«ΕΧΩ ΑΦΙΕΡΩΣΕΙ ΜΕΓΑΛΟ μέρος της ζωής μου τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια υποστηρίζοντας τα δικαιώματα του παλαιστινιακού λαού στην εθνική αυτοδιάθεση, αλλά πάντα προσπαθούσα να το κάνω αυτό με πλήρη συνείδηση της πραγματικότητας του εβραϊκού λαού και των όσων υπέστη με διώξεις και γενοκτονίες. Ο αγώνας για ισότητα στην Παλαιστίνη και το Ισραήλ πρέπει να έχει ανθρωπιστικό στόχο, δηλαδή τη συνύπαρξη, και όχι την περαιτέρω καταπίεση και άρνηση. Όχι τυχαία, σημειώνω ότι ο οριενταλισμός και ο σύγχρονος αντισημιτισμός έχουν κοινές ρίζες. Ως εκ τούτου, θα πρέπει οι ανεξάρτητοι διανοούμενοι να μπορούν να προσφέρουν εναλλακτικές προτάσεις πάντα εναλλακτικά στα αναγωγικά, απλουστευτικά, περιοριστικά και βασισμένα στην αμοιβαία εχθρότητα μοντέλα που έχουν επικρατήσει στη Μέση Ανατολή για τόσο πολύ καιρό» (Orientalism, 1978)
Η εξορία είναι παράξενα ελκυστική ως ιδέα, αλλά τρομακτική ως εμπειρία. Είναι το ανεπούλωτο σχίσμα που επιβάλλεται ανάμεσα σε ένα ανθρώπινο ον και στη γενέτειρά του, ανάμεσα στον εαυτό και την αληθινή του πατρίδα: η θλίψη που προκαλεί δεν μπορεί ποτέ να ξεπεραστεί.
«Καταλαβαίνω όσο πιο βαθιά μπορώ τον φόβο που νιώθουν πολλοί Εβραίοι καθώς και την πεποίθησή τους ότι η ασφάλεια του Ισραήλ συνιστά πραγματική προστασία από μελλοντικές απόπειρες γενοκτονίας του εβραϊκού λαού, αλλά δεν μπορεί να είναι ικανοποιητική μια ζωή που κύριο μέλημά της είναι η αποτροπή της επανάληψης του παρελθόντος. Για τον Σιωνισμό, οι Παλαιστίνιοι έχουν γίνει πλέον το ισοδύναμο μιας εμπειρίας του παρελθόντος που μετενσαρκώνεται με τη μορφή μιας σημερινής απειλής. Το αποτέλεσμα είναι ότι το μέλλον των Παλαιστινίων ως λαός είναι υποθηκευμένο σε αυτόν τον φόβο, κάτι που αποτελεί καταστροφή τόσο για τους ίδιους όσο και για τους Εβραίους. Κάθε κράτος ή κίνημα στα πρώην αποικιοκρατούμενα εδάφη της Αφρικής και της Ασίας ταυτίζεται σήμερα με τον αγώνα των Παλαιστινίων, τον στηρίζει και τον κατανοεί. Σε πολλές περιπτώσεις, υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη σύμπτωση μεταξύ των εμπειριών των Αράβων Παλαιστινίων στα χέρια του Σιωνισμού και των εμπειριών εκείνων των μαύρων, κίτρινων και καστανών ανθρώπων που χαρακτηρίστηκαν ως κατώτεροι και ως υπάνθρωποι από τους αποικιοκράτες του 19ου αιώνα». (The Question of Palestine, 1979)
«Δεν μπορώ να καταλάβω πώς μπορούν να παρακάμπτονται ή να αποκρύπτονται από τους Αμερικανούς διανοούμενους τόσα συντριπτικά στοιχεία και τόσες ωμές αποδείξεις μόνο και μόνο επειδή το απαιτεί η «ασφάλεια» του Ισραήλ, ανεξάρτητα από το πόσο απάνθρωπα και βάρβαρα είναι αυτά που κάνει. Ανεξάρτητα αν βομβαρδίζει νοσοκομεία, αν χρησιμοποιεί ναπάλμ εναντίον αμάχων, αν ακρωτηριάζει παιδιά, αν εξευτελίζει και βασανίζει συλληφθέντες, αν περιορίζει ανθρώπους σε στρατόπεδα κράτησης στην έρημο χωρίς επαρκή χώρο, χωρίς υγιεινή, χωρίς νερό. Όλα αυτά είναι φρικτές πράξεις, είτε αποτελούν μέρος ενός πολέμου κατά της «τρομοκρατίας» είτε απλώς επειδή έτσι επιβάλλουν οι κανόνες ασφαλείας… Ή θα αγωνιστούμε για τη δικαιοσύνη, την αλήθεια και το δικαίωμα στην ειλικρινή κριτική, είτε θα πρέπει πολύ απλά να παραιτηθούμε από τον τίτλο του διανοούμενου» (Ανοιχτή επιστολή στους Αμερικανο-Εβραίους διανοούμενους, 1989)
«Η εξορία είναι παράξενα ελκυστική ως ιδέα, αλλά τρομακτική ως εμπειρία. Είναι το ανεπούλωτο σχίσμα που επιβάλλεται ανάμεσα σε ένα ανθρώπινο ον και στη γενέτειρά του, ανάμεσα στον εαυτό και την αληθινή του πατρίδα: η θλίψη που προκαλεί δεν μπορεί ποτέ να ξεπεραστεί. Και ενώ είναι αλήθεια ότι η λογοτεχνία και η ιστορία περιέχουν ηρωικές, ρομαντικές, ένδοξές, ακόμη και θριαμβευτικές αφηγήσεις εξορίας, δεν είναι παρά απόπειρες να ξεπεραστεί ο παραλυτικός καημός της αποξένωσης. Τα επιτεύγματα της εξορίας υπονομεύονται μόνιμα από την απώλεια κάποιου πράγματος που έμεινε πίσω για πάντα». (Reflections on Exile and Other Essays, 2001)