Το πρωινό είναι ηλιόλουστο στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης και προσφέρεται για ωραίες βόλτες. Αφήνω πίσω μου την πολυσύχναστη Ιστικλάλ και τη θορυβώδη πλατεία Ταξίμ και κατευθύνομαι προς το Μουσείο της Αθωότητας του βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας Τούρκου συγγραφέα Ορχάν Παμούκ. Η περιοχή Çukurcuma της Πόλης είναι μια πανέμορφη συνοικία με στενά σοκάκια, ιστορικά κτίρια, παλαιοπωλεία, ατμοσφαιρικές γκαλερί αλλά και καφετέριες που προσφέρουν πρωινό και brunch ανάμεσα σε αντικερί. Στη διασταύρωση των οδών Çukurcuma και Dalgıç Çıkmazı ξεπροβάλλει μια κόκκινη και πανύψηλη γωνιακή κατοικία του 19ου αιώνα.
Το μουσείο είναι εμπνευσμένο από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Ορχάν Παμούκ. Η ιστορία έχει ως εξής: Μεταφερόμαστε στην Κωνσταντινούπολη της δεκαετίας του ’70. Πρωταγωνιστές είναι ο Κεµάλ και η Σιµπέλ, παιδιά δύο γνωστών οικογενειών της πόλης, οι οποίοι ετοιμάζονται να αρραβωνιαστούν. Όταν όμως ο Κεµάλ συναντά τη Φισούν, µακρινή του ξαδέλφη και πωλήτρια σε µπουτίκ, μαγεύεται. Έκτοτε, φαντάζεται διαρκώς το κοινό του μέλλον µε τη Φισούν – και η ζωή του αλλάζει. Ο παθιασμένος έρωτάς του δημιουργεί ένα αγεφύρωτο ρήγμα που τον χωρίζει από την αστική τάξη της Κωνσταντινούπολης.
Παρατηρώ κάποια ζευγάρια που κυκλοφορούν αγκαλιασμένα και θυμάμαι αυτό που έχει πει ο ίδιος ο Παμούκ, ότι το Μουσείο της Αθωότητας αποτελεί το μέρος όπου νέοι αναζητούν λίγη απομόνωση για να εκδηλώσουν την αγάπη τους αλλά και ένα μέρος το οποίο είναι «πάντα ανοιχτό στους εραστές που δεν θα βρίσκουν στην Κωνσταντινούπολη άλλο μέρος για να φιληθούν».
Για πολλά χρόνια ο Κεµάλ συλλέγει µε µανία όλα τα πράγματα που έχει αγγίξει η αγαπημένη του ώστε, κοιτάζοντάς τα, να τη νιώθει πάντα κοντά του. Όταν η Φισούν πεθαίνει, μετά από χρόνια, ο Κεµάλ αγοράζει το σπίτι της για να το μετατρέψει σε μουσείο, φόρο τιμής σε εκείνη αλλά και στη ζωή που ο ίδιος δεν έζησε. Ένα μουσείο που θα είναι ταυτόχρονα ο χάρτης μιας κοινωνίας και της καρδιάς του. Το βιβλίο έγινε παγκόσμιο best-seller και εξακολουθεί ακόμη να διαβάζεται από χιλιάδες αναγνώστες. Ο διεθνής Τύπος το έχει χαρακτηρίσει ατμοσφαιρικό, νοσταλγικό, πικρό και σκληρό, συγκινητικό και βαθύτατα ανθρώπινο.
Περνώντας το κατώφλι του μουσείου, η πρώτη εικόνα που μαγνητίζει το βλέμμα του επισκέπτη είναι τα αποτσίγαρα. Υπάρχουν χιλιάδες από αυτά. Για την ακρίβεια φτάνουν τα 4.213, είναι τοποθετημένα πίσω από πλεξιγκλάς στο ισόγειο του μουσείου και στο καθένα υπάρχει ξεχωριστά η λεζάντα με την ημερομηνία που αποκτήθηκαν.
«Στα οκτώ χρόνια που πήγαινα στο σπίτι των Κεσκίν μάζεψα κι έκρυψα 4.213 γόπες της Φισούν. Η άκρη κάθε αποτσίγαρου είχε ακουμπήσει στα ρόδινα χείλη της, είχε αγγίξει το στόμα της, είχε ακουμπήσει στη γλώσσα της, όπως καταλάβαινα καμιά φορά από το φίλτρο τους που ήταν υγρό και τις περισσότερες φορές βαμμένο όμορφα κόκκινο από το κραγιόν της· είναι αντικείμενα ιδιαίτερα, μυστικά, γεμάτα αναμνήσεις από ευτυχισμένες στιγμές», διαβάζουμε στο βιβλίο.
