Ποιος δεν θα συμφωνούσε ότι ο περίφημος τρίτος όροφος του Μουσείου Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού χρειαζόταν μια ανανέωση και μια επανεκκίνηση μετά τη μακρά περίοδο των πρόσφατων lockdowns. Έχοντας εντωμεταξύ περάσει μια περίοδο κατά την οποία ο όροφος είχε αδειάσει ώστε να μεταφερθούν σημαντικά τεκμήρια στο παράρτημα στην Πειραιώς, λόγω της έκθεσης «1821 Πριν και Μετά», η διεύθυνση του μουσείου προχώρησε σε ένα φρεσκάρισμά του και στην ενσωμάτωση σημαντικών δωρεών που προέκυψαν στο μεταξύ, ενώ, παράλληλα, αντικείμενα που παρέμεναν για χρόνια στις αποθήκες ήταν ώρα να έρθουν στην επιφάνεια για να τα δει και το κοινό.
Λίγο πριν ανοίξει τις πύλες του με αφορμή τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου, ο επιστημονικός διευθυντής του μουσείου Γιώργης Μαγγίνης μάς κάλεσε σε μια πρώτη ξενάγηση και ξεκίνησε εξηγώντας το σκεπτικό του: «Μετά τις δύο μεγάλες εκθέσεις για το 1821 και τη “Μικρά Ασία: Λάμψη-Καταστροφή-Ξεριζωμός”, θελήσαμε να ανανεώσουμε την πτέρυγα του τρίτου ορόφου. Δεν θέλαμε να την αλλάξουμε εντελώς, γιατί αποτελεί μια ενότητα και μια αφήγηση μέσα στο μουσείο, όπως την οραματίστηκε ο Άγγελος Δεληβορριάς. Η πτέρυγα υλοποιήθηκε τη δεκαετία του ’90 και εγκαινιάστηκε το 2000. Δεν μπορούσε λοιπόν να παρουσιαστεί με εντελώς διαφορετικό τρόπο, αισθητική και λεζάντες. Θέλαμε να τη φεσκάρουμε, όχι να την αλλάξουμε ριζικά. Μέχρι τώρα τα εκθέματα ήταν ανακατεμένα και παρουσιάζονταν με τη σειρά που συνέβησαν τα ιστορικά γεγονότα και όχι ως έργα τέχνης. Αυτό άλλαξε, ακολουθώντας μια νέα προσέγγιση».
Είναι πολύ σημαντικό να δείξουμε πόσο μεγάλη απήχηση είχε ο Αγώνας των Ελλήνων και πόσο επηρέασε το ρομαντικό κίνημα στην Ευρώπη, τροφοδοτώντας με έμπνευση μεγάλους ζωγράφους και πώς Γάλλοι κυρίως ζωγράφοι, από τον Philippe Mercier μέχρι τον Horace Vernet, έβλεπαν τον ρομαντικό Αγώνα των Ελλήνων.
Μπαίνοντας στον εκθεσιακό χώρο, το πρώτο που παρατηρείς είναι ότι στον τοίχο όπου κάποτε κυριαρχούσε η «Αγία Λαύρα» του Θεόδωρου Βρυζάκη τώρα εκτίθεται μια σειρά από πίνακες. Πρόκειται για μια μικρή πινακοθήκη από φιλελληνικά έργα της δεκαετίας του 1820 κυρίως Γάλλων ζωγράφων, με την εξαίρεση ενός Άγγλου. Ο Γ. Μαγγίνης λέει: «Είναι πολύ σημαντικό να δείξουμε πόσο μεγάλη απήχηση είχε ο Αγώνας των Ελλήνων και πόσο επηρέασε το ρομαντικό κίνημα στην Ευρώπη, τροφοδοτώντας με έμπνευση μεγάλους ζωγράφους και πώς Γάλλοι κυρίως ζωγράφοι, από τον Philippe Mercier μέχρι τον Horace Vernet, έβλεπαν τον ρομαντικό Αγώνα των Ελλήνων. Υπάρχει και ένας περίφημος πολεμιστής του Richard Bonnington. Οπότε ακολουθείται η λογική της ιστορίας της τέχνης και όχι της Ιστορίας, κάτι που σου επιτρέπει να τα εκτιμήσεις ως έργα τέχνης, και αυτό είναι μια αλλαγή. Η διαφορά είναι ότι τα πολύ σημαντικά έργα τέχνης, ζωγραφικοί πίνακες και γλυπτά, αντιμετωπίζονταν ως ιστορικά τεκμήρια. Σαν να αποτελούσαν την εικονογράφηση μιας ιστορίας και της χρονικής ακολουθίας των ιστορικών γεγονότων που απεικόνιζαν. Χωρίς απαραίτητα η ποιότητά τους να ανταποκρινόταν σε εκείνη του έργου που ήταν δίπλα τους, δηλαδή μπορεί να υπήρχε μια λαϊκή γκραβούρα δίπλα σε έναν πίνακα υψηλής τέχνης ή μιας εντελώς άλλης εποχής».
