ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΝ ΓΥΡΟ ΤΩΝ ΜΜΕ έκανε μία τρομακτικής σιγουριάς πρόγνωση του Τούρκου καθηγητή σεισμολογίας Νατζί Γκιορούρ, ο οποίος στο πλαίσιο συνέντευξής του ανέφερε ότι περιμένει σεισμό έως και 9 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ.
Ο καθηγητής Naci Gorur, σύμφωνα με το CNN Turk, δήλωσε στην εφημερίδα Sozcu ότι υπάρχουν φόβοι για μεγάλο σεισμό ακόμα και στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τον ίδιο, αν επαληθευτεί η πρόγνωσή του, θα πρόκειται για έναν καταστροφικό σεισμό που θα επηρεάσει ακόμα και γερές, αντισεισμικές κτηριακές κατασκευές.
«Σκεφτείτε μια λωρίδα των πρώτων 10 χιλιομέτρων που ξεκινά από την ακτή της Θάλασσας του Μαρμαρά. Εκεί θα υπάρξουν περισσότερα προβλήματα, γιατί η ένταση του σεισμού αναμένεται να φτάσει τα 9 Ρίχτερ από τον Κόλπο Χορν μέχρι και τη Σηλυβρία», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Γκιορούρ.
Ωστόσο, το ερώτημα είναι κατά πόσο μπορεί να υπάρξει ένας τόσο ισχυρός σεισμός στην Κωνσταντινούπολη, την ίδια στιγμή που η Τουρκία ούτως ή άλλως μετράει τις πληγές της από τον προηγούμενο πολύνεκρο χτύπημα του Εγκέλαδου, πριν από περίπου έναν χρόνο. Παράλληλα ζήτημα τίθεται και για το κατά πόσο μια ισχυρή σεισμική δόνηση μπορεί να πλήξει και τη δική μας περιοχή.
Ο Δρ. Γεράσιμος Παπαδόπουλος μίλησε στη LiFO για όλα αυτά σημειώνοντας αρχικά πως το ρήγμα της Βόρειας Ανατολίας είναι από τα μεγαλύτερα και πιο επικίνδυνα στον κόσμο. «Διατρέχει τη Βόρεια Τουρκία από ανατολικά προς δυτικά με συνολικό μήκος περίπου 1.200 χλμ. Το 1939 έκανε σεισμό μεγέθους 7,9 στο ανατολικό του τμήμα, στην ανατολική Τουρκία. Το 1999 σεισμός μεγέθους 7,5 προκάλεσε πάνω από 20.000 θύματα στην ευρύτερη περιοχή της θάλασσας του Μαρμαρά», ανέφερε ο Γεράσιμος Παπαδόπουλος, επισκέπτης ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Τοχόκου της Ιαπωνίας.
Σύμφωνα με την εκτίμησή του, «όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν ότι στο μέλλον θα συμβούν και άλλοι μεγάλοι σεισμοί, οπότε μπορεί να απειληθεί και η Κωνσταντινούπολη».
Αυτό που δεν μπορεί να προσδιοριστεί, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι το ποτέ θα συμβεί αυτό. «Η λήψη προληπτικών μέτρων είναι εκείνο που μπορούν να κάνουν οι αρχές προκειμένου να μειωθούν οι ενδεχόμενες επιπτώσεις του μελλοντικού σεισμού», σημειώνει. Ωστόσο, εμφανίζεται καθησυχαστικός όσον αφορά τον ελληνικό χώρο λέγοντας πως «ένας τέτοιος σεισμός δεν μπορεί να βλάψει ελληνικές περιοχές λόγω της μεγάλης απόστασης».
Καθηγητής Γεωλογίας Σπύρος Παυλίδης: Οι επιστημονικές ανακοινώσεις δεν δείχνουν σεισμούς τέτοιων μεγεθών
Για το ίδιο ζήτημα η LiFO απευθύνθηκε και στον Σπύρο Παυλίδη, ομότιμο καθηγητή Γεωλογίας του ΑΠΘ και πρόεδρο του ΔΣ του Αριστοτελείου Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Θεσσαλονίκης.
«Η ενασχόληση μου με θέματα Γεωλογίας των Σεισμών για περισσότερο από 40 χρόνια, η εργασία μου στα ρήγματα του σεισμού Κοτζάελι 1999 και γειτονικών περιοχών (Yenice, Biga, Fethiye, Isparta, Τροία), η συνεργασία μου με τουρκικά πανεπιστήμια, η συμμετοχή μου σε πολλά συνέδρια και κλειστές συναντήσεις (workshops) στη γείτονα χώρα, όπως η 10η επέτειος του σεισμού 1999 και της Τουρκικής Γεωλογικής Εταιρίας (Ankara 2019) ως προσκεκλημένος ομιλητής και ιδιαίτερα η συμμετοχή μου στη συνάντηση του Istanbul Technical University (Οκτώβριος 2019, 20ή επέτειος σεισμού 1999), όπου έγινε παρουσίαση των αποτελεσμάτων για τον αναμενόμενο σεισμό και εμπεριστατωμένη συζήτηση, μου δίνουν τη δυνατότητα να έχω άμεση γνώση του θέματος για να μπορώ να τη μεταφέρω εκλαϊκευμένα», αναφέρει αρχικά.
