ΑΝ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΑ ΜΙΛΟΥΣΑΜΕ ΓΙΑ ΤΟ Ολοκαύτωμα ή το φρικτό γεγονός της Σοά μέσα από το πρίσμα της Ιστορίας, σήμερα πλέον έχουμε στη διάθεσή μας μια πληθώρα επιστημονικών κειμένων και μαρτυριών στην κατηγορία της στρατοπεδικής λογοτεχνίας που ήρθε να καλύψει ως δόκιμος όρος ένα ευρύ πεδίο ιστορικών μελετών, προφορικών μαρτυριών και ερευνητικών έργων. Μάλιστα, η πλούσια βιβλιογραφία γύρω από το εβραϊκό ζήτημα, ειδικά στην Ελλάδα, όπου για χρόνια ήταν στο περιθώριο των ιστορικών ερευνών, είναι πλέον σημαντική γιατί επανεξετάζει τις άπειρες πτυχές τόσο της τεκμηριωμένης έρευνας όσο και της συμβολικής βιοπολιτικής προσέγγισης που ξεπερνά το αδιανόητο αυτό γεγονός και μετατρέπεται σε μια σπουδή της ανθρώπινης φύσης, ποιητική απαρχή ή φιλοσοφικό ανάγνωσμα.
Ειδικά το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης είναι θλιβερό, καθώς η εξόντωση των Εβραίων δεν ήταν μόνο μαζική αλλά με την εφαρμογή της Τελικής Λύσης, την άνοιξη του 1943, αποκάλυψε έναν τεράστιο κύκλο συνενοχής αναφορικά με τη λεηλασία αυτών των περιουσιών.
Σημείο αναφοράς, σε κάθε περίπτωση, υπήρξε το μνημειώδες έργο του Πρίμο Λέβι, Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος (μτφρ. Χαρά Σαρλικιώτη, Άγρα), που υπερέβη το δριμύ κατηγορώ και μετατράπηκε σε μια μελέτη για τα όρια του ανθρώπου και την ανάγκη διαμόρφωσης μιας κουλτούρας που δεν ξεχνά τα έσχατα όρια των στρατοπέδων, αυτούς τους κοιτώνες κατάργησης της ανθρώπινης φύσης. Ως εκ τούτου, ο Λέβι κληροδότησε σε όλους εμάς την επιτακτική ανάγκη για τη διατήρηση της μνήμης, συγγράφοντας μάλιστα και ένα μικρό βιβλίο με το σχετικό τίτλο Το καθήκον της μνήμης.
Σε αυτήν ακριβώς τη γραμμή κινείται το άκρως ενδιαφέρον βιβλίο του Δημήτρη Ελευθεράκη με τον χαρακτηριστικό τίτλο Το Ολοκαύτωμα στην ελληνική κουλτούρα μνήμης 1945-1989 που κυκλοφόρησε πρώτα στα γερμανικά και κατόπιν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Στην ουσία πρόκειται για τη διδακτορική διατριβή του συγγραφέα στο Πανεπιστήμιο του Μπόχουμ, στην οποία διερευνά όλες τις δημόσιες προσεγγίσεις του γεγονότος της εξόντωσης μέσα από τις συζητήσεις που αναπτύχθηκαν μετά το τέλος του πολέμου στα διάφορα έντυπα, βιβλία ή ακόμα και τις μαρτυρίες των Εβραίων κατά την επιστροφή τους στην Ελλάδα.
Ειδικά στο δεύτερο μέρος εξετάζονται ζητήματα όπως η πιθανή οργάνωση των Εβραίων στην ελληνική αντίσταση, η στάση του ΚΚΕ και τι ακριβώς συνέβη με το άγνωστο σε πολλούς στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου. Στο τελευταίο μέρος συγκεντρώνονται τα στοιχεία που μιλούν για τη στάση της Εκκλησίας της Ελλάδας απέναντι στις εβραϊκές κοινότητες. Το θέμα της μνήμης καθίσταται και εδώ κεντρικό αιτούμενο, καθώς ο αντισημιτισμός, όπως έγραφε κάποτε ο Αμερί, είναι βαθιά ριζωμένος στη συλλογική ψυχολογία και Ιστορία.
