ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΡΑΓΜΑ που εντυπωσιάζει σ’ αυτή την τηλεοπτική –αλλά μεγαλοπρεπώς κινηματογραφική– μεταφορά του «Ταλαντούχου κυρίου Ρίπλεϊ» είναι η επιβλητική της μονοχρωμία.
Είναι σαν να θέλει αυτή η νέα, ασπρόμαυρη εκδοχή του διάσημου μυθιστορήματος της Πατρίτσια Χάισμιθ να σβήσει από το μυαλό των θεατών τις δύο λαμπερές και γεμάτες μεσογειακό χρώμα και φως κινηματογραφικές μεταφορές που συγκίνησαν το κοινό με διαφορά τεσσάρων δεκαετιών σχεδόν: το Plein Soleil («Γυμνοί στον ήλιο») του 1960 και το «Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ» του 1999, με τον Αλέν Ντελόν και τον Ματ Ντέιμον αντιστοίχως στον ρόλο του κοινωνιοπαθή τυχοδιώκτη Τομ Ρίπλεϊ, που ταξιδεύει στην Ιταλία για να φέρει πίσω στους γονείς του ένα ανεπρόκοπο πλουσιόπαιδο, μαγεύεται όμως από την ντόλτσε βίτα και συγχρόνως ανακαλύπτει την εγκληματική κλίση του, σε όλο το τρομακτικό της μεγαλείο.
Παρότι πρόκειται για τηλεοπτική παραγωγή, το Ripley μοιάζει να ανακαλεί νοσταλγικά (για καλό ή για κακό) το λεγόμενο κάποτε «σινεμά του δημιουργού», κι ας μη συνδέεται εύκολα ο όρος αυτός με μια μαζική πλατφόρμα όπως το Netflix.
Ο Άντριου Σκοτ όμως έχει οκτώ ολόκληρα (45λεπτα) επεισόδια στη διάθεσή του για να πείσει τον θεατή ότι αυτός είναι ο Ρίπλεϊ, παρότι, σε σχέση με τους προκατόχους του, ηλικιακά μοιάζει κάπως μεγάλος για την ενσάρκωση του διάσημου αντι-ήρωα στα πρώτα του βήματα.
Ταιριάζει πάντως –με τις κλονισμένες του γκριμάτσες και το κουρασμένο και άψυχο βλέμμα– σ' αυτό το υποβλητικά μουντό και μελαγχολικό σύμπαν που με μεθοδικότητα ιατροδικαστή και συμφωνικό μπρίο έχει στήσει ο δημιουργός της σειράς, ο εξέχων σεναριογράφος Στίβεν Ζέιλιαν («Η λίστα του Σίντλερ», «Οι συμμορίες της Νέας Υόρκης», «Ο Ιρλανδός», μεταξύ άλλων), ο οποίος υπογράφει το σενάριο και την σκηνοθεσία.
Παρότι πρόκειται για τηλεοπτική παραγωγή, το Ripley μοιάζει να ανακαλεί νοσταλγικά (για καλό ή για κακό) το λεγόμενο κάποτε «σινεμά του δημιουργού», κι ας μη συνδέεται εύκολα ο όρος αυτός με μια μαζική πλατφόρμα όπως το Netflix.
Άξιος συνεργάτης του, ο διευθυντής φωτογραφίας της σειράς Ρόμπερτ Έλσγουιτ, με βαρύ βιογραφικό επίσης, κυρίως πλάι στον Πολ Τόμας Άντερσον («Θα χυθεί αίμα», «Boogie Nights», «Μανόλια»), ο οποίος εδώ συλλαμβάνει με αρχιτεκτονική ακρίβεια μια ονειρική Ιταλία, στοιχειωμένη από αγάλματα, εικονίσματα και πίνακες του Καραβάτζιο.
Όμως η διαρκής εναλλαγή ανάμεσα στο (θαμπό) φως και τη σκιά, παρά την «αστυνομική» πλοκή της ιστορίας, δεν έχει να κάνει τόσο με νουάρ όσο με ένα είδος εκλεπτυσμένου νεορεαλισμού που θυμίζει έντονα τις ταινίες του Ροσελίνι.
Ο αργόσυρτος ρυθμός –σε συνδυασμό με την απόκοσμα φθινοπωρινή ατμόσφαιρα και την έλλειψη μιας ευζωικής φινέτσας που χαρακτήριζε την ταινία του αείμνηστου Άντονι Μινγκέλα– μπορεί ενδεχομένως να μουδιάσει κάποιους θεατές, η υπομονή τους όμως μάλλον θα ανταμειφθεί αν μείνουν ως το τέλος.
Αν μη τι άλλο, θα έχουν την ικανοποίηση ότι πέρασαν με τους χαρακτήρες όσο περίπου χρόνο απαιτείται για να διαβάσει κανείς το βιβλίο και επίσης θα απολαύσουν τον Ιταλό ηθοποιό Μαουρίτσιο Λομπάρντι (στον ρόλο του επιθεωρητή Πιέτρο Ραβίν), ο οποίος εμφανίζεται μετά το δεύτερο μισό της σειράς, αλλά και τον Τζον Μάλκοβιτς σε μια εμφάνιση ενδεχομένως σημαδιακή.
Ripley | Official Trailer | Netflix