Είτε βαδίζεις στα πρώτα είτε στα δεύτερα -άντα, είναι αυξημένες οι πιθανότητες ο σχεδιασμός παραγωγής κάποιων από τις αγαπημένες ταινίες της εφηβείας σου να φέρουν την υπογραφή του Πάτρικ Τατόπουλος. Ο Ελληνογάλλος σκηνογράφος άφησε την Ελλάδα στα τέλη των ’80s, μετακόμισε στο Λος Άντζελες και από τότε έχει δημιουργήσει τα σκηνικά, τα props αλλά και τα πλάσματα ταινιών όπως το Dark City, το Independence Day, το Dracula του Φράνσις Φορντ Κόπολα, o Godzilla (1998), το Pitch Black, το Underworld, το Silent Hill, το Batman V Superman: Dawn of Justice, το Justice League και το πρόσφατο Damsel του Netflix. Επίσης, έχει σκηνοθετήσει και το Underworld: Rise of the Lycans, μάλλον την καλύτερη ταινία του συγκεκριμένου franchise.
Τον συναντήσαμε στο Ζάππειο και είχαμε τη χαρά και την τιμή να συνομιλήσουμε μαζί του για ώρες, να ακούσουμε ιστορίες, να μάθουμε περισσότερα πράγματα για τον ίδιο και για την τέχνη του, να τον ρωτήσουμε για ταινίες της φιλμογραφίας του και να κάνουμε μια γενικότερη συζήτηση για το σινεμά. Όταν τελείωσε η συνέντευξη, μιλήσαμε ακόμα μία ώρα για ταινίες της τρέχουσας περιόδου και μπορούμε να πιστοποιήσουμε ότι ο άνθρωπος ζει και αναπνέει σινεμά, παθιάζεται όταν μιλάει γι’ αυτό κι έχει πολλά και ενδιαφέροντα να πει. Ίσως αυτό να εξηγεί και την ποιότητα της δουλειάς του, η οποία είναι εφάμιλλη της ευγένειάς του.
Νιώθω φοβερά τυχερός. Συχνά οι άνθρωποι λένε ότι όλο αυτό δεν προέκυψε από τύχη, έκανες κι εσύ κάτι γι’ αυτό. Αλλά έχει σημασία να βρεθείς στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή, είτε είσαι ταλαντούχος είτε όχι.
— Tι ακριβώς κάνει ένας σκηνογράφος σε μια ταινία;
Ως σκηνογράφος είσαι υπεύθυνος για την όψη της ταινίας. Δουλειά σου είναι να έρθεις στα πρώιμα στάδια της παραγωγής, όταν το σενάριο έχει ολοκληρωθεί και ο σκηνοθέτης έχει προσληφθεί, και να βοηθήσεις στη μορφοποίηση του οράματος για το φιλμ. Οι γνώσεις σου στην αρχιτεκτονική, αλλά και στην αρχιτεκτονική της εικόνας, βοηθούν τον σκηνοθέτη να συγκεκριμενοποιήσει το όραμά του. Συνήθως ξεκινάτε από μια γενική ιδέα για την όψη του φιλμ, αλλά περνάτε και σε ειδικότερα πράγματα. Για παράδειγμα, όταν κάνεις μια ταινία για τον Μπάτμαν, δουλειά σου είναι να σχεδιάσεις λεπτομερώς και το Μπάτμομπιλ, τη σπηλιά του Μπάτμαν και ούτω καθεξής. Είναι δική σου ευθύνη και συνεργάζεσαι γι’ αυτό με τον υπεύθυνο κοστουμιών και με τον υπεύθυνο οπτικών εφέ, καθώς αυτό που σχεδίασες μπορεί να μην κατασκευαστεί από πριν αλλά να προστεθεί στο φιλμ στο post-production, μέσω οπτικών εφέ.
