ΤΟ 2015, Ο ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΚΟΛΟΣΣΟΣ της Condé Nast (New Yorker, Vanity Fair, Vogue, GQ, WIRED κ.λπ.) αποφασίζει να εντάξει στο δυναμικό της εταιρείας τον μουσικό ιστότοπο Pitchfork, που είχε ιδρυθεί το 1996 και είχε εξελιχθεί σε βίβλο των hipster μουσικόφιλων, πιστεύοντας ότι θα μπορούσε έτσι να συνδέσει τα επιφανή αλλά γερασμένα εμπορικά της σήματα με το κοινό μιας νεότερης γενιάς.
Η Condé Nast, η οποία δεν είχε στις τάξεις της έναν αμιγώς μουσικό τίτλο, αναζητούσε επίσης να επεκτείνει τις δραστηριότητές της στον τομέα των εκδηλώσεων, και της κίνησαν το ενδιαφέρον τα επιτυχημένα φεστιβάλ που διοργάνωνε το Pitchfork στο Παρίσι και το Σικάγο.
Τον περασμένο μήνα όμως, η Condé Nast ανακοίνωσε το τέλος του Pitchfork, το οποίο συνεχίζει ως «ένθετο» στο περιοδικό GQ, απολύοντας τους αρχισυντάκτες του και τουλάχιστον άλλους δέκα μακροχρόνιους συντάκτες, ορισμένοι από τους οποίους είχαν ενταχθεί στο μουσικό μέσο ενημέρωσης όταν ήταν ακόμα ένα μουσικό blog με έδρα το Σικάγο στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ήταν μια ηχηρή πτώση για το πιο σημαντικό μουσικό μέσο μιας ολόκληρης γενιάς.
Όμως με την πάροδο του χρόνου, οι άγριες περικοπές, οι σχεδόν συνεχείς εταιρικές αναδιαρθρώσεις και αποχωρήσεις και κυρίως οι δραματικές αλλαγές στα ψηφιακά μέσα άρχισαν να διαβρώνουν το Pitchfork. Τα μηνύματα ήταν ήδη δυσοίωνα ήδη από το 2016, όταν η Condé Nast ταξινόμησε τα ειδησεογραφικά της μέσα κάτω από τρεις διαφορετικές ομπρέλες: Fashion, Men's και Culture. Το Pitchfork τοποθετήθηκε στη δεύτερη κατηγορία των «ανδρικών» τίτλων.
Η απόφαση της Condé Nast να τελειώσει το Pitchfork ως αυτόνομη έκδοση, αποτελεί αναμφίβολα μέρος μιας ευρύτερης μάχης να περιοριστεί το κόστος τόσο εντός της εταιρείας όσο και του κλάδου γενικότερα.
Έναν χρόνο μετά, πριν συμπληρώσει τα δύο χρόνια ενός πενταετούς συμβολαίου, παραιτήθηκε ο επί μακρόν διευθύνων σύμβουλος του Pitchfork Κρις Κάσκι, απογοητευμένος από τη μείωση του ρόλου του στο μέσο και τη λειτουργία της έκδοσης εντός της μητρικής εταιρείας. Ο ιδρυτής του Pitchfork, Ράιαν Σνάιντερ δεν βρήκε ποτέ έναν ξεκάθαρο ρόλο στην επιχειρηματική πλευρά της Condé Nast και αποχώρησε επίσης, χρόνια πριν από τη λήξη του συμβολαίου του.
Η απόφαση της Condé Nast να τελειώσει το Pitchfork ως αυτόνομη έκδοση αποτελεί αναμφίβολα μέρος μιας ευρύτερης μάχης να περιοριστεί το κόστος τόσο εντός της εταιρείας όσο και του κλάδου γενικότερα. Οι συνδρομές συνεχίζουν να μειώνονται σε μεγάλους τίτλους όπως το GQ, την ίδια ώρα που η εταιρεία έχει εμπλακεί σε μια δημόσια και άσχημη αντιπαράθεση με ένα από τα σωματεία των εργαζομένων της, με αποτέλεσμα μια μακρά διαδικασία απολύσεων που οδήγησε σε στάση εργασίας των εργαζομένων.
Ζητώντας εξηγήσεις σχετικά με το γιατί αποφασίστηκε να την «πληρώσει» το Pitchfork, η πιο απλή απάντηση που έδωσε όποιος έχει παραμείνει στην εταιρεία ήταν ότι απλώς δεν έβγαζε αρκετά χρήματα. Πολλοί άνθρωποι όμως εντός της Condé Nast είχαν πρόσφατα δηλώσει ότι το Pitchfork και το Ars Technica, δύο από τα μικρότερα εμπορικά σήματα στο χαρτοφυλάκιο της Condé, συχνά συναγωνίζονταν για την πρώτη και τη δεύτερη θέση στην επισκεψιμότητα της αρχικής σελίδας, ξεπερνώντας κατά πολύ τα πιο γυαλιστερά brands όπως η Vogue και το GQ.
Υπάρχουν βέβαια και άλλοι παράγοντες που έχουν να κάνουν με την κρίση που μαστίζει εδώ και καιρό ειδικότερα τα μουσικά μέσα. Το Spotify και άλλες υπηρεσίες streaming έχουν «καπελώσει» την εμπειρία ανακάλυψης νέας μουσικής. Εκεί που κάποτε η μουσική δημοσιογραφία αποτελούσε βασικό μέρος αυτής της διαδικασίας για τον ακροατή, οι άνθρωποι ανακαλύπτουν όλο και περισσότερο τη νέα αγαπημένη τους μουσική αλγοριθμικά.
Το προσωπικό του GQ και του Pitchfork φαίνεται καταβεβλημένο και αμήχανο. Το Pitchfork έχει αποψιλωθεί ακόμη περισσότερο: έχουν πλέον απομείνει περίπου δώδεκα εργαζόμενοι στην έκδοση, συμπεριλαμβανομένων αρκετών που εργάζονται συγχρόνως σε πολλούς τίτλους της Condé Nast. Σε μια συνάντηση που είχε με το προσωπικό μετά την απόφαση, ο διευθυντής του GQ Γουίλ Γουέλτς δήλωσε ότι δεν θα είναι ο ίδιος διευθυντής και του Pitchfork, αλλά δεν μπορούσε να δώσει λεπτομέρειες σχετικά με το ποιος θα διευθύνει μακροπρόθεσμα τον ταλαιπωρημένο τίτλο.
Συγχρόνως, οι εργαζόμενοι της Condé Nast έχουν εντείνει τις ενέργειες εναντίον της εταιρείας, κατηγορώντας για τις περικοπές και τις καρατομήσεις τον διευθύνοντα σύμβουλό της Ρότζερ Λιντς και την επικεφαλής περιεχόμενου για όλους τους τίτλους της εταιρείας παγκοσμίως και πρώην διευθύντρια της Vogue, Άνα Γουίντουρ. Αλλά, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι μέσα στην εταιρεία, δεν είναι πολλά αυτά που μπορούν να κάνουν τα στελέχη της ενάντια στις δυσμενείς μακροσκοπικές τάσεις των ψηφιακών μέσων που έχουν επηρεάσει όλες τις ειδησεογραφικές και ενημερωτικές πλατφόρμες.
Με στοιχεία από το Semafor