Και συνεχίζει: «Μετά τις δύο μεγάλες εκθέσεις για το 1821 και τη Μικρά Ασία είδαμε με πολύ διαφορετικό τρόπο τις συλλογές που διαθέταμε για αυτές τις περιόδους. Ο τρίτος όροφος άδειασε και χρησιμοποιήθηκε για δύο άλλες εκθέσεις. Ψάξαμε και ανασύραμε από τα ιστορικά μας αρχεία ντοκουμέντα, στατιστικούς πίνακες, αντικείμενα, πίνακες ζωγραφικής και γκραβούρες που δεν τα είχαμε εκθέσει γιατί δεν υπήρχε χώρος, ενώ με την ευκαιρία της έκθεσης του 1821 δωρήθηκαν πάρα πολλά αντικείμενα, όπως αντικείμενα από τον Διονύση Φωτόπουλο, ιδιαίτερα αγαπητά εκθέματα, επίσης από έναν Γάλλο συλλέκτη, τον Stéphan Adler. Το μουσείο δεν είχε πολλά από αυτά, όπως πορσελάνες και ρολόγια με φιλελληνικό χαρακτήρα, διακοσμητικά αντικείμενα που εμπνέονταν από εικόνες του Αγώνα. Αυτό ενίσχυσε τη συλλογή μας, όπως και κάποια μεμονωμένα έργα και οικογενειακά κειμήλια που παραχωρήθηκαν επίσης για την έκθεση του 1821. Υπάρχουν όμως και νέα αποκτήματα που δεν τα είχε δει κανείς μέχρι τώρα».
Πράγματι, μια προθήκη με σχεδόν αποκλειστικά φιλελληνικά αντικείμενα κοσμεί την πτέρυγα με το που μπαίνεις. Στο κέντρο κάνει μεγάλη εντύπωση μια γύψινη προτομή του ναυάρχου Φρανκ Άμπνεϊ Χέιστινγκς του 19ου αιώνα από τον σπουδαίο γλύπτη Λάζαρο Σώχο, δάνειο από τη συλλογή της βρετανικής πρεσβείας για την έκθεση «Grand Tour».
Ο Γ. Μαγγίνης λέει για αυτό: «Πρώτη φορά εκτίθεται στο κοινό και γι’ αυτό την τοποθετήσαμε στο κέντρο μιας προθήκης στην οποία τα περισσότερα εκθέματα είναι νέες δωρεές, εκτός από τις πιστόλες και μία σπάθα που χάρισε ο Κολοκοτρώνης στον Φαβιέρο». Ανάμεσά τους και δύο χάρτινες βεντάλιες αντί προγράμματος με κείμενα ενίσχυσης του Αγώνα από φιλελληνική εκδήλωση στο Vauxhall Gardens όχι του Λονδίνου αλλά του Παρισιού, ενώ παρατηρούμε και δύο πορσελάνινα ρολόγια, το ένα με έναν βρακοφόρο και έναν Μαμελούκο σε αντιπαράθεση, αλλά και ένα επίχρυσο ρολόι με έναν Μεσολογγίτη που υψώνει το λάβαρο.
