Κανείς συγγραφέας δεν δημιούργησε τόσο σαγηνευτικούς αντιήρωες όσο η Πατρίτσια, με πιο χαρακτηριστικό δείγμα φυσικά τον Τομ Ρίπλεϊ, τον «κομψό, μειλίχιο και εντελώς ανήθικο» πρωταγωνιστή του θρίλερ «Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ» (1955), ο οποίος ψεύδεται ασύστολα, εξαπατά και δολοφονεί ανά την Ευρώπη – αλλά με κάποιο τρόπο μας κάνει να τον συμμεριζόμαστε.
Σχεδόν 70 χρόνια από τότε που πρωτοεμφανίστηκε στο χαρτί, παραμένει απόλυτα συναρπαστικός και δεν είναι διόλου περίεργο που η τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου στο Netflix, με πρωταγωνιστή τον Άντριου Σκοτ, είναι μία από τις πιο πολυαναμενόμενες παραγωγές του 2024.
Τα μυθιστορήματα της Χάισμιθ είναι γεμάτα με χαρακτήρες που, όπως ο Ρίπλεϊ, θα έμοιαζαν εντελώς φυσιολογικοί αν τους συναντούσες τον δρόμο, αλλά κατατρύχονται από σκοτεινές παρορμήσεις, φρικτά μυστικά και τον μόνιμο φόβο ότι θα αποκαλυφθούν. Η ανάγνωσή τους μπορεί να μοιάζει με το λογοτεχνικό ισοδύναμο μιας κρίσης άγχους: όχι άδικα, ο μεγάλος συγγραφέας Γκράχαμ Γκριν, ένας πρώιμος θαυμαστής της, την αποκαλούσε «ποιήτρια της ανησυχίας».
Και όπως οι χαρακτήρες της μπορούσαν να είναι συναρπαστικά τρομακτικοί, έτσι και η ίδια η Χάισμιθ είχε μια (πολύ) σκοτεινή πλευρά – μια πλευρά που ξεπερνούσε κατά πολύ την εμμονή της με τα σκοτεινά βάθη της ανθρωπότητας, τον αλκοολισμό της και τις παράξενες συνήθειές της, όπως το να κουβαλάει σαλιγκάρια στην τσάντα της.
Γεννημένη το 1921 στο Φορτ Γουόρθ του Τέξας, η Χάισμιθ είχε μια δύσκολη παιδική ηλικία. Οι γονείς της χώρισαν μόλις 10 ημέρες πριν γεννηθεί – η Μαίρη, η μητέρα της, θα έλεγε αργότερα στην κόρη της ότι είχε πιει νέφτι κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της με την ελπίδα ότι αυτό θα την έκανε να χάσει το μωρό της. Η Μαίρη παντρεύτηκε τον Στάνλεϊ Χάισμιθ το 1924 και η μικρή Πατρίτσια πήρε το επώνυμό του. Μετακόμισαν στη Νέα Υόρκη λίγα χρόνια αργότερα, αλλά το ζευγάρι διαφωνούσε έντονα και χώριζε επανειλημμένα. Η Πατρίτσια θα θυμόταν την πρώιμη ζωή της ως «μια μικρή κόλαση».
Τα τελευταία χρόνια πριν από τον θάνατό της το 1995, η Χάισμιθ ζούσε απομονωμένη και το τελευταίο άτομο που την είδε ζωντανή ήταν ο λογιστής της (είχε πάντα εμμονή με τους φόρους). Τρεις δεκαετίες μετά, το λογοτεχνικό της κύρος παραμένει πιο ισχυρό από ποτέ.
Η Χάισμιθ έγραφε από μικρή ημερολόγια, αφήνοντας πίσω της περίπου 8.000 σελίδες χειρόγραφων σημειώσεων που περιγράφουν λεπτομερώς την καθημερινή της ζωή. Τη μια στιγμή εξυμνεί την ιδιοφυΐα της («Έχω μια αλαζονεία που δεν πρόκειται ποτέ να χάσω – που πραγματικά δεν θέλω να χάσω εντελώς», γράφει με αυτογνωσία), την επόμενη κατακεραυνώνει τον εαυτό της επειδή δεν εργάζεται αρκετά σκληρά. Παλεύει διαρκώς με τα χανγκόβερ μετά από πολλά μαρτίνι και περιγράφει λεπτομερώς μια περιστρεφόμενη σειρά από ερωτικά αντικείμενα του πόθου ερωτικά, κυρίως γυναικεία, αλλά σχεδόν πάντα βραχύβια, και διανθισμένα με περιόδους αποστροφής προς τον εαυτό της, προφανώς λόγω μιας εσωτερικευμένης ομοφοβίας.