Η ιδέα της δημιουργίας του μουσείου ήρθε στον Τούρκο συγγραφέα ταυτόχρονα με τη συγγραφή του μυθιστορήματος, αλλά οι επισκέπτες δεν είναι απαραίτητο να έχουν διαβάσει το μυθιστόρημα για να ξεναγηθούν στο μουσείο. Από την πρώτη μέρα λειτουργίας του, το 2012, περισσότεροι από 285.000 άνθρωποι έχουν επισκεφθεί αυτό το ασυνήθιστο μουσείο, ενώ πριν από λίγους μήνες ολοκληρώθηκε από τον ίδιο τον Παμούκ η προσθήκη άλλων έξι έργων.
Στους τέσσερις ορόφους του εκτίθενται περισσότερα από 1.000 αντικείμενα, προσεκτικά τοποθετημένα σε 83 βιτρίνες (όσα και τα κεφάλαια του βιβλίου), με τη σειρά μάλιστα που εμφανίζονται στην πλοκή του βιβλίου. Ο διάσημος Τούρκος συγγραφέας χρειάστηκε δώδεκα χρόνια και πολύ περισσότερα από τα 1,5 εκατ. δολάρια που του πρόσφερε το Νόμπελ του 2006 προκειμένου να υλοποιήσει αυτό το μνημείο νοσταλγίας.
Στις γυάλινες προθήκες υπάρχουν αμέτρητα μικροπράγματα και αντικείμενα καθημερινής χρήσης που συνθέτουν το σκηνικό του έρωτα και της εμμονικής αγάπης του Κεμάλ για τη Φισούν, όπως δώρα, σκουλαρίκια, αναπτήρες, εφημερίδες και περιοδικά που αγόραζαν, τα αποτσίγαρα των παθιασμένων ραντεβού τους, τα εισιτήρια των λεωφορείων που έπαιρναν, ρολόγια χειρός, κολόνιες, ξυπνητήρια, κλειδιά, κοσμήματα, λαχεία, κουζινικά σκεύη, κάρτες επιβίβασης αεροπλάνου αλλά και ένα λουλουδάτο φόρεμα. Παράλληλα, εκτίθενται φωτογραφίες και καρτ ποστάλ της Πόλης από εκείνη την εποχή, οι οποίες περιγράφονται στο βιβλίο.
Σε όλους τους ορόφους κυριαρχεί ένα ημίφως, ενώ σε διάφορα σημεία υπάρχουν αντίτυπα του βιβλίου για όποιον θέλει να διαβάσει λίγα κεφάλαια από το πολυσέλιδο μυθιστόρημα. Συγχρόνως, μπορείτε να ακούσετε από τα ακουστικά που υπάρχουν τη φωνή του Ορχάν Παμούκ να αφηγείται την ιστορία, ενώ τα χιλιάδες άψυχα αντικείμενα αποτυπώνουν τις αναμνήσεις μιας αγάπης που χάθηκε στο πέρασμα του χρόνου. Την ίδια στιγμή, όπως κάνει συχνά στα βιβλία του, μέσα από την εξιστόρηση της ερωτικής σχέσης του Κεμάλ αναφέρεται ταυτόχρονα και στη μεγάλη του αγάπη, που είναι η Κωνσταντινούπολη.
Σκιαγραφεί την καθημερινότητα στην Πόλη τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, η οποία κινείται διαρκώς ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, το παρόν και το παρελθόν. Να θυμίσουμε ότι η Σουηδική Ακαδημία στο σκεπτικό της για την απονομή του Νόμπελ σημείωνε για τον Παμούκ ότι «στην αναζήτηση της μελαγχολικής ψυχής της γενέθλιας πόλης του ανακάλυψε νέα σύμβολα για να περιγράψει τη σύγκρουση και τη σύνδεση των πολιτισμών».
Όση ώρα βρίσκομαι εκεί επικρατεί απόλυτη ησυχία. Παρατηρώ κάποια ζευγάρια που κυκλοφορούν αγκαλιασμένα και θυμάμαι αυτό που έχει πει ο ίδιος ο Παμούκ, ότι το Μουσείο της Αθωότητας αποτελεί το μέρος όπου νέοι αναζητούν λίγη απομόνωση για να εκδηλώσουν την αγάπη τους αλλά και ένα μέρος το οποίο είναι «πάντα ανοιχτό στους εραστές που δεν θα βρίσκουν στην Κωνσταντινούπολη άλλο μέρος για να φιληθούν».
Όπως μου εξηγεί ο υπεύθυνος του μουσείου, υπάρχουν αρκετοί που έρχονται με την ελπίδα να συναντήσουν τον πολυγραφότατο συγγραφέα, ρωτώντας μάλιστα πόσο συχνά ο ίδιος ο Παμούκ επισκέπτεται το μουσείο. Σε αυτούς ανήκω κι εγώ. Με το που ολοκλήρωσα την περιήγησή μου στις αίθουσες του μουσείου έσπευσα να επικοινωνήσω με τον Τούρκο συγγραφέα. Αν και οι συνεντεύξεις δεν του αρέσουν καθόλου, στάθηκα τυχερός, και στο μήνυμα που του έστειλα ανταποκρίθηκε αμέσως θετικά.
