Ο ΓΡΑΦΩΝ ΟΦΕΙΛΕΙ να το ξεκαθαρίσει από μιας αρχής:
Κατέστρωσε πρώτα, όπως όφειλε, μια εκτενέστατη ανταπάντηση –εκτενέστατη, για να συμπεριλάβει (δίκην Παραρτήματος Παροραμάτων) τα όσα ανακριβέστατα επικαλούνται οι Δύο.
Έδωσε και πάλι φωνή στα εκ του πονηρού αποσιωπημένα, αντέγραψε επιμελώς τα καθέκαστα νόμων που ψαλιδίστηκαν (από τους αυτούς Δύο) χάριν συντομίας (και καλά), πρόσθεσε τις δέουσες επισημάνσεις για τα στοιχεία που ηθελημένα αλλοιώθηκαν, προσπάθησε στο μέτρο του δυνατού να ξεδιαλύνει τις βραδυδακτυλουργικές σοφιστείες (των αυτών Δύο) περί Στρατηγικής, στρατηγικών σχεδιασμών, στρατηγών, αρχιστρατήγων, εφορευτικών συμβουλίων, διευθυντών και διευθυντηρίων, και τελικά αποκατέστησε την αλήθεια στα χαρτιά. Για την ψυχή του Φ. Τσ.
Και τότε ακριβώς σκέφτηκε (ο γράφων) πόσο λίγο ωφελεί να βασανίζει ακόμη και τον πιο υπομονετικό και φιλοπερίεργο αναγνώστη, ή να εκμεταλλεύεται τη φιλοξενία προσφιλών εντύπων, και αποφάσισε να αφήσει στην άκρη το ολοκληρωμένα πλέον «Παροράματα», στη διάθεση, εννοείται, οποιουδήποτε θελήσει να τα συμβουλευτεί.
Και παραμερίζοντας όπως όπως στον αξεδιάλυτο σωρό που απέμενε τα «Θάματα», ήγουν τα οργανογράμματα της Βρετανικής Βιβλιοθήκης, τα λογής γνωστικά αντικείμενα (των Δύο, του Ενός, τις οίδε), τις «εποπτείες», τα «επιχειρησιακά σχέδια», τον «Οργανισμό» και την «απουσία του Οργανισμού», την «επιβεβλημένη μέριμνα», αλλά και τα «εγχειρίδια διαδικασιών», να κρατήσει μόνο το φλέγον ερώτημα, που επιμένει και θα επιμένει:
Ναι, αλλά γιατί τώρα; Γιατί άμα τη λήξει της θητείας; Γιατί όχι εντός θητείας; Με μια γενναία παραίτηση; Οι χρονικοί αυτοί λογαριασμοί είναι αμείλικτοι. Και είναι αναπόφευκτο να αφήνουν έκθετη εις το διηνεκές κάθε «καταγγελία». Και κάθε «καταγγέλλοντα» επίσης.