώσουν μια άλλη διάσταση με τεχνικές, ενώ όλο και κάτι φρέσκο έχουν να μας δείξουν όσον αφορά τη διακόσμηση, τη μουσική, την οινική λίστα, τον τρόπο που τρώμε πια έξω.
Γιατί έκανα αυτό τον κάπως μπακαλίστικο διαχωρισμό; Γιατί μόλις εμφανίστηκε ένα μαγαζί που, αν και καινούργιο, δεν μπορώ να πω ότι με έκανε να νιώσω όπως στις πιο πρόσφατες εστιατορικές αφίξεις, μοιάζει λες και ήταν εκεί από πάντα. Σίγουρα προσεγγίζει το φαγητό με έναν τρόπο σημερινό αλλά όχι με τέτοιο που θα ξένιζε όσους αποφεύγουν τους νεωτερισμούς στα πιάτα τους. Είναι ένα εστιατόριο του τώρα, μια ταβέρνα 2.0.
Τώρα που οι περισσότεροι τα βγάζουν, εκείνοι στρώνουν λευκά τραπεζομάντηλα. Και πάνω σε αυτά σερβίρουν γεύσεις που τους ταιριάζουν, κλασικές, με διακριτικά twists, πιάτα για να μοιραστούν σε παρεΐστικα τραπέζια, για να βρουν και να ευχαριστηθούν ακόμα και οι πιο δύσκολοι φίλοι μας, κι ας είναι το μενού μαζεμένο.
Σε μια γωνιά του Κολωνού, εφτά λεπτά και μια ευθεία μακριά από τον Αρχάγγελο −για να προσανατολιστείτε οι νυχτόβιοι−, η Ταβέρνα των Φίλων έχει βγάλει άδεια από το 1958. Όλοι στη γειτονιά την ξέρουν, ήταν στέκι-στανταράκι για τα παϊδάκια της. Τη δούλεψαν δυο γενιές μιας οικογένειας και ύστερα έμεινε παρατημένη πάνω από δέκα χρόνια. Μέχρι που ανέλαβαν να την ανανεώσουν με σεβασμό στο παρελθόν της ο Γιάννης Μούσιος και ο Γιώργος Κοντορίζος.
Τον πρώτο, τον Γιάννη, είναι πολύ πιθανό να τον γνωρίζετε από τις Σεϋχέλλες του Μεταξουργείου, όπου μαγείρευε τα τελευταία χρόνια. O δεύτερος, ο Γιώργος, πήρε την απόφαση να αφήσει τη Ζυρίχη και τα χρηματοοικονομικά με τη λήξη της δεύτερης μεγάλης καραντίνας, να επιστρέψει στην Ελλάδα και να ακολουθήσει αυτό που σκεφτόταν για χρόνια, τον δρόμο του κρασιού. Έτσι βρέθηκε να είναι μέλος της ομάδας του Mr. Vertigo, σομελιέ στη Σπονδή και έπειτα στο VeriTable. Οι δυο τους γνωρίστηκαν μέσω κοινών φίλων και, μια και ήθελαν να κάνουν κάτι δικό τους, αποφάσισαν να συμπράξουν.
Το όνομα το κράτησαν, έτσι λεγόταν από πάντα το μαγαζί, κράτησαν και την παλιά του ταμπέλα, την έκαναν το λόγκο τους. Aν δεν δείτε τις φωτογραφίες του χώρου όπως ήταν πριν, μπαίνοντας σε αυτόν μάλλον θα νομίζετε πως τον βρήκαν έτσι, οι παρεμβάσεις που έχουν κάνει ήταν για να αναδείξουν τα πιο ωραία του στοιχεία, που κάποιος κάποτε τα έκρυψε.
Μπροστά από την ανοιχτή τους κουζίνα στέκεται ένα στιβαρό ψυγείο που έχει μάλιστα και υπογραφή, το οποίο οι μάστορες και οι παλιότεροι ξέρουν ότι έχει κατασκευαστεί από έναν μετρ του είδους, του έκαναν λοιπόν μια συντήρηση και το κράτησαν.
Ο καμβάς που αναπαριστά έναν τσοπάνη κάπου στις Κυκλάδες και στέκεται ανάμεσα στην κουζίνα και στην ψησταριά, καθώς και η τοιχογραφία της σάλας είναι ζωγραφισμένα από έναν Γάλλο, τον Christophe. Ο καλλιτέχνης είχε ερωτευτεί μια Κολωνιώτισσα, σύχναζε στην ταβέρνα και είχε προτείνει στους πρώτους της ενοίκους της να επέμβει καλλιτεχνικά στον χώρο − η γειτονιά τα μαρτύρησε όλα αυτά στους τωρινούς της.