Ως εκ τούτου, είναι πολύτιμες όχι μόνο οι ζωντανές μαρτυρίες αλλά και τα έγγραφα, έντυπα και memorabilia που συλλέγονται, διατρέχοντας μικροϊστορίες που έχουν τις ρίζες τους σε μεγάλες οικογένειες και κόσμους ολόκληρους: πρόκειται γι’ αυτές τις μικρές χειρονομίες, «για ένα μικρό ναι, ένα μικρό όχι, που αρκούν για να εξοντώσουν ένα σύνταγμα από δραγόνους», όπως θα έγραφε ο Μπέκετ, τον οποίο επικαλείται, με τον δικό της τρόπο η Ρίκα Μπενβενίστε στο βιβλίο της Οι Ναυαγοί (Πόλις). Σεφαραδίτες Εβραίοι με καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη που είχαν εγκατασταθεί στην Καβάλα τέλη του 19ου αιώνα, τα μέλη της οικογένειας Μπενβενίστε κινήθηκαν ανάμεσα σε ηπείρους, διέσχισαν σύνορα και άλλαξαν χώρες, γνωρίζοντας, ωστόσο, ότι ο τραυματικός, μεταξύ τους δεσμός, απειλούνταν πάντα από το βάρος της εξόντωσης. Άλλωστε, όλα τα μέλη της οικογένειας που είχαν παραμείνει στην Καβάλα εκτοπίστηκαν στην Τρεμπλίνκα και μόνο ο ένας γιος, Ζακ, κατάφερε να διαφύγει από τον κλοιό των Βουλγάρων και να φτάσει στη Μέση Ανατολή. Σε αυτήν ακριβώς την ιστορία αναφέρεται το βιβλίο, αναλύοντας, μέσα από το μικρό παράδειγμα μιας οικογένειας, τα γενικότερα ζητήματα που προέκυψαν στην πορεία, όπως η μεταβολή του κυρίαρχου μοντέλου του εβραϊκού γάμου ύστερα από τους «εργαλειακούς» γάμους που προέκυψαν από ανάγκη, τη μεταβίβαση της παράδοσης από γενιά σε γενιά, την επαγγελματική δραστηριότητα, ακόμα και τα εσωτερικά ζητήματα όπως η θρησκευτικότητα, οι πολιτικές διεκδικήσεις και ο διαρκής εκφοβισμός με τον οποίο δεν έπαψαν να έρχονται ποτέ αντιμέτωποι οι Εβραίοι και μετά τον πόλεμο.
Ο εκφοβισμός είναι, άλλωστε, σε μεγάλο βαθμό απόρροια του ανοιχτού ακόμα ζητήματος των εβραϊκών περιουσιών, με έναν μεγάλο αριθμό ερευνών να φέρνει διαρκώς νέα στοιχεία στο φως αναφορικά με το θέμα. Ειδικά το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης είναι θλιβερό, καθώς η εξόντωση των Εβραίων δεν ήταν μόνο μαζική αλλά με την εφαρμογή της Τελικής Λύσης, την άνοιξη του 1943, αποκάλυψε έναν τεράστιο κύκλο συνενοχής αναφορικά με τη λεηλασία αυτών των περιουσιών. Χαρακτηριστικό είναι ότι για να μπορέσει αυτή να γίνει πιο οργανωμένα, με τη συμμετοχή των δωσίλογων συστάθηκε ειδική υπηρεσία, η περίφημη ΥΔΙΠ (Υπηρεσία Διαχειρίσεως Ισραηλιτικών Περιουσιών). Χαρακτηριστικό είναι το έργο του ιστορικού Ανδρέα Κ. Μπουρούτη με τον τίτλο Οι εβραϊκές περιουσίες (Αλεξάνδρεια), όπου καταγράφονται με ακρίβεια, μέσα από επίσημα έγγραφα, η τεράστια λεηλασία και η βαρβαρότητα που ακολούθησε μετά τον διωγμό, καθώς δημεύτηκαν όχι μόνο τα ακίνητα και οι επιχειρήσεις αλλά και όλα τα υπάρχοντα των Εβραίων. Είναι ενδεικτικό ότι τα ακίνητα που δίνονταν στους μεσεγγυούχους παραχωρούνταν τόσο από τις γερμανικές αρχές όσο και από την ΥΔΙΠ, αλλά ακόμη και με την παρέμβαση και εντολή τρίτων. Όποιοι έχουν διαβάσει τη Σαρκοφάγο του Γιώργου Ιωάννου, ενός από τους ελάχιστους πεζογράφους που τόλμησαν να περιγράψουν τις σκηνές της λεηλασίας, γνωρίζουν ακριβώς το κλίμα.
