ΚΑΝΟΥΜΕ ΛΟΓΟ ΑΔΙΑΚΡΙΤΩΣ δεξιά κι αριστερά περί «κοινοτοπίας του κακού», σπανίως όμως η παροιμιώδης πλέον φράση της Χάνα Άρεντ έχει βρει τόσο απόλυτη ενσάρκωση όσο στην ερμηνεία του Λεονάρντο ντι Κάπριο στην ταινία Οι δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού του Μάρτιν Σκορσέζε.
Κι όμως, η σύνθετη αυτή ερμηνεία δεν επιβραβεύτηκε στις φετινές υποψηφιότητες των Όσκαρ ούτε στα περισσότερα έγκριτα και επιφανή κινηματογραφικά βραβεία που έχουν προηγηθεί. Γίνεται κάποιος να μοιάζει συγχρόνως υπερεκτιμημένος και υποτιμημένος; Λίγο πριν από τα πενήντα του, ο Ντι Κάπριο φαίνεται να προκαλεί τέτοιου είδους αμφίσημες εκτιμήσεις.
Είναι όμως τόσο καλός και τόσο υποδόριος στον τρόπο που προσεγγίζει τον κεντρικό χαρακτήρα του (έσχατου;) σκορσεζικού έπους που προκαλεί αμηχανία, κι ας είναι η βάση που συγκρατεί το μεγαλειώδες οικοδόμημα μιας ταινίας η οποία συνολικά προκαλεί με τη σειρά της σφίξιμο στο στομάχι.
Το νόημα που αντανακλά με τον τρόπο, με τα λόγια, με τις κινήσεις και με τις εκφράσεις του ο ηθοποιός είναι ότι δεν χρειάζεται πονηριά, χάρισμα ή σατανική ιδιοφυΐα για να κάνεις το μεγάλο κακό, αρκεί να είσαι απλώς ένας χρήσιμος και τραγικός ηλίθιος.
Ο χαρακτήρας που υποδύεται δεν είναι ούτε ήρωας ούτε αντιήρωας. Δεν είναι καν σατανικά ή σαγηνευτικά κακός. Ούτε «μεταμορφώνεται» ο ηθοποιός, ούτε λαμποκοπά, ούτε μαγνητίζει. Αποτελεί όμως μόνος του μια σπουδή στην άχαρη φύση του κακού και κάθε επιλογή που κάνει, κάθε ερμηνευτική έμπνευση τίθεται στην υπηρεσία του ρόλου και της ταινίας.
Ο Έρνεστ είναι απλώς ένας συνηθισμένος κρετίνος που σταδιακά εξελίσσεται σε εγκληματία ο οποίος αφήνεται να συρθεί σε μια νοσηρή γενοκτονία, παρότι δεν μοιάζει να το συνειδητοποιεί, και περιφέρεται σαν υπνοβάτης στη φρίκη που συστηματικά εκτυλίσσεται γύρω του και με κέντρο τον ίδιον.
Η ψυχή του είναι πουλημένη εξαρχής και η κόλασή του είναι οριστική όταν εγκαταλείπει και την τελευταία ρανίδα ελεύθερης βούλησης για να υλοποιήσει την «τελική λύση» (να φάνε την περιουσία των αυτοχθόνων, ξεπαστρεύοντάς τους μεθοδικά) που έχει οραματιστεί ο θείος του, που τον υποδύεται ο Ρόμπερτ ντε Νίρο, ο οποίος με τη σειρά του ενσαρκώνει εδώ, ούτε λίγο ούτε πολύ, το απόλυτο αμερικανικό Κακό.
Γελοίος και τραγικός μαζί, ο Έρνεστ του Ντι Κάπριο στραγγίζει αργά-αργά τη ζωή από το μοναδικό άτομο που τον νοιάζεται πραγματικά, την Έστερ της Λίλι Γκλάντστοουν, στην οποία κάνει συνεχώς χώρο, αναδεικνύοντάς την, και με την οποία μοιάζουν να συνδέονται με γνήσια τρυφερότητα, κι αυτό είναι ίσως το πιο συνταρακτικό στοιχείο της ταινίας.
Το νόημα που αντανακλά με τον τρόπο, με τα λόγια, με τις κινήσεις και με τις εκφράσεις του ο ηθοποιός είναι ότι δεν χρειάζεται πονηριά, χάρισμα ή σατανική ιδιοφυΐα για να κάνεις το μεγάλο κακό, αρκεί να είσαι απλώς ένας χρήσιμος και τραγικός ηλίθιος.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.