«ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΔΕΝ μας διδάσκει τίποτα»: Είναι μια δήλωση που με έκπληξη συναντά ο αναγνώστης στις πρώτες σελίδες ενός νέου βιβλίου με τίτλο The Holocaust: An Unfinished History («Το Ολοκαύτωμα: Μια ημιτελής ιστορία»), ειδικά αν γνωρίζει ότι ο συγγραφέας του, ο Νταν Στόουν, τυχαίνει επίσης να είναι ο διευθυντής του Ινστιτούτου Ερευνών για το Ολοκαύτωμα στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Όμως ο Στόουν κάνει αυτό που οφείλει να κάνει ένας ευσυνείδητος ιστορικός: αντιπαρέρχεται τις κοινοτοπίες με την απομυθοποίηση.
Ένας λόγος που το Ολοκαύτωμα δεν μας διδάσκει τίποτα είναι ότι έχουμε μια στρεβλή αντίληψη για το τι πραγματικά συνέβη. Οι πολιτισμικές απεικονίσεις σε βιβλία και ταινίες έχουν συχνά παρακάμψει τη δυσάρεστη πολυπλοκότητα προς όφελος αυτού που ένας κοινωνιολόγος έχει αποκαλέσει «το δράμα του τραύματος». Όπως γράφει στο βιβλίο του ο Στόουν, «η αυξημένη ευαισθητοποίηση για το Ολοκαύτωμα έχει παραδόξως οδηγήσει στον ευτελισμό και την εκμετάλλευσή του».
Το επιχείρημά του τυχαίνει να είναι ιδιαίτερα επίκαιρο. Επιφανείς ιστορικοί έχουν καταγγείλει την κατάχρηση της «μνήμης του Ολοκαυτώματος» από τους πολιτικούς για να δικαιολογήσουν τους βομβαρδισμούς του Ισραήλ στη Γάζα μετά τις επιθέσεις της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου. Αλλά το βιβλίο του Στόουν είχε ολοκληρωθεί πριν προλάβει να συμπεριλάβει τα γεγονότα των τελευταίων μηνών. Και εκτός από ένα καταληκτικό κεφάλαιο για το παρόν, αναφέρεται κυρίως στο παρελθόν.
Ο ιστορικός Σολ Φρίντλαντερ έχει περιγράψει τον ναζισμό ως «τη χρήση γραφειοκρατικών μέτρων για την επιβολή μαγικών πεποιθήσεων». Παρόλο που οι Ναζί υιοθέτησαν την ορολογία της επιστήμης, κατέφευγαν συνεχώς στον «φυλετικό μυστικισμό» και σε μια απέχθεια κατά της διανόησης.
Ο Στόουν θέλει να διασώσει τα γεγονότα της ιστορικής έρευνας από τη θολούρα των κλισέ, αμφισβητώντας την εμμονή με τη «βιομηχανική γενοκτονία», η οποία έχει γίνει κεντρικό μέρος της «επικρατούσας αφήγησης». Για τον σκοπό αυτό, προσφέρει μια συνοπτική και προσιτή ιστορία που εκτείνεται πέρα από τα στρατόπεδα θανάτου. Σχεδόν τα μισά από τα έξι εκατομμύρια θύματα του Ολοκαυτώματος πέθαναν από την πείνα στα γκέτο ή σε «πρόσωπο με πρόσωπο» εκτελέσεις στα ανατολικά.
Πριν από τη Νύχτα των Κρυστάλλων, τον Νοέμβριο του 1938, οι Εβραίοι δεν είχαν ακόμη υποστεί σωματική βία μεγάλης κλίμακας στη Γερμανία. Ο Στόουν σημειώνει ότι οι οδηγίες των Ναζί για το πογκρόμ έδειχναν μια «περίεργη προσκόλληση σε μια μικροαστική ηθική», με έναν υψηλόβαθμο αξιωματούχο να δίνει διαταγή σύμφωνα με την οποία «οι επιχειρήσεις και τα διαμερίσματα που ανήκουν σε Εβραίους μπορούν να καταστραφούν αλλά όχι να λεηλατηθούν».
Αυτή η γραφειοκρατική μικροπρέπεια είναι ένα άλλο κομμάτι της ιστορίας που αφηγείται ο Στόουν. Αφού τους αφαιρέθηκε η γερμανική υπηκοότητα το 1935, οι Εβραίοι της χώρας περιορίστηκαν μέσω μιας πληθώρας εξευτελιστικών νομοθετημάτων. Τους απαγορεύτηκε να έχουν γραφομηχανές, μουσικά όργανα, ποδήλατα, ακόμη και κατοικίδια ζώα. Η ποικιλομορφία των διώξεων ήταν εξωφρενική. Ήταν επίσης ανατριχιαστικά παραπλανητική, πείθοντας ορισμένους νομοταγείς Εβραίους ότι η συμμόρφωση θα τους εξασφάλιζε την επιβίωση.
