«Στην εποχή της αβεβαιότητας και της σύγχυσης που βιώνουμε αυτό που διακυβεύεται είναι ο πολιτισμός, και η αρχιτεκτονική υπήρξε για αιώνες από τους στυλοβάτες του πολιτισμού, γι’ αυτόν τον λόγο εθεωρείτο μητέρα των τεχνών», έγραφε σε κείμενό της μία απ’ τις σπουδαιότερες μορφές της αρχιτεκτονικής, Σουζάνα Αντωνακάκη. Για την ίδια, το κενό ήταν ο ζωτικός χώρος της αρχιτεκτονικής σύνθεσης. Πρότεινε και καθιέρωσε έναν άλλο τρόπο κατοίκησης, έναν κόσμο δομημένο από αρχές και μορφές.
Πρέσβευε ότι η αρχιτεκτονική είναι, και πρέπει να είναι, μια χτισμένη ποίηση. Μια πνευματική φυσιογνωμία που τη χαρακτηρίζει το θεματολογικό εύρος με τις καθαρές γραμμές και τα περίτεχνα ανοίγματα αλλά και η χρήση του οργανωμένου κάνναβου. Η φιλοσοφία της στηριζόταν στην αρμονική σύνδεση του μοντέρνου με το παραδοσιακό αλλά και στην αλληλεπίδραση του ιδιωτικού με τον ανοιχτό χώρο της πόλης. Υπηρέτησε πιστά, για πολλές δεκαετίες, την τέχνη του κατοικείν και ξεχώριζε για την ευρυμάθεια και την κριτική της σκέψη.
Η Μαρία Σουζάνα Κολοκυθά-Αντωνακάκη (1935-2020) είναι η πιο γνωστή Ελληνίδα αρχιτέκτονας της γενιάς της, εντός και εκτός των συνόρων της χώρας μας. Η ενεργή παρουσία της στην αρχιτεκτονική σκηνή για έξι δεκαετίες, από την ολοκλήρωση των σπουδών της στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο το 1959 μέχρι το τέλος της ζωής της το 2020, είναι από μόνη της εντυπωσιακή. Μολαταύτα, τα περισσότερα κείμενα από τις δημόσιες ομιλίες και διαλέξεις των έξι αυτών δεκαετιών της σταδιοδρομίας της παρέμεναν έως σήμερα αδημοσίευτα ή δυσεύρετα.
Το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα χρήσιμο πεδίο προβληματισμού για τον κοινωνικό ρόλο της αρχιτεκτονικής και συγκροτεί μια περιήγηση στον πλούτο των γνώσεων και της προσωπικότητας μιας γυναίκας που άφησε ισχυρό αποτύπωμα στην αρχιτεκτονική γεωμετρία.
Ένας φόρος τιμής στην πολύτιμη προσφορά της και στο σχεδιαστικό της έργο αποτελεί η συγκεντρωτική συλλογή των κειμένων της που κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης σε επιστημονική επιμέλεια και εισαγωγή του Στέλιου Γιαμαρέλου. Με τον αχώριστο σύντροφό της στη ζωή και στο έργο, τον επίσης σημαντικό αρχιτέκτονα Δημήτρη Αντωνακάκη, ανήκουν σε εκείνη τη γενιά που γαλουχήθηκε και επηρεάστηκε από τα έργα του Άρη Κωνσταντινίδη και του Λούντβιχ Μις φαν ντερ Ρόε.
Πρόκειται για αυτοβιογραφικές αναμνήσεις, ενώ τα κείμενά της αναπτύσσονται γύρω από ζητήματα όπως η ποιητική σύλληψη του χτισμένου περιβάλλοντος της καθημερινότητάς μας, η σημασία των ορίων, της κίνησης και των μεταβάσεων στην αρχιτεκτονική, η χρήση του χρώματος στην αρχιτεκτονική και στην πόλη, η θεατρικότητα και η κατοίκηση, οι σχέσεις χρόνου και χώρου στην αρχιτεκτονική, ο διάκοσμος και η ποιητική διάσταση των αντικειμένων της καθημερινής ζωής, η αρχιτεκτονική της πολυκατοικίας και η συσχέτιση της ελληνικής πόλης με τον τόπο και το φυσικό περιβάλλον.