Σαμποτάριζε σκόπιμα τις σχέσεις (τις δικές της αλλά και των άλλων), αποκόπτοντας τις συντρόφους της όταν έρχονταν πολύ κοντά. Η (πολύ νεότερη) φίλη της, η σεναριογράφος Φίλις Νάγκι, που θα κέρδιζε οσκαρική υποψηφιότητα για την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου της Χάισμιθ Carol (που αρχικά είχε κυκλοφορήσει με ψευδώνυμο και με τον τίτλο “The Price of Salt” το 1952), την είχε περιγράψει ως «μια λεσβία που δεν απολάμβανε και πολύ το να βρίσκεται κοντά σε άλλες γυναίκες». «Χθες ένιωσα κι εγώ αρκετά κοντά στον φόνο, καθώς πήγα να δω το σπίτι της γυναίκας που σχεδόν με έκανε να την αγαπήσω όταν την είδα», είχε γράψει η Χάισμιθ στο ημερολόγιό της για τη γυναίκα που την είχε εμπνεύσει να γράψει το βιβλίο. «Ο φόνος είναι ένα είδος έρωτα, ένα είδος κατοχής».
Σ’ αυτήν τη σκοτεινή εμμονή με μια όμορφη, πλούσια ξένη, υπάρχουν σίγουρα αποχρώσεις του Τομ Ρίπλεϊ, ο οποίος θα γινόταν το λογοτεχνικό δημιούργημα με το οποίο η ίδια θα ταυτιζόταν περισσότερο. Η Χάισμιθ ήταν τόσο απορροφημένη από τον πρωταγωνιστή της που άρχισε να υπογράφει τις επιστολές της με το όνομα «Τομ». Ενώ δούλευε πάνω στο μυθιστόρημα, όπως έλεγε, «συχνά είχα την αίσθηση ότι ο Ρίπλεϊ ήταν αυτός που το έγραφε και εγώ απλώς το δακτυλογραφούσα».
Ο στόχος του βιβλίου ήταν, όπως έλεγε, όχι μόνο να «δείξει τον απερίφραστο θρίαμβο του κακού επί του καλού», αλλά και να «κάνει τους αναγνώστες να χαρούν γι' αυτό». Σίγουρα το πέτυχε – και συνέχισε να επιστρέφει στον διάσημο χαρακτήρα της σε τέσσερα ακόμη μυθιστορήματα, τα οποία περιέγραψε ως τη «Ριπλιάδα» της.
Καθώς μεγάλωνε και προτιμούσε να ζει στην Ευρώπη παρά στην Αμερική, η Πατρίτσια Χάισμιθ ενίσχυσε τόσο τις αλκοολικές όσο και τις μισανθρωπικές της τάσεις («Επιλέγω να ζω μόνη μου γιατί η φαντασία μου λειτουργεί καλύτερα όταν δεν χρειάζεται να μιλάω με ανθρώπους»). Οι εκκεντρικότητές της έγιναν ακόμη πιο έντονες και οι προκαταλήψεις της εδραιώθηκαν ακόμη περισσότερο.
Αυτές της οι συμπεριφορές δεν είναι το είδος των αντιλήψεων που μπορούν να παραμεριστούν συγκαταβατικά ως απομεινάρια μιας άλλης εποχής – ήταν και τότε άθλιες. Η Χάισμιθ δήλωνε απροκάλυπτα ότι μισεί τους Εβραίους και αναφερόταν σαρκαστικά στο Ολοκαύτωμα ως «το ημικαύτωμα», υποστηρίζοντας ότι η γενοκτονία δεν είχε προχωρήσει αρκετά. Η στάση της απέναντι σε άλλες φυλές και μειονότητες ήταν εξίσου φριχτή.
Τα τελευταία χρόνια πριν από τον θάνατό της το 1995, η Χάισμιθ ζούσε απομονωμένη και το τελευταίο άτομο που την είδε ζωντανή ήταν ο λογιστής της (είχε πάντα εμμονή με τους φόρους). Τρεις δεκαετίες μετά, το λογοτεχνικό της κύρος παραμένει πιο ισχυρό από ποτέ: τα βιβλία της δικαίως αναγνωρίζονται ως η επιτομή του λογοτεχνικού σασπένς, διαθέτοντας άψογη πλοκή, ενώ παράλληλα εξερευνούν τα σκοτεινά βάθη της ανθρώπινης ψυχολογίας. Ταυτόχρονα, χάρη στη δημοσίευση των ημερολογίων της και την κυκλοφορία ποικίλων βιογραφιών, οι αδυναμίες και τα ελαττώματά της δεν ήταν ποτέ πιο εμφανή. Όπως και οι καλύτεροι χαρακτήρες της, έτσι και η ίδια παραμένει ένα άλυτο, τρομακτικό αίνιγμα, συναρπαστικό και απωθητικό ταυτόχρονα.
Με στοιχεία από The Independent