ΜΟΙΑΖΕΙ ΕΝΤΕΛΩΣ ΑΣΤΟΧΟΣ ΚΑΙ παρωχημένος στη σύγχρονη οθόνη –μικρή και μεγάλη–, όπου τα όρια ανάμεσα στα παραδοσιακά είδη μυθοπλασίας έχουν θολώσει μέχρι εξαφάνισης, ο διαχωρισμός στις «Χρυσές Σφαίρες» ανάμεσα σε δράματα και σε κωμωδίες / μιούζικαλ.
Η βράβευση του Poor Things στη χαμηλότερου κύρους δεύτερη κατηγορία μοιάζει εκ πρώτης όψεως –και ειδικά για όσους και όσες έχουν τρομοκρατηθεί στο παρελθόν από το δυστοπικό κινηματογραφικό όραμα του Γιώργου Λάνθιμου– αλλοπρόσαλλη (σα να χρίστηκε με κάποιον παράδοξο τρόπο, ως ο αναπάντεχος σύγχρονος διάδοχος του Γιάννη Δαλιανίδη), βλέποντας όμως επιτέλους την ταινία, πριν χαθεί στη χιονοστιβάδα αναλύσεων και αντιπαραθέσεων των social media, διαπιστώνει κανείς πόσο ταιριαστή είναι.
Δεν το βλέπεις να επισημαίνεται και πολύ, αλλά το παραισθητικά εξπρεσιονιστικό Poor Things είναι όχι μόνο πολύ αστείο κατά τόπους, αλλά και εξαιρετικά ανάλαφρο, παρά το ψυχοσεξουαλικό, γκροτέσκο, γκραν γκινιόλ ύφασμά του.
Περισσότερο από κάθε άλλη φορά πάντως, ο Έλληνας σκηνοθέτης φαίνεται να είναι πραγματικά σίγουρος για το δημιούργημά του και αυτή η σιγουριά μετατρέπεται σε ανεμελιά που είναι μεταδοτική.
Αδίκως λοιπόν νομίζω γίνεται τόση φασαρία και τόση ανάλυση για τις υποτιθέμενες ιδεολογικές προθέσεις του δημιουργού, ο οποίος δεν είναι η πρώτη φορά στο έργο του που μοιάζει να προσεγγίζει τους χαρακτήρες του με τον κλινικό αλλά και συγχρόνως ξέγνοιαστο τρόπο ενός φιλοπερίεργου κι εστέτ ερευνητή που διεξάγει ως χόμπι μια σειρά από περίεργα ανθρωπολογικά πειράματα.
Περισσότερο από κάθε άλλη φορά πάντως (και ομολογώ ότι δεν είμαι ο πιο φανατικός υποστηρικτής των ταινιών του πριν από το The Favourite), ο Έλληνας σκηνοθέτης φαίνεται να είναι πραγματικά σίγουρος για το δημιούργημά του και αυτή η σιγουριά μετατρέπεται σε ανεμελιά που είναι μεταδοτική.
Όπως λέει και ο πανδαμάτωρ –πλην όμως θνητός τελικά– επιστήμονας που υποδύεται ο Γουίλεμ Νταφόε στην ταινία, στα τελευταία του λόγια: «Είναι πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά που συμβαίνουν».
«Ποιος είναι ο επόμενος σταθμός;» ρωτάει ένα μέλος του πληρώματος στο πλοίο που έχει επιβιβαστεί, η Μπέλα της Έμα Στόουν. «Αθήνα» απαντά εκείνος, αλλά στην ταινία δεν εμφανίζεται ποτέ η γενέτειρα του σκηνοθέτη, έστω και σε μια ρετροφουτουριστική ή «steampunk» εκδοχή της όπως το Λονδίνο, η Λισαβόνα, το Παρίσι ή η Αλεξάνδρεια που συναποτελούν το ευφάνταστο σκηνικό του Poor Things. Κρίμα. Μια άλλη φορά ίσως θα μας θυμηθεί κι εμάς το χαρισματικό παιδί που γλίτωσε από δω και πήγε έξω για να «προκόψει», όπως λένε διάφοροι.
Μου φαίνεται μάλλον ταιριαστό με το βαρύ κι αγιάτρευτο εθνικό σύμπλεγμα κατωτερότητας που μας διακρίνει, το γεγονός ότι οι πιο διάσημοι σύγχρονοι «εκπρόσωποί» μας στο διεθνές στερέωμα, ο Yorgos του σινεμά και ο Giannis του πρωταθλητισμού, αποτελούν τόσο ιδιάζουσες περιπτώσεις που διαρκώς ξεγλιστράνε από την επίμονη τάση μας να τους στριμώξουμε στα μέτρα και στις αγκυλώσεις μας.