Η καλαίσθητη έκδοση συνοδεύεται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό έργων, σχεδίων και στιγμιότυπων από την πολυετή διαδρομή της. Διαβάζοντάς την ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με την αρχιτεκτονική της διαδρομή αλλά και με την ποιητική προσέγγισή της στα αρχιτεκτονικά δρώμενα.
Τα επιλεγμένα κείμενα έχουν κατηγοριοποιηθεί χρονολογικά σε τέσσερις θεματικές ενότητες. Πρόκειται για ιστορικά τεκμήρια σχετικά με τις βασικές επιρροές, τον τρόπο σκέψης, τα κριτήρια επιλογής, τους κύριους προβληματισμούς, τις πρωτοπόρες ιδέες, τις σχέσεις μαθητείας και τις παρατηρήσεις που έχουν να κάνουν με την ανάγνωση έργων άλλων σημαντικών αρχιτεκτόνων.
Ουσιαστικά, πρόκειται για διαχρονικά δοκίμια που φωτίζουν την αρχιτεκτονική της εξέλιξη και υπενθυμίζουν γιατί η ίδια πίστευε ότι το σώμα και οι δραστηριότητες του ανθρώπου είναι εκείνα που μετρούν και διαμορφώνουν τους χώρους ζωής. Όπως έχει γράψει στο παρελθόν: «Η αρχιτεκτονική θεωρείται και θεωρεί, καθώς απευθύνεται σε μια όραση εν κινήσει, σ’ ένα βλέμμα που επιστρέφει και σε μια μνήμη που εξακολουθεί να "βλέπει" ακόμα και όταν απομακρύνεται από το αντικείμενο που την κινητοποίησε».
Στα κείμενα αυτά αναφέρεται στις μνήμες και στις καταβολές της που σημάδεψαν την κοινή πορεία της με τον σύζυγό της ειδικά ως προς την ποιητική προσέγγιση της αρχιτεκτονικής και την εμμονή τους στην προτεραιότητα της υπαίθρου ή ως προς τις ποιότητες του οριοθετημένου κενού. Στο σημείο αυτό ανατρέχει στον Δημήτρη Πικιώνη και στη στοχαστική του στάση απέναντι στο τοπίο, στον ιδιόρρυθμο τρόπο εφαρμογής των αρμονικών χαράξεων και της χρυσής τομής, στον Δημήτρη Φατούρο και στον τρόπο που με το έργο και τη διδασκαλία του ο ζωγράφος βρισκόταν σε συνεχή διάλογο με τον αρχιτέκτονα.
Επίσης, γίνεται αναφορά στο πώς ο υπερρεαλιστής ποιητής και εικαστικός Νίκος Εγγονόπουλος τους άνοιξε ορίζοντες με τις ανορθολογικές αναγνώσεις του χώρου αλλά και γιατί τους γοήτευε η ονειροπόλα παρουσία του, ο αλλόκοτος και εύστοχος λόγος του.
Την ίδια στιγμή, ο αναγνώστης μπορεί να περιηγηθεί στη θεωρητική βάση της σκέψης του μέσα από οικιστικά σύνολα όπως οι πλατείες του Πηλίου. Για τη Μακρινίτσα αναζήτησε την τυπολογία στα λαϊκά σπίτια και στα αρχοντικά, τον πλούτο των παραλλαγών που συνέδεαν τα οικοδομήματα με τη γη αλλά και τις διαβαθμίσεις της ιδιωτικότητας μέσα και έξω από τα κελύφη των κατοικιών.
Οι αρχιτεκτονικές προτάσεις της Σουζάνας Αντωνακάκη ακουμπούν μνήμες μακρινές και, όπως τονίζει η ίδια σε κείμενό της, «μένει σταθερή η επιθυμία, με τα μέσα που διαθέτει η αρχιτεκτονική, να μεταμορφώνουμε την καθημερινότητα και να τη φωτίζουμε με το ποιητικό δυναμικό που παραλάβαμε από τη φύση, την πόλη και τους ανθρώπους που αγαπήσαμε».