Ο ιστορικός Σολ Φρίντλαντερ έχει περιγράψει τον ναζισμό ως «τη χρήση γραφειοκρατικών μέτρων για την επιβολή μαγικών πεποιθήσεων». Παρόλο που οι Ναζί υιοθέτησαν την ορολογία της επιστήμης, κατέφευγαν συνεχώς στον «φυλετικό μυστικισμό» και σε μια απέχθεια κατά της διανόησης.
Η Διάσκεψη του Βάνζεε στις 20 Ιανουαρίου 1942, όπου οι Ναζί αξιωματούχοι κατέγραψαν τα σχέδιά τους για την «τελική λύση του εβραϊκού ζητήματος στην Ευρώπη», ήταν εκείνη που σηματοδότησε τη στροφή από τις «ad hoc» δολοφονίες στη «συστηματοποίησή» τους. Τον Μάρτιο του 1942, «το 75-80% των θυμάτων του Ολοκαυτώματος ήταν ακόμη εν ζωή». Έντεκα μήνες αργότερα, «το 80% των θυμάτων του Ολοκαυτώματος ήταν ήδη νεκροί».
Ο Στόουν δεν υποβαθμίζει την ευθύνη της Γερμανίας, αλλά υποστηρίζει ότι με την εμμονή στους Γερμανούς χάνουμε την ευρύτερη εικόνα. Αποκαλεί το Ολοκαύτωμα ένα «έγκλημα που έλαβε χώρα σε ολόκληρη την ήπειρο», περιλαμβάνοντας «μια σειρά από αλληλένδετες τοπικές γενοκτονίες που πραγματοποιήθηκαν υπό την αιγίδα ενός μεγάλου σχεδίου».
Αυτή η ευρύτερη οπτική δείχνει ότι δεν ήταν απαραίτητο να υιοθετεί κανείς το είδος του μεσσιανικού και μυστικιστικού αντισημιτισμού της Γερμανίας για να συμμετάσχει στο Ολοκαύτωμα – συχνά αρκούσαν τα συνηθισμένα ελαττώματα της «δωροδοκίας» και του «καιροσκοπισμού» και η επιθυμία να «προσαρμοστεί» κανείς στις συνθήκες. Μια από τις μεγαλύτερες σφαγές έλαβε χώρα στην Μπογκντάνοβκα, στο υπό ρουμανική διοίκηση έδαφος της Υπερδνειστερίας, όπου σε λιγότερο από ένα μήνα δολοφονήθηκαν 48.000 Εβραίοι.
Αλλά ακόμα και η υπενθύμιση του ρόλου που έπαιξαν οι μη Γερμανοί στο Ολοκαύτωμα έχει προκαλέσει αντιδράσεις σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, όπου τα ακροδεξιά κινήματα απορρίπτουν ακόμη και την υπόνοια ευθύνης. Στην Πολωνία, αυτή η μορφή εθνικιστικής άρνησης έχει κατοχυρωθεί με νόμο. Όπως αναφέρει ο Στόουν, δύο ιστορικοί του Ολοκαυτώματος υπέστησαν αγωγές και ποινικές διώξεις επειδή προσέκρουσαν σε νόμο του 2018, ο οποίος καθιστά έγκλημα τον υπαινιγμό ότι οι Πολωνοί ήταν συνένοχοι στη δολοφονία των Εβραίων.
«Η επιλεκτική μνήμη του Ολοκαυτώματος τίθεται στην υπηρεσία της ποινικοποίησης της επιστήμης», γράφει ο Στόουν. Στη Γερμανία, οι κανονισμοί για τον τρόπο με τον οποίο μνημονεύεται το Ολοκαύτωμα είναι τόσο περιοριστικοί που η κριτική στο Ισραήλ στιγματίζεται αυτομάτως ως αντισημιτική (κάτι που συμβαίνει και αλλού, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες). Ο Στόουν πιστεύει ότι μια τέτοια αντίληψη έχει ως αποτέλεσμα την εξίσωση των απανταχού Εβραίων με το Ισραήλ –όπως κάνουν τόσο οι σκληροί σιωνιστές αλλά και οι σκληροί αντι-σιωνιστές– αποκλείοντας έτσι κάθε συζήτηση σχετικά με την ισραηλινή μεταχείριση των Παλαιστινίων.
Ο Στόουν δεν πιστεύει στον διδακτισμό, πιστεύει όμως ότι η ιστορία του Ολοκαυτώματος προσφέρει μια προειδοποίηση. Το Ολοκαύτωμα δεν έχει σχέση με κάτι τόσο αόριστο όπως η «μισαλλοδοξία» ή ακόμη και το «μίσος», γράφει, όσο με την πολιτική και το κράτος. Εξάλλου, οι Ναζί έγιναν κυβέρνηση με την ενίσχυση των συντηρητικών ελίτ που η κυνική τους πρόθεση ήταν απλώς να μείνουν προσκολλημένες με κάθε τρόπο στην εξουσία. Σήμερα, γράφει ο Στόουν, παρατηρώντας την εκρηκτική άνοδο της ριζοσπαστικής δεξιάς στην Ευρώπη και αλλού, «ο φασισμός δεν είναι ακόμη στην εξουσία. Μας χτυπά όμως την πόρτα».
Με στοιχεία από The New York Times