— Πότε αποφάσισες ότι αυτό που θέλεις να κάνεις στη ζωή σου είναι να ασχοληθείς με τον σχεδιασμό παραγωγής;
Eίναι κάτι που προέκυψε στην πορεία. Όταν ζούσα στην Ελλάδα, είδα το The Thing του Τζον Κάρπεντερ και ενθουσιάστηκα. Προμηθεύτηκα πλαστελίνη και ξεκίνησα να πλάθω πλάσματα. Ομολογουμένως, η πλαστελίνη δεν είναι το καλύτερο υλικό για να δημιουργήσεις, είναι περιορισμένες οι δυνατότητές της, μα δεν είχα άλλη επιλογή. Σύντομα, αποφάσισα ότι αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου, να σχεδιάζω πλάσματα για το σινεμά, και συνειδητοποίησα ότι ο μόνος τρόπος για να το πετύχω ήταν να πάω στις ΗΠΑ. Μετακόμισα, λοιπόν, εκεί και οι πρώτες μου δουλειές ήταν να σχεδιάζω πλάσματα για ταινίες όπως ο Δράκουλας του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Μετά με κάλεσε ο Ρόλαντ Έμεριχ στο Stargate για να σχεδιάσω τα πλάσματα κι εκεί μου πρότεινε να σχεδιάσω και τους πολεμιστές. Το έκανα και του άρεσε το σχέδιό μου και με ρώτησε αν μπορώ να φτιάξω και το x αντικείμενο, να σχεδιάσω το ψ κράνος κ.λπ. Και μετά, όταν ήρθε η σειρά του Independence Day, με φώναξε ξανά κι αυτήν τη φορά μου ζήτησε να αναλάβω εξ ολοκλήρου τον σχεδιασμό παραγωγής, καθώς είδε κάτι στην αισθητική της δουλειάς μου που του άρεσε. Ήταν τρελό, γιατί επρόκειτο για πολύ μεγάλη παραγωγή, αν και όταν την κάναμε, δεν πιστεύαμε ότι θα γινόταν αυτό το παγκόσμιο hit, νομίζαμε ότι πλάθουμε κάτι cult. Πρακτικά, τότε ήταν που δούλεψα για πρώτη φορά επισήμως ως σκηνογράφος μιας ταινίας, επειδή μου το ζήτησε ο Ρόλαντ.
— Αγχώθηκες λόγω της απειρίας σου από το μέγεθος της παραγωγής;
Όχι, επειδή ήμουν πολύ αφελής, και ανόητος. Ακούς συχνά ανθρώπους να αναλαμβάνουν ένα εγχείρημα και να λένε «Θεέ μου, πόσο φοβάμαι να το κάνω». Πιστεύω ότι χρειάζεται να είσαι αφελής κάποιες φορές και να έχεις άγνοια κινδύνου για να καταφέρεις πράγματα. Ήμουν τυχερός που βρέθηκαν άνθρωποι να μου εμπιστευτούν αυτήν τη δουλειά, ήξερα ότι με ήθελαν κι έτσι μπόρεσα να συγκεντρωθώ στον σχεδιασμό των εξωγήινων και των διαστημοπλοίων. Νιώθω φοβερά τυχερός. Συχνά οι άνθρωποι λένε ότι όλο αυτό δεν προέκυψε από τύχη, έκανες κι εσύ κάτι γι’ αυτό. Αλλά έχει σημασία να βρεθείς στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή, είτε είσαι ταλαντούχος είτε όχι. Δυστυχώς, αν δεν προκύψει η κατάλληλη συγκυρία, δεν μπορεί να σε βοηθήσει ούτε όλο το ταλέντο του κόσμου.
— Βρήκες, όμως, εύκολα δουλειά από την αρχή της μετακόμισής σου στις ΗΠΑ;
Θα σου πω πώς έγινε. Όταν αποφάσισα να φύγω από την Ελλάδα, τηλεφώνησα σε όλα τα μεγάλα ονόματα που θαύμαζα, σαν τον Ρικ Μπέικερ. Και παρά το γεγονός ότι ήμουν από Ελλάδα και εντελώς άγνωστος, ήταν πολύ γενναιόδωροι, με προσκάλεσαν για να με γνωρίσουν και να τους δείξω το portfolio μου. Έβαψα τις δημιουργίες μου, για να δείχνουν πιο ωραίες, έβαλα κι έναν φίλο να τις φωτογραφίσει, μάζεψα με κόπο χρήματα, γέμισα τη βαλίτσα μου με φωτογραφίες και σχέδια και ξεκίνησα για το Λος Άντζελες. Η πτήση που πήρα είχε ενδιάμεση στάση στο Άμστερνταμ. Όταν έφτασα στο αεροδρόμιο του Λος Άντζελες, περίμενα στον χώρο παραλαβής αποσκευών και η βαλίτσα μου δεν εμφανιζόταν. Οι άνθρωποι του αεροδρομίου μού γνωστοποίησαν ότι η βαλίτσα είχε ξεμείνει στο Άμστερνταμ και με διαβεβαίωσαν ότι θα με ενημέρωναν όταν ερχόταν. Φαντάσου τώρα να ταξιδεύεις από Ελλάδα στο Λος Άντζελες για να συναντήσεις ανθρώπους του χώρου και να μην έχεις τίποτα να τους δείξεις.