Σύμφωνα με τον Σπύρο Παυλίδη, οι «επιστημονικές ανακοινώσεις και δημοσιεύσεις σε έγκυρα περιοδικά και οι μελέτες πληθώρας επιστημόνων διεθνώς, καθώς και τα ευρωπαϊκά επίσημα αποτελέσματα για τη Σεισμική Επικινδυνότητα της Ευρώπης και Μεσογείου δεν δείχνουν σεισμούς αυτών των μεγεθών (σ.σ. 9 Ρίχτερ), ούτε οι εκτιμήσεις των πλούσιων πληροφοριών που διαθέτουμε για την περιοχή».
Κι αυτός από την πλευρά του διευκρινίζει πως τα μέγιστα μεγέθη καταστροφικών σεισμών στην προέκταση του ρήγματος της Βόρειας Ανατολίας στη θάλασσά του Μαρμαρά είναι της τάξης 7 έως 7,5.
Σεισμοί στην Κωνσταντινούπολη: Ιστορικές αναφορές και στοιχεία
Στη συνέχεια ο κ. Παυλίδης παρουσιάζει στη LiFO τη σεισμική ιστορία της περιοχής. «Η ευρύτερη περιοχή της Κωνσταντινούπολης και της θάλασσας του Μαρμαρά έχουν από τα καλύτερα στον κόσμο ιστορικά αρχεία σεισμών, ποσοτικά επεξεργασμένα, από βυζαντινές πηγές, ιδιαίτερα από τα λεπτομερή οθωμανικά αρχεία και τη σύγχρονη εποχή και παράλληλα είναι από τις πιο ευάλωτες σεισμικά μεγαλουπόλεις στον κόσμο (mega cities ή καλύτερα gigacities).
Χαρακτηριστικές περιπτώσεις σεισμών είναι του 557, με εκτιμώμενο μέγεθος 7,0, 20 χρονιά μετά την οικοδόμηση της Αγίας Σοφίας, την κατάρρευση του τρούλου της και την ανοικοδόμηση του από τον Ισίδωρο το νεότερο. Η Πόλη στους 17 αιώνες ζωής δέχθηκε δεκάδες ισχυρούς σεισμούς, με μεγέθη που εκτιμώνται από 6,7 έως 7,6, μερικοί από τους οποίους υπήρξαν ιδιαίτερα καταστροφικοί και επώδυνοι, αφού πέρασαν ακόμη και στο εορτολόγιο της ορθόδοξης εκκλησίας. Οι τελευταίοι ισχυροί σεισμοί είναι της Καλλίπολης το 1912 μεγέθους 7,5 στο ρήγμα Γάνου, και ο σεισμός των Πριγκηποννήσων του 1894 (Μ6,8), για τον οποίο έχει πολύ καλό αρχείο φωτογραφιών με τις σοβαρές ζημίες η Θεολογική Σχολή της Χάλκης», μας ενημερώνει.
Πόσο πιθανός είναι ένας μεγάλος σεισμός
Σύμφωνα με τον καθηγητή, η εκδήλωση ενός αντίστοιχου μεγέθους σεισμού συζητιέται έντονα τα τελευταία 20 χρόνια και «είναι πολύ πιθανός να συμβεί τα επόμενα 5 χρόνια είτε στο τμήμα του ρήγματος της Καλλίπολης, σε απόσταση από την Κωνσταντινούπολη, με συνέπειες και στη Δυτική μας Θράκη, είτε, το πιθανότερο, στο θαλάσσιο τμήμα νότια της Κωνσταντινούπολης-Σηλυβρίας».
Μπορεί να επηρεαστεί ο ελληνικός χώρος;
Στη συνέχεια τον ρωτήσαμε, αν στην περίπτωση που συμβεί ένας ανάλογος πολύ ισχυρός σεισμός στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, είναι εκτεθειμένη η χώρα μας.
«Οι σεισμοί του ρήγματος της Βόρειας Ανατολίας σαφώς επηρεάζουν την ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου. Μια ένδειξη είχαμε με τον σεισμό της Αθήνας του 1999 Μεγέθους 5,9, που συνέβη σχεδόν 20 ημέρες μετά από εκείνον της Τουρκίας, αλλά γενικά επηρεάζεται ο υποθαλάσσιος χώρος με ισχυρούς μεν σεισμούς, μακριά όμως από κατοικημένες περιοχές, που απλά γίνονται μόνο αισθητοί σε μεγάλες αποστάσεις», απαντάει.