Του εξήγησα ότι είχα περάσει ένα υπέροχο πρωινό στο μουσείο που έχει δημιουργήσει και εκείνος μου είπε: «Το Μουσείο της Αθωότητας λειτουργεί με τα εισιτήρια που πληρώνουν οι επισκέπτες. Πριν από 16 χρόνια έβαλα τα χρήματα του Νόμπελ μου σε αυτό –για να το φτιάξω– και από την ημέρα που αγόρασα το κτίριο αναθάρρησε μέσα μου η μανία του συλλέκτη. Μετά απ’ όλα αυτά τα χρόνια έχω συνειδητοποιήσει ότι οι επισκέπτες έρχονται με διαφορετικά κίνητρα στο μυαλό τους. Νομίζω πάντως ότι προσέρχονται κυρίως από περιέργεια για το μουσείο.
Αξίζει να πούμε ότι οι άνθρωποι που έχουν διαβάσει το μυθιστόρημα αγγίζουν μόνο το 25% των επισκεπτών. Επομένως, είτε κάποιος τους το πρότεινε είτε επιθυμούν να έρθουν σε ένα παράξενο και ενδιαφέρον σημείο της Κωνσταντινούπολης. Σίγουρα κάποιοι είναι αναγνώστες των άλλων βιβλίων μου. Αλλά αυτό για το οποίο είμαι βέβαιος είναι ότι πολλοί έρχονται επειδή νομίζουν ότι είναι ένα καταφύγιο για την αγάπη».
Όπως μου εξηγεί, ποτέ του δεν θα μπορούσε να προβλέψει τη δημοτικότητα που θα αποκτούσε το συγκεκριμένο μουσείο. «Σίγουρα, σε αυτό συνετέλεσε η πρωτοτυπία της ιδέας αλλά και η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που έχουμε δημιουργήσει μέσα στο μουσείο. Πλέον μετρά δώδεκα χρόνια λειτουργίας. Και χαίρομαι ειλικρινά που οι μισοί από τους επισκέπτες μας είναι τουρίστες που επισκέπτονται την Πόλη».
Ο Ορχάν Παμούκ μου υπενθυμίζει ότι κάθε χρόνο την Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου το μουσείο σημειώνει τη μεγαλύτερή του επισκεψιμότητα. Ταυτόχρονα, όλα αυτά τα χρόνια έχει μετατραπεί σε σκηνικό για ρομαντικές προτάσεις γάμου. Και επισημαίνει: «Πρωταρχικός στόχος του έργου μου δεν ήταν το μουσείο, αλλά να εξηγήσω με ψυχραιμία το περίπλοκο φαινόμενο που ονομάζουμε “έρωτα”. Ουσιαστικά, και το μουσείο είναι απόρροια όλων όσων έχουν να κάνουν με την αγάπη. Με όλα εκείνα που μας συμβαίνουν όταν ερωτευόμαστε. Όλοι μας δεν προσπαθούμε να συλλέγουμε αντικείμενα που να μας θυμίζουν τους αγαπημένους μας; Όλα αυτά που αποκτάμε όταν είμαστε ερωτευμένοι μάς θυμίζουν τα στάδια της αγάπης μας».
Κλείνοντας τη συζήτησή μου με τον Ορχάν Παμούκ, τον ρωτώ ποια είναι η ερώτηση που του κάνουν πιο συχνά και εκείνος μου απαντά χωρίς να το πολυσκεφτεί: «Τις περισσότερες φορές με ρωτούν αν είμαι εγώ ο Κεμάλ. Και φυσικά τους απαντώ: “Όχι, δεν είμαι εγώ”. Ο Κεμάλ είναι ο ήρωας που δημιούργησα. Ωστόσο, όσο κι αν επιμένω ότι ο Κεμάλ είναι ένα φανταστικό πρόσωπο, οι αναγνώστες μου εξακολουθούν να πιστεύουν ότι εγώ έζησα την ερωτική ιστορία που αφηγήθηκα».
Στον τελευταίο όροφο του μουσείου βρίσκεται το δωμάτιο του Κεμάλ, στο οποίο υποτίθεται ότι έζησε τα τελευταία επτά χρόνια. Στο σημείο αυτό διηγούνταν καθημερινά στον Παμούκ την ιστορία της ζωής του. Ο επισκέπτης παρατηρεί ένα μικρό ποδήλατο, μια βαλίτσα και το κρεβάτι όπου ξαπλωμένος για χρόνια ο Κεμάλ εξιστορούσε τον έρωτά του για τη Φισούν. Τέλος, στον τοίχο υπάρχουν πολλές σελίδες με τις προσωπικές σημειώσεις του Παμούκ κατά τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου. Διαβάζω τα λόγια του Κεμάλ: «Να το ξέρουν όλοι, έζησα μια πολύ ευτυχισμένη ζωή».