Στη δημιουργική πορεία του ζεύγους ξεχωρίζουν έργα όπως το Αρχαιολογικό Μουσείο της Χίου (1965), το συγκρότημα κατοικιών στο Δίστομο (1965), η Πολυκατοικία στην Εμμανουήλ Μπενάκη (1973), το Πολυτεχνείο και η Φιλοσοφική Σχολή Κρήτης (1981 και 1982), η συμμετοχή του Α66 στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για το Μουσείο της Ακρόπολης το 1990 καθώς και η Βιβλιοθήκη της Σχολής Καλών Τεχνών (2005).
Στον πολυσέλιδο αυτόν τόμο διακρίνουμε όχι μόνο το ερευνητικό βλέμμα της Σουζάνας Αντωνακάκη αλλά και το πόσο ανήσυχο και ελεύθερο πνεύμα ήταν αφενός ως προς την αναγνώριση των πραγματικών αναγκών στο χτισμένο περιβάλλον και αφετέρου ως προς τη συσχέτιση της ποιότητας ζωής με την κατοικία. Άλλωστε, προσεγγίζει την αρχιτεκτονική όχι ως σκηνικό αλλά ως «τόπο» ζωής, όχι ως ένα αντικείμενο ή περίβλημα αλλά ως ζωτικό, δυναμικό χώρο.
Και σημειώνει: «Όταν ο χώρος είναι αδιάφορος, κοινός, η φόρα του χρόνου είναι ανύπαρκτη, μηδενίζεται ή χάνεται στο άπειρο. Ένα γραμμικό στενό μπαλκόνι πολυκατοικίας προκαλεί πλήξη με την ομοιομορφία του, το μεγάλο μήκος του σε σχέση με το μικρό βάθος του, τη σχέση του με τον κλειστό χώρο, τόσο που σε κάνει αδιάφορο, δεν μετράς εκεί δυνατότητες δυναμικού χρόνου, δηλαδή δυνατότητες δράσης ανθρώπων. Ξέρεις πως για να λειτουργήσει σε όλη του την έκταση το μπαλκόνι ή αποθήκη αντικειμένων μπορεί να γίνει ή μπορεί να δεχθεί μία και μόνη σειρά καθήμενων ανθρώπων σε γραμμική παράταξη, εικόνα που δεν σου φέρνει συνειρμούς ζωής. Η μονότονη επανάληψη καταργεί τον ζωτικό χώρο».
Το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα χρήσιμο πεδίο προβληματισμού για τον κοινωνικό ρόλο της αρχιτεκτονικής και συγκροτεί μια περιήγηση στον πλούτο των γνώσεων και της προσωπικότητάς μιας γυναίκας που άφησε ισχυρό αποτύπωμα την αρχιτεκτονική γεωμετρία. Εντοπίζουμε τις πηγές έμπνευσής της, την αρχιτεκτονική της παιδεία καθώς και τη βαθιά της μόρφωση.
Η Σουζάνα Αντωνακάκη κατάφερε, στη μακρόχρονη πορεία της, να δώσει μια νέα εκφραστική ταυτότητα στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό. Και με έναν λόγο άμεσο και κατανοητό μάς παραδίδει μια σπάνια αρχειακή μαρτυρία, φέρνοντας, ταυτόχρονα, στο φως τη σπουδαία παρακαταθήκη του έργου της.
Τέλος, όλες αυτές οι αναφορές στην ποίηση και στη λογοτεχνία, τα πολυάριθμα παραθέματα που διανθίζουν τα κείμενά της και οι πολύτιμες καταθέσεις ψυχής, που είναι αποτέλεσμα μιας επιμελούς αναγνώστριας, λειτουργούν ως ένα εκπαιδευτικό εργαλείο για τις νεότερες γενιές.
Το βέβαιο είναι ότι αποτυπώνουν και σκιαγραφούν έναν άνθρωπο απίστευτα καλλιεργημένο, μια δυναμική αρχιτέκτονα η οποία κατάφερε να διαμορφώσει με τις διαλέξεις και τα κείμενά της μια ποιητική αφήγηση, εμπλουτισμένη με γόνιμους προβληματισμούς, ιδέες, σχέδια και επιχειρήματα. Ένας συλλεκτικός τόμος που αποκαλύπτει τους λόγους που η ίδια κατάφερε με την πάροδο του χρόνου να καταξιωθεί ως μια ουσιαστική παρουσία στους κύκλους της αρχιτεκτονικής δημιουργίας.
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