Έχουν κρατήσει κάποια από τα βαρέλια και εκείνη την τροχαλία που τα ανεβοκατέβαζε από το υπόγειο κελάρι για ντεκόρ, ωστόσο κρασί χύμα δεν έχουν. Ο Γιώργος έχει συγκεντρώσει στην προσιτή του λίστα προτάσεις από τον εγχώριο αμπελώνα, κυρίως ντόπιες ποικιλίες, κάποιες δουλειές που δεν είναι πολύ γνωστές, όπως ένα ασύρτικο από το μυρτόφυτο Καβάλας του κτήματος Τσικρικώνη, ετικέτες που ξεκινάνε από τα 19 ευρώ και δεν ξεπερνούν τα 40. Προσφέρει και αρκετές επιλογές σε ποτήρι.
Τώρα που οι περισσότεροι τα βγάζουν, εκείνοι στρώνουν λευκά τραπεζομάντηλα. Και πάνω σε αυτά σερβίρουν γεύσεις που τους ταιριάζουν, κλασικές, με διακριτικά twists, πιάτα για να μοιραστούν σε παρεΐστικα τραπέζια, για να βρουν και να ευχαριστηθούν ακόμα και οι πιο δύσκολοι φίλοι μας, κι ας είναι το μενού μαζεμένο. Πιο απλά, προσφέρουν μια κουζίνα σαν αυτή των γαστροκαφενείων, αυτή που ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη και κατέβηκε στην Αθήνα για να αγαπηθεί πολύ.
Ο Γιάννης φέρνει κρέατα από τη φάρμα του Σάμπλου στην Κίμωλο, χοιρινά από τον Βαβουράκη στην Κρήτη και ψάρια από την Εύβοια, ψωνίζει από τις λαϊκές, τα τυριά του τα προμηθεύεται από το παντοπωλείο Οι Συμπέθεροι των Εξαρχείων, ακολουθεί την εποχικότητα, αφαιρεί πιάτα και προσθέτει στο μενού άλλα, ανάλογα με τη διαθέσιμη πρώτη ύλη.
Ενώ από τα ηχεία ακούγονται Μαρία Δημητριάδη, Σωτηρία Μπέλλου, Πάνος Γαβαλάς και η λίστα τους φτάνει μέχρι Τσανακλίδου, Φριντζήλα, Κανά και Καραπατάκη, για τα πρώτα του τραπεζιού ετοιμάζουν πιάτα σαν τα μοβ και κίτρινα ψητά παντζάρια, με καπνιστό σταμνοτύρι, φιστίκι Αιγίνης και βαλσάμικο, πιπεριές Φλωρίνης καπνιστές, ψητό σκόρδο, καπαρόφυλλα, αμύγδαλα − και τα δυο τους ήταν πολύ νόστιμα και comfort.
Από χόρτα βρήκα άγριους ζωχούς με καρότο και λαδολέμονο, για το σαγανάκι χρησιμοποιούν μπάτζο Γρεβενών και τον παντρεύουν με γλυκόξινο αμπελοφάσουλο, ετοιμάζουν και ταραμοσαλάτα και μακεδονικό φασουλοταβά με μια κρέμα από σέσκουλα.
Κάνουν ημίπαστη την παλαμίδα και τη σερβίρουν με φάβα και πράσινη ντομάτα, βγάζουν καραβιδάκι αχνιστό, είχαν και κουτσομούρα τηγανητή με σκορδαλιά κουνουπίδι. Στα κάρβουνα βάζουν ένα λουκάνικο χωριάτικο που το συνοδεύουν με άγρια χόρτα, αυγά και νιβατό Ελασσόνας, ένα σουβλάκι χοιρινό που το σερβίρουν με λάχανο ψητό και σουλτανίνα, παϊδάκια αρνίσια που έχουν και μια σάλτσα μυρωδικών. Η μοσχαρίσια ουρά με τη χειροποίητη μανέστρα και την παλαιωμένη γραβιέρα Άνδρου είναι από αυτά τα πιάτα που ανακουφίζουν, όπως ανακουφιστικό είναι όλο το κλίμα στην Ταβέρνα των Φίλων, που δεν έχει τίποτα το εξεζητημένο.
Τις καλές μέρες θα απολαμβάνετε το φαγητό σας κάτω από μια πέργκολα με γιασεμί που στολίζει περιμετρικά την πρόσοψη. Και αν είστε στα έξω τραπέζια της οδού Άργους, βγείτε στη γωνία με την Αλαμάνας και κοιτάξτε προς τα κάτω, θα δείτε να ξεπροβάλλει η Ακρόπολη από μια άλλη πλευρά του κέντρου, ίσως σας φανεί ακόμα πιο γοητευτική από αυτό το καθόλου τουριστικό κάδρο.
Άργους 66, Κολωνός, 210 5127506