ΜΙΑ ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΓΥΝΑΙΚΑ πεθαίνει και αφήνει υπό όρους την καθόλου ευκαταφρόνητη περιουσία της σε πέντε συμμαθήτριές της, με τις οποίες όμως δεν είχε σχεδόν ποτέ καμία ιδιαίτερη σχέση∙ ένα μεγάλο σπίτι, πύργος για την ακρίβεια, βόρεια στην Αττική, και κοντά ένα εκατομμύριο για τη συντήρησή του είναι η κληρονομιά που δεν μπορεί να μοιραστεί ούτε να εκποιηθεί από τις κληρονόμους, οποιαδήποτε απόφασή τους, δε, σχετικά με τη χρήση του πρέπει να είναι ομόφωνη.
Στο πρώτο της μυθιστόρημα η Νανά Ρούσσου επιλέγει να ασχοληθεί με τη φιλία, τον τρόπο που μπορεί να λειτουργήσει εφόσον υπάρξει ένας κοινός στόχος, μακριά από προσωπικά οφέλη, και πώς μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία μιας οικογένειας από επιλογή, παράλληλα με τη βιολογική.
Σχεδόν τέσσερις δεκαετίες από τότε που τελείωσαν το σχολείο, αυτές οι γυναίκες διατηρούν τη φιλική τους σχέση με συχνές διακυμάνσεις: κάποιες απομακρύνθηκαν, κάποιες έμειναν πιο δεμένες, με τα χαρτιά να αποτελούν μέχρι τώρα το βασικό στοιχείο που τις ενώνει. Κάποιες σταδιοδρόμησαν επαγγελματικά, κάποιες ακολούθησαν πιο συμβατική πορεία, κάποιες είναι καλά στην προσωπική τους ζωή, κάποιες προσπαθούν να συμβιβαστούν ή και να διορθώσουν εσφαλμένες αποφάσεις του παρελθόντος.
Η κληρονομιά που προκύπτει σταδιακά τις φέρνει πιο κοντά. Πρέπει να πάρουν από κοινού μια απόφαση για το πώς θα εκμεταλλευτούν τον πύργο και αυτή η διαδικασία, παράλληλα με όσα συμβαίνουν σε καθεμιά, αρνητικά και θετικά ‒νέα πρόσωπα που μπαίνουν στη ζωή τους, παλιές και δεδομένες καταστάσεις ανατρέπονται‒ λειτουργεί καταλυτικά, οδηγώντας τες σε μια λύση που δεν αφορά μόνο την κοινή τους περιουσία αλλά τελικά και την ίδια τους τη ζωή, αλλάζοντάς την. Η σύμπνοια, η οικειότητα και η συνενοχή των σχολικών του χρόνων επανέρχονται ξανά στην επιφάνεια, φωτίζοντας το παρόν και το μέλλον τους.
«… η ζωή έχει δύο πόρτες, όπως λέει και το τραγούδι. Έχει τα έμπα της και τα έβγα της. Έχει τα καλά και τα κακά. Κι ας μην μπορούμε πάντοτε να ξεχωρίσουμε τι είναι το. Αλλά όλα είναι στη ζωή. Και τα φαινομενικά καλά και τα φαινομενικά κακά. Κι εμείς τα ζούμε και πορευόμαστε με ό,τι όπλα έχει ο καθένας. Με όποια ψυχή και μυαλό διαθέτει. Γιατί η ζωή είναι ένα παιχνίδι και τα χαρτιά που μας μοιράστηκαν δεν έχουν σημασία. Σημασία έχει πώς θα τα παίξουμε […] στο τέλος κερδισμένος δεν είναι αυτός που παίρνει το καλό χαρτί, αλλά αυτός που παίζει τα χαρτιά του σωστά σε κάθε περίσταση. Αυτός που παρατηρεί και προσαρμόζεται. Και αλλάζει τακτική, και ρέει. Σαν το νερό».
Στο πρώτο της μυθιστόρημα η Νανά Ρούσσου επιλέγει να ασχοληθεί με τη φιλία, τον τρόπο που μπορεί να λειτουργήσει εφόσον υπάρξει ένας κοινός στόχος, μακριά από προσωπικά οφέλη, και πώς μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία μιας οικογένειας από επιλογή, παράλληλα με τη βιολογική. Παρατηρεί τις ηρωίδες της στην καθημερινότητά τους, βλέπει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους, χτίζει τη μεταξύ τους σχέση μέσα από φλασμπάκ στη σχολική τους ζωή, και τους δίνει το δικαίωμα να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους, παίρνοντας ρίσκο, πατώντας στα κεκτημένα, χρησιμοποιώντας όμως την εμπειρία του παρελθόντος. Καταλαβαίνουν ότι η αντίσταση δεν έχει νόημα, το μόνο που μπορεί να κάνει κανείς είναι να προσαρμόζεται, να πηγαίνει με το ρεύμα. Η δυνατότητα της επιλογής υπάρχει πάντα, αρκεί να έχει θέληση να τη δει και τη διάθεση να την ακολουθήσει.