Η ιστορική σεισμολογία του Αιγαίου
Σύμφωνα με τον Σπύρο Παυλίδη, το Αιγαίο και γενικά η χώρα μας έχουν πλούσια ιστορία καταγραμμένων ιστορικών σεισμών, μέτριων και ισχυρών, με σοβαρές συνέπειες μερικές φορές. «Η ενόργανη σεισμικότητα και τα πολλά ενεργά ρήγματα που το διασχίζουν το επιβεβαιώνουν. Στην “ιστορική σεισμολογία” ήρθαν τελευταία να συμβάλουν στην κατανόηση της σεισμικής συμπεριφοράς των ρηγμάτων η Αρχαιοσεισμολογία και κυρίως η Παλαιοσεισμολογία, κλάδοι που επεκτείνουν τις γνώσεις μας για σεισμούς συγκεκριμένων ρηγμάτων σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου», τονίζει.
Ωστόσο, διευκρινίζει πως «παρόλο που η χώρα μας κατατάσσεται με την υψηλότερη σεισμικότητα στην Ευρώπη και 6η ή 7η διεθνώς, αντίθετα παραμένει σε πολύ χαμηλούς δείκτες θνησιμότητας και ζημιών από σεισμούς».
Τι προετοιμασία μπορεί να γίνει;
Πόσο, λοιπόν, προετοιμασμένος μπορεί να είναι ο άνθρωπος για μια εκρηκτική συμπεριφορά της φύσης;
Ο ομότιμος καθηγητής Γεωλογίας του ΑΠΘ δίνει ξεκάθαρη απάντηση: «Ο σχεδιασμός, η οργάνωση και η υλοποίηση της πολιτικής προστασίας και του αντισεισμικού σχεδιασμού στην Τουρκία, παράλληλα με την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, έκανε άλματα στα τελευταία 20 χρόνια και σήμερα βρίσκονται σε υψηλό επίπεδο, με μεγάλη όμως τρωτότητα των πόλεων και των υποδομών της.
Η χώρα μας βρίσκεται μάλλον σε στασιμότητα και υποχρηματοδότηση, παρά τις προσπάθειες του ΟΑΣΠ ως οργανισμού και άλλων υπηρεσιών, που κινδυνεύει να συρρικνωθεί, όπως και το Ινστιτούτο Τεχνικής Σεισμολογίας Θεσσαλονίκης, με τις φιλότιμες ενέργειες των στελεχών τους, τις καλές υποδομές της χώρας και το υψηλότατο επίπεδο επιστημόνων και επιστήμης, που φυτοζωούν σε ανεμικά υποστελεχωμένα και υποχρηματοδοτούμενα ινστιτούτα και πανεπιστημιακά εργαστήρια με τα πολλά λειτουργικά τους προβλήματα.
Αν και το μέλλον δεν μπορούμε να το προβλέψουμε, μπορούμε όμως να το προστατέψουμε, στις πολυπληθέστερες, πυκνοκατοικημένες και πολύπλοκα δομημένες πόλεις μας. Όσο πιο πολύπλοκη γίνεται η κοινωνία τόσο μεγεθύνονται τα προβλήματά της και δυσκολότερα αντιμετωπίζονται. Η στασιμότητα ή έστω και η μικρή πρόοδος δεν μπορεί να μας ικανοποιεί γιατί μπορεί να αποβεί ολέθρια».
Αυτό που υπογραμμίζει ο κ. Παυλίδης είναι πως καθώς οι πρόσφατοι σεισμοί και γενικότερα εκείνοι της τελευταίας 15ετίας δεν ήταν οι καταστροφικότεροι που έπληξαν τη χώρα, «στον σχεδιασμό πρέπει να γίνεται πάντα προετοιμασία για εκδήλωση ισχυρότερων φαινομένων. Αυτή η χειρότερη εκδοχή είτε δεν γίνεται αντιληπτή ή αγνοείται ή δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη, πολύ σπάνια μεν αλλά είναι υπαρκτή», προσθέτει.
Η ελληνική αντισεισμική πολιτική
Τέλος, ο καθηγητής σχολιάζει την αντισεισμική πολιτική εν γένει στην Ελλάδα. «Η αντισεισμική πολιτική στη χώρα μας, λόγω της χαλάρωσης εξαιτίας της χαμηλής σεισμικής δραστηριότητας των τελευταίων χρόνων, έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα. Παρότι έχουμε πολύ καλούς επιστήμονες και υποδομές, ο προγραμματισμός και η ευθύνη της πολιτείας δεν παύουν να είναι μεγάλης σημασίας.
Είναι πια κοινή η άποψη ότι απαιτούνται ριζικές παρεμβάσεις και αλλαγές στον αντισεισμικό σχεδιασμό της χώρας. Ο σεισμός και οι επιπτώσεις του δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται και να διερευνώνται μόνο σαν ένα φυσικό φαινόμενο, αλλά σαν ένα πολυσύνθετο κοινωνικοπολιτικό φαινόμενο. Η αντισεισμική προστασία και θωράκιση της χώρας είναι ένα τεράστιο έργο υποδομής. Οι πτυχές του φαινόμενου είναι πολλές», καταλήγει.