Ενώ αναζητώ την «Αγία Λαύρα» και τη νέα της θέση, ο Γιώργης Μαγγίνης μου εξηγεί: «Ως αφήγημα εθνικής ανάτασης, τοποθετήθηκε σε μία κόγχη, σε περίοπτη θέση και, όπως και στην έκθεση “1821 Πριν και Μετά” είχε συμπεριληφθεί στην περίοδο του Όθωνα, έτσι και τώρα πήρε τη θέση της ανάμεσα σε έργα που αφορούν αυτό το τμήμα της συλλογής. Πρόκειται για την περίοδο που μέσω της σχολής του Μονάχου γεννιούνται οι γενέθλιοι μύθοι της Ελλάδας».
Ένα έργο που είχε κάνει μεγάλη εντύπωση στην έκθεση του 1821 είναι το περίφημο «Αίθουσα Συναθροίσεων», αγνώστου, από τη συλλογή Φωτόπουλου, που θυμίζει πάρα πολύ κεντροευρωπαϊκή σχολή. Μου λέει για αυτό: «Λέγεται ότι είναι ένα καφενείο στο Ναύπλιο. Δεξιά βλέπουμε μια φιγούρα που προσομοιάζει στον Καποδίστρια και ένα νεαρό αγόρι του πηγαίνει ένα δάφνινο στεφάνι, ενώ ένα άλλο αγόρι κρατάει τον ζυγό της δικαιοσύνης. Στο βάθος βλέπουμε έναν άντρα ντυμένο με φουστανέλα και δίπλα του έναν Εγγλέζο αξιωματικό με κόκκινη στολή. Ένας διακοσμητικός πίνακας υψηλής αισθητικής με ιδιαίτερη προοπτική. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα αγαπητό έργο, καθώς το κοινό το έχει δει τόσο με την ευκαιρία της έκθεσης Φωτόπουλου όσο και με την έκθεση για το 1821».
Σε μια προθήκη έχουν την τιμητική τους ο Διονύσιος Σολωμός και ο Νικόλαος Μάντζαρος. Ξεχωρίζει η παρτιτούρα του εθνικού μας ύμνου. Στις δύο μεγάλες βιτρίνες με τις Αμαλίες και τους αυλικούς τσολιάδες της εποχής του Όθωνα έχει επανέλθει η μεγάλη πανοραμική ταπετσαρία με εικόνες του Αγώνα που στην έκθεση της Πειραιώς για το 1821 κάλυπτε έναν ολόκληρο τοίχο. Είναι τυπωμένη από τον οίκο ZUBER το 1827. Λένε ότι ήταν η πρώτη φορά που ο οίκος φιλοτεχνούσε πολεμικό θέμα, αλλά ήταν τέτοια η δημοφιλία των Ελλήνων αγωνιστών που τις έφτιαχναν για τα σπίτια, όπου τις τοποθετούσαν με ξύλινα μπλοκ στους τοίχους. Αν και θεώρησαν ότι θα άρεσε θεματικά, αποδείχτηκε εμπορική αποτυχία και δεν πούλησε ικανοποιητικά. Η συγκεκριμένη ταπετσαρία αγοράστηκε από τον Μπενάκη, καθώς για τους Έλληνες αποτελούσε ένα συγκινητικό προϊόν. Σε μια διπλανή προθήκη βλέπουμε αναμνηστικό βιβλιαράκι για τη ναυμαχία του Ναυαρίνου από το Panorama Strand του Λονδίνου, θέαμα που επισκεπτόντουσαν οι οικογένειες για να θαυμάσουν μεγάλα γεγονότα και μάχες της εποχής.