Μεγάλη ήταν, επομένως, η συνενοχή των Ελλήνων χριστιανών στο ζήτημα αυτό, καθώς έσπευσαν να συμμετάσχουν στο πλιάτσικο και στη διαδικασία εκμετάλλευσης ως μεσεγγυούχοι. Αναλύοντας με κάθε λεπτομέρεια πώς ακριβώς λειτουργούσε η ΙΔΥΠ και πώς δρούσαν οι περίφημοι μεσεγγυούχοι (μεταξύ των οποίων και αλλοτινοί συνεργάτες των Γερμανών, ταγματασφαλίτες που είχαν διοριστεί από αυτούς το 1943 σε 800 καταστήματα και σε 2.000 επιχειρήσεις που είχαν αλλάξει πλέον χέρια), το βιβλίο του Γιάννη Καρατζόγλου Μεσεγγυούχοι και δοσίλογοι (Επίκεντρο) φωτίζει όλες τις παραμέτρους. Είναι συγκλονιστικό, για παράδειγμα, το ότι παρότι ύστερα από δυναμικές πρωτοβουλίες του ΕΛΑΣ άνοιξε, μετά τον πόλεμο, ο φάκελος για τους μεσεγγυούχους και τους δωσίλογους και παραπέμφθηκαν στην τακτική Δικαιοσύνη, οι περισσότεροι γλίτωσαν ή κρίθηκαν αθώοι στις περίφημες δίκες. Και ίσως γι’ αυτό πολλοί θεώρησαν την κίνηση αυτή του ΕΛΑΣ ως εντελώς αναποτελεσματική, καθώς νομιμοποίησε μια για πάντα τις αποτρόπαιες αυτές πράξεις. Η έκδοση συνοδεύεται από πρόλογο του Γιάννη Μπουτάρη, ενός από τους εμπνευστές της επαναφοράς της συλλογικής μνήμης αναφορικά με το εβραϊκό ζήτημα στην πόλη της Θεσσαλονίκης και από τους πρωτεργάτες για τη δημιουργία του Μουσείου Ολοκαυτώματος που έχει ανακοινωθεί.
Ένας ύμνος στη ζωή απέναντι στην οδυνηρή παρουσία του μίσους και του θανάτου είναι το έργο του επιζήσαντα της Σοά και ενός από τους ελάχιστους που κατάφεραν να αποδράσουν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, του Εβραίου συγγραφέα Ααρόν Άπελφελντ, με τίτλο Μέρες θαυμαστής διαύγειας (μτφρ. Μάγκυ Κοέν) από τις εκδόσεις Άγρα. Σε συστοιχία με τον συγγραφέα του, ο ήρωας του μυθιστορήματος Τέο Κόρνφελντ αντικρίζει την ελευθερία και το μαγιάτικο φως μια ωραία μέρα του 1945, προσπαθώντας να μην υποκύψει όχι μόνο στην εξάντληση αλλά και στην υπερβολική κατανάλωση φαγητού, μια συνήθη αιτία θανάτου για τους επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος. Η φρίκη της Σοά έχει δώσει πλέον τη θέση της σε μια ρημαγμένη Ευρώπη, με τους εφιάλτες να διαδέχονται πια οι σκέψεις για το μέλλον. Για την ακρίβεια, το ερημικό τοπίο, από ένα μέρος μιας επερχόμενης τρομακτικής απειλής, μπορεί να αποτελέσει πεδίο ανοιχτών υποσχέσεων, όπως ακριβώς συμβαίνει στα πιο καίρια σημεία της Βίβλου. Σημαίνοντα ρόλο για μία ακόμα φορά διαδραματίζουν, όπως εν γένει για την εβραϊκή ταυτότητα, το ταξίδι και η περιπλάνηση, με τις περιγραφές της φύσης και του έξω κόσμου να μετατρέπουν το βιβλίο του Άπελφελντ σε ένα λογοτεχνικό διαμάντι για μία από τις πιο σκληρές περιόδους της Ιστορίας, καταγράφοντας παράλληλα ακραίες εναλλαγές από την αίσθηση της κοινότητας στη μοναξιά, της απελπισίας στην αλληλεγγύη.
Σε μια εναλλασσόμενη αναλογία που κρύβει όλη την ανθρώπινη συνθήκη φαίνεται να προσφεύγει, επιστρέφοντας διαρκώς στην υπόθεση της Σοά, ο συγγραφέας και ποιητής Θανάσης Τριαρίδης. «Ό,τι και αν πεις, πάντοτε γλιστράς στο Άουσβιτς» επιμένει με τα γραπτά, τα κείμενα, τα σεμινάρια, τις διαλέξεις, τα θεατρικά έργα, τα ποιήματα και τον παρεμβατικό του λόγο που ενεργοποιείται ακριβώς μετά το πρόσταγμα Wstawać του Πρίμο Λέβι. Καθιστώντας μας όλους δυνάμει θύτες ως επιζήσαντες και φέρνοντάς μας προ των ευθυνών που μας αναλογούν στο πλαίσιο της συλλογικής ευθύνης της Ιστορίας, ο Τριαρίδης μας επαναφέρει στο διαρκώς ερχόμενο: μετά τους Εβραίους, επιμένει με τον δικό του βιοπολιτικό λόγο, στα τρένα μπορούν να ανεβούν οι παχύσαρκοι, ή οι άρρωστοι, ή οι φτωχοί – οι επόμενοι ανεπιθύμητοι και αποδιοπομπαίοι που στην κυρίαρχη πλειοψηφία της Δύσης θα φαντάζουν ως απειλή.