— Με έπιασε ήδη κρίση πανικού.
Εμένα όχι, γιατί, όπως σου είπα, ήμουν αφελής. Ήμουν σίγουρα απογοητευμένος, αλλά δεν έπεσα σε κατάθλιψη. Τους ενημέρωσα πώς είχε η κατάσταση και εύλογα οι άνθρωποι μου είπαν ότι χρειάζονταν να δουν τι μπορώ να κάνω, για να συζητήσουν το ενδεχόμενο συνεργασίας. Έμεινα, λοιπόν, σε ένα μικρό ξενοδοχείο στη Hollywood Blvd και περίμενα. Η βαλίτσα μου έφτασε κυριολεκτικά την τελευταία μέρα πριν από την πτήση επιστροφής στην Ελλάδα. Επικοινώνησα ξανά με όλους και, όπως ήταν φυσικό, δεν μπορούσαν να με συναντήσουν σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Μόνο μια μικρή εταιρεία δέχτηκε να με δει. Έδειξα τα σχέδιά μου στον διευθυντή, του άρεσαν, αλλά δεν είχαν δουλειά να μου δώσουν. Μου είπαν όμως ότι θα με ειδοποιούσαν. Εγώ φαντάστηκα ότι το είπαν από ευγένεια, γύρισα στην Ελλάδα και σκέφτηκα «αυτό ήταν, δεν θα πάω ποτέ στο Χόλιγουντ». Κι εκεί που καθόμουν στο μικρό διαμέρισμά μου στα Εξάρχεια και σκεφτόμουν το επόμενο βήμα στη ζωή μου, χτύπησε το τηλέφωνο, μου είπαν ότι έχουν δουλειά για μένα. Φυσικά, ξεκίνησα από τα χαμηλά στην αρχή και επειδή ήταν μικρή εταιρεία, με άφηναν να κάνω δουλειές και με άλλες. Κάπως έτσι βρήκα δουλειά στον Δράκουλα του Κόπολα, όπου σχεδίασα αρκετά από τα props.
— Πραγματοποιήθηκαν, όντως, όλα τα εφέ που βλέπουμε live μπροστά στον φακό;
Ναι, είχε μινιατούρες, πολλές μινιατούρες, έπεσε πολλή δουλειά. Όσα βλέπετε, συνέβησαν όλα μπροστά στον φακό. Το κάστρο του Δράκουλα βασίστηκε στο δικό μου σχέδιο. Όλα τα εφέ της ταινίας έγιναν παραδοσιακά, χωρίς CGI. Έτσι ξεκίνησα στο Χόλιγουντ, δεν δούλευα σε υπολογιστή, δεν υπήρχε υπολογιστής.
— Προτιμάς χειροποίητες κατασκευές και εφέ ή CGI;
Κοίτα, τόσο τα ψηφιακά όσο και τα αναλογικά εφέ έχουν τους περιορισμούς τους. Οι περιορισμοί του CGI γίνονται όλο και λιγότεροι και φαίνεται ότι τα χειροποίητα εφέ, σιγά σιγά, θα πεθάνουν. Οι περισσότεροι προτιμούν το CGI. Προς το παρόν, υπάρχει επιλογή και όσο υπάρχει επιλογή, εγώ θα προτιμώ τις χειροποίητες κατασκευές. Ξέρω ότι θα χρειαστώ CGI για να τις ολοκληρώσω, αλλά θέλω να έχω κάτι πραγματικό μπροστά μου. Είναι ζήτημα αισθητικής επιλογής. Κάποιοι λένε «δεν έχω χρόνο και χρήμα να ξοδέψω για να γίνει κάτι μπροστά στον φακό, θα το προσθέσω μετά». Είναι και ζήτημα κόστους. Παλιότερα, το CGI ήταν πιο ακριβό. Τώρα γίνεται όλο και πιο φτηνό σε σχέση με τις χειροποίητες κατασκευές, οι οποίες παίρνουν χρόνο για να ετοιμαστούν. Και ξέρεις, όσο περισσότερο διαρκεί το στάδιο της παραγωγής, τόσο περισσότερο κοστίζει μια ταινία. Άρα είσαι αναγκασμένος, λόγω προϋπολογισμού, να στραφείς στο CGI. Το ιδανικό για μένα, πάντως, είναι το CGI να χρησιμοποιείται ενισχυτικά.
— Το κακό με τις CGI δημιουργίες είναι ότι συχνά μοιάζουν να μην έχουν υφή, να μην υπακούουν στους κανόνες της Φυσικής.