Σε μία προθήκη παρουσιάζονται τρεις ενδυμασίες από την αυλή της βασίλισσας Όλγας, συζύγου του Γεωργίου Α΄. Ξεχωρίζει σε πολυτέλεια η κεντρική φορεσιά, η οποία ανήκε στη Μαρία Βοναπάρτη, τη Γαλλίδα ψυχαναλύτρια που συνδέθηκε και με τον Σίγκμουντ Φρόιντ. Ένας ολόκληρος τοίχος κοσμείται από επιχρωματισμένα λιθόγραφα από τη γνωστή έκδοση του Peter von Hess με τα διασημότερα συμβάντα της Επανάστασης και σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο Κολοκοτρώνης, η Μπουμπουλίνα.
Εικόνες που μας είναι οικείες χάρη στα αναγνωστικά και γενικότερα σε κάθε εικονογράφηση που αφορά το 1821. Χάρη στη δωρεά Φωτόπουλου δημιουργήθηκε και μια ολόκληρη ενότητα για τον Καποδίστρια, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ένα βάζο, δώρο του θετού γιου του Ναπολέοντα Ευγένιου ντε Μποαρνέ, γιου της Ιωσηφίνας και αντιβασιλέα της Ιταλίας, στον πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας. Επίσης το εντυπωσιακό ακρόπρωρο της λέμβου του πλοίου Ελένη από την οποία αποβιβάστηκε στην Αίγινα, ένα έργο που απεικονίζει την άφιξη του Καποδίστρια στο Ναύπλιο, τη δολοφονία του στο Ναύπλιο, και τέλος τη δικαίωσή του με τον περίφημο πίνακα αγνώστου στο καφενείο.
Ο Γ. Μαγγίνης μου ζητάει να δώσω σημασία σε τέσσερις γκραβούρες του σπουδαίου Γάλλου γελοιογράφου Honoré Daumier που ανήκαν στο μουσείο αλλά εκτίθενται για πρώτη φορά. Δημιουργήθηκαν πριν πέσει ο Όθωνας και σατιρίζουν τον μεγαλοϊδεατισμό του. Παραδίπλα, σε έναν ολόκληρο τοίχο βλέπουμε ένα σύνολο έργων που αποτελούν, τρόπον τινά, μια πινακοθήκη της σχολής του Μονάχου.
Ξεκινάει με μια προσωπογραφία Μωραΐτισας καλής οικογένειας του Διονύσιου Τσόκου, ακολουθούν πίνακες των Ιακωβίδη, Καλλιγά, Πανταζή, Ράλλη, Γύζη, Μαλέα, Βολανάκη, και τέλος παρουσιάζεται ένας Μπουζιάνης. Βλέπουμε επίσης και ένα ολόχρυσο αναμνηστικό δώρο του Guildhall του Λονδίνου, το οποίο αποδεικνύει τη σημασία που είχε για τη Βρετανική Αυτοκρατορία η στέψη του Γεωργίου, καθώς πριν μεταβεί στην Ελλάδα πέρασε από ακρόαση με τη βασίλισσα Βικτόρια.
Η έκθεση συνεχίζεται με τον Τρικούπη, τη διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου, φωτογραφικό υλικό που πρωτοείδαμε στην έκθεση του 1821, ακολουθεί ο Μακεδονικός Αγώνας και οι Βαλκανικοί Αγώνες, για τους οποίους μόλις πριν από μία εβδομάδα δωρήθηκε στο μουσείο ένα σπάνιο αγγλικό πιάτο με τον νικητή βασιλιά Κωνσταντίνο. Ξεχωρίζει μια λαϊκή ζωγραφιά του Βενιζέλου με φουστανέλα, όπως και μια προσωπογραφία του επάνω σε χαλάκι.
Σε μία νέα προθήκη ο Βενιζέλος παρουσιάζεται ως μύθος, σε κουτί του καφέ, σε κουτί από σπίρτα, σε κουτάκι για χάπια και σε ένα άστρο του Δαβίδ της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης, αλλά και ως αντικείμενο μίσους, με ένα θραύσμα από το παρμπρίζ του αυτοκίνητου του που γαζώθηκε επί της Κηφισιάς στις 3 Ιουνίου 1933. Στην ίδια προθήκη εκτίθενται και αναμνηστικά των Δελφικών Εορτών, όπου ξεχωρίζουν ένα πρόγραμμα, ένα τσαντάκι της Εύας Πάλμερ και ένα τηλεγράφημα του Σικελιανού που της ζητάει να του στείλει 100 δολάρια.