Αυτή η σκοπιά εντρυφά βαθιά στο έγκλημα, επαναφέροντας κάθε παρόμοια συνθήκη που μας εμπεριέχει και διατρέχει όλο το έργο του Τριαρίδη, από το πρώτο του μυθιστόρημα, Κουπέλα, έως τις Ιστορίες δακρύων, τα Μελένια Λεμόνια, το Ich Bebe, το Κόψε-Κόψε και την Αληθινή ιστορία της Αΐντας και του Ρανταμές, ή την αφιερωμένη στο Άουσβιτς θεατρική τριλογία Μένγκελε, Zyclon και Lebensraum – ενδεχομένως να έχει πολλά να προσθέσει στην παρούσα συνθήκη για τη Γάζα. Επίκειται, μάλιστα, και η κυκλοφορία από τις εκδόσεις της Εστίας του νέου του βιβλίου Εμείς θα ανεβάσουμε τους ανθρώπους στα τρένα για το επερχόμενο Άουσβιτς με κείμενα, ομιλίες και συνεντεύξεις για το Ολοκαύτωμα (2004-20024), που, ακολουθώντας τη λογική της συλλογικής ευθύνης, αφιερώνεται, εκτός από τη Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, στην ιερή μνήμη του Σαχζάτ Λουκμάν που δολοφονήθηκε από νεοναζί δολοφόνους λίγο πριν από το ξημέρωμα της 17ης Ιανουαρίου του 2013 στην Αθήνα, στα Πετράλωνα, ενώ πήγαινε με το ποδήλατό του για να δουλέψει στη λαϊκή αγορά. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με «Είκοσι ποιήματα και ένα απόσπασμα για το Ολοκαύτωμα» που απαντά, όπως και προηγούμενα ποιήματα του Τριαρίδη, με τον κατάλληλο τρόπο στη φράση του Τέοντορ Αντόρνο «Δεν μπορεί να υπάρχει ποίηση μετά το Άουσβιτς», υποστηρίζοντας, αντιθέτως, πως «δεν μπορεί να υπάρξει τίποτε χωρίς το Άουσβιτς».
Συμφωνώντας, με τον δικό του τρόπο, με αυτή την απάντηση στον Αντόρνο, ένας άλλος Έλληνας ποιητής που είχε προ πολλού αποδείξει ότι μπορεί να δαγκώνει και να φτύνει φως ματωμένο, περνώντας απ’ όλα τα μεγέθη της υπαρξιακής κόλασης και ακολουθώντας την πορεία της δαντικής θείας κωμωδίας, ο Γιάννης Στίγκας αναμετριέται με τον τρόμο του Ολοκαυτώματος, κατοικώντας στα έγκατά της. Για την ακρίβεια, ερευνά τα όρια μεταξύ της κόλασης και των στρατοπέδων, μιλώντας με τους κύριους πρωταγωνιστές, τους Μένγκελε, Σπέερ, Ίρμα Γκρέζε, Άιχμαν, αλλά και τον Γκρόσμαν, τον Πρίμο Λέβι ή τους ανώνυμους Sonderkommando που στοιχειώνουν κάθε σελίδα και δίνουν τον τίτλο στη συλλογή. Γιατί, όπως και ο ίδιος διαπιστώνει, παραχωρώντας στον εαυτό του έναν άκρως δαντικό ρόλο, «φυσικά / κάτω απ’ τον κάτω Κόσμο / εδρεύει ο κάτω κάτω Κόσμος» καταλήγοντας πως «εδώ είναι τόπος οιμωγής / υδροχαρής / πέφτουν τ’ απόνερα του πάνω Κόσμου» γιατί «αυτός που πέφτει / πέπρωται / να πέσει βαθύτερα».
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΜΝΗΜΗΣ 1945-1989» ΕΔΩ
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ» ΕΔΩ
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΟΙ ΕΒΡΑΪΚΕΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΕΣ» ΕΔΩ
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΜΕΣΕΓΓΥΟΥΧΟΙ ΚΑΙ ΔΟΣΙΛΟΓΟΙ» ΕΔΩ
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΜΕΡΕΣ ΘΑΥΜΑΣΤΗΣ ΔΙΑΥΓΕΙΑΣ» ΕΔΩ
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «SONDERKOMMANDO» ΕΔΩ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.