Σε μια προθήκη που αφορά την οικογένεια Μπενάκη βλέπουμε τα σχέδια από την πρώτη έκδοση του «Μάγκα» της Πηνελόπης Δέλτα όπως και ένα χειρόγραφο του βιβλίου, και ένα μετάλλιο με το σήμα του Κόμματος των Φιλελευθέρων με τον υποψήφιο βουλευτή Εμμανουήλ Μπενάκη. Η ιστορική πορεία ολοκληρώνεται με τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, με το μπαστούνι του Μεταξά, ένα γράμμα πολιτικής εξόριστης στην Ανάφη, ένα θραύσμα της «Έλλης», μια τράπουλα με τσολιαδάκια, ένα τηλεγράφημα για την κατάληψη της Κορυτσάς, μια φωτογραφία του Χαρισιάδη από το μέτωπο και δύο φυλλάδια από την ιταλική και από την ελληνική πλευρά με Έλληνες και Ιταλούς αιχμαλώτους αντίστοιχα. Το ιταλικό φυλλάδιο με αισθητικές αξιώσεις. Μπορεί κανείς επίσης να διαβάσει τον πρόλογο του Δημαρά στην πρώτη σελίδα από το «Πλατύ Ποτάμι» του Γιάννη Μπεράτη. Η συλλογή κλείνει με ένα πρόπλασμα του Χαλεπά από τερακότα, που εκτίθεται για πρώτη φορά σε σωστές συνθήκες, και ένα σχέδιό του από το 1930 με θέμα τις Εννέα Μούσες.
Η έκθεση θα συνοδεύεται από μια σειρά βίντεο που έχουν χρηματοδοτηθεί από το Ίδρυμα Ιωάννη Κωστοπούλου και θα αναφέρονται στα εκθέματα. Ο επισκέπτης θα μπορεί να τα δει σκανάροντας τα QR code που θα βρίσκονται στις προθήκες τους. Το μουσείο κάνει και ένα πείραμα, καθώς δοκιμαστικά για ορισμένα αντικείμενα θα μπορούμε να θέτουμε ερωτήσεις σε εφαρμογή τεχνητής νοημοσύνης σε έξι γλώσσες, αγγλικά, ελληνικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ιαπωνικά.
Ο Γιώργης Μαγγίνης κλείνει την ξενάγηση επισημαίνοντας: «Προσπαθήσαμε να σεβαστούμε την κλασική έκθεση του Άγγελου Δεληβορριά που άνοιξε το 2000 ενσωματώνοντας τις νέες δωρεές, τη νέα έρευνα, όλα όσα μάθαμε τα τελευταία χρόνια, και να δώσουμε κάτι καινούργιο στο κοινό. Προσανατολιζόμαστε σε δυναμικές εκθέσεις που συνεχώς ανανεώνονται. Πρέπει με διαρκείς μικρές παρεμβάσεις και βελτιώσεις να ενσωματώνουμε καινούργια αποκτήματα και να παρουσιάζουμε ό,τι καινούργιο έχουμε μάθει. Είναι και ο μόνος τρόπος να διατηρούμε τα μουσεία διαρκώς ενδιαφέροντα για το κοινό που τα αγαπάει και θέλει να τα επισκέπτεται ξανά και ξανά. Οφείλεις να του δίνεις συνεχώς κάτι καινούργιο. Αποτελεί νέες αφορμές για νέες συζητήσεις».
Η νέα μόνιμη έκθεση του Μουσείου Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού θα εγκαινιαστεί από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Κατερίνα Σακελλαροπούλου στις 25 Μαρτίου 2024. Το μουσείο καλεί το κοινό να επισκεφθεί την έκθεση με ελεύθερη είσοδο μεταξύ 13:00 και 18:00.