Αυτό είναι μεγάλη αλήθεια. Επειδή το CGI σου δίνει τη δυνατότητα να κάνεις οτιδήποτε, πολλοί επιχειρούν όντως να κάνουν οτιδήποτε και τελικά χάνουν την επαφή με την πραγματικότητα. Τη χρειάζεσαι την επαφή με την πραγματικότητα για να κερδίσεις το κοινό σου και τα χειροποίητα εφέ σε αναγκάζουν να διατηρήσεις αυτή την επαφή, επειδή έχουν υλική υπόσταση.
— Κάτι άλλο που παρατήρησα καθώς περπατούσαμε στο Ζάππειο είναι ότι κουβαλάς διαρκώς μαζί σου ένα τετράδιο με σκίτσα. Αντλείς έμπνευση από αυτά τα σκίτσα για τις δημιουργίες σου;
Καταρχάς, όταν πηγαίνω κάπου, έχω μαζί μου το τετράδιο επειδή θέλω να κρατώ κάτι στα χέρια μου, νιώθω ασφάλεια έτσι. Από κει και πέρα, σαν άνθρωπος δεν χορταίνω να σκιτσάρω. Και όταν σκιτσάρω κάτι, είναι κάτι, μια έμπνευση της δεδομένης στιγμής. Δεν επιστρέφω ποτέ στα σκίτσα που κάνω καθημερινά για να αντλήσω έμπνευση όταν εργάζομαι σε μια παραγωγή, αλλά με βοηθούν στη δουλειά μου με τον τρόπο τους. Είναι μια μορφή άσκησης, μια μορφή προπόνησης για να μη σκουριάσω, αν θέλεις. Περίπου όπως οι αθλητές που προπονούνται για να είναι έτοιμοι όταν έρθει ο αγώνας, αν και προσωπικά το βλέπω περισσότερο ως ευχαρίστηση παρά ως άσκηση.
— Όταν παρακολουθείς μια ταινία, μπορείς να την απολαύσεις ως θεατής ή μπαίνει πάντα ο σκηνογράφος σε λειτουργία και προσπαθείς να διαγνώσεις πώς κατασκεύασαν το τάδε και το δείνα;
Μπορώ να την απολαύσω ως θεατής επειδή με ενδιαφέρουν περισσότερο η ιστορία και οι χαρακτήρες. Με νοιάζει περισσότερο τι θέλει να πει ένα τέρας με την παρουσία του μέσα στη ταινία παρά η κατασκευή του τέρατος. Το μυαλό μου δεν σκέφτεται την τεχνική, σκέφτεται την ιστορία. Φυσικά, αν η κατασκευή είναι οφθαλμοφανώς χάλια, θα με πετάξει εκτός ταινίας και θα αρχίσω να σκέφτομαι το τεχνικό σκέλος. Αλλά το τελευταίο το σκέφτομαι κυρίως έξω από την αίθουσα, μετά το τέλος της προβολής. Μου αρέσει τόσο πολύ να βλέπω ταινίες που μπορώ να κάνω τον διαχωρισμό, μπορώ να σβήσω εντελώς τη μηχανή.
— Θα ήθελα να επιστρέψουμε λίγο στη φιλμογραφία σου. Στο βιογραφικό σου υπάρχει και το Seven του Ντέιβιντ Φίντσερ. Τι έκανες εκεί;
Σχεδίασα έναν δονητή. (Γέλια) Θα σου εξηγήσω. Είναι βράδυ, είμαι στο σπίτι με τη γυναίκα μου και τις κόρες μου και χτυπά το τηλέφωνο. Μου λένε ότι με ζητά ο Ντέιβιντ Φίντσερ. Εγώ δεν τον ήξερα τον άνθρωπο προσωπικά, δεν τον είχα συναντήσει ποτέ. «Γεια σου Πάτρικ», μου λέει, «γεια», του απαντώ. «Είσαι Γάλλος;» με ρωτά, ναι του απαντώ ξανά. «Άκου», μου λέει, «είσαι εξαιρετικός καλλιτέχνης, έχω μια δουλειά για σένα για την επόμενη ταινία μου, θέλω να μου σχεδιάσεις έναν δονητή. Αλλά θέλω έναν πολύ επικίνδυνο δονητή, κάτι πολύ ιδιαίτερο». «Υπέροχα», του είπα και του ζήτησα να μου πει περισσότερα για το concept του φιλμ.
— Μιλάμε για εκείνο το φρικιαστικό εργαλείο με το οποίο ο Τζον Ντο τιμωρεί το αδίκημα της λαγνείας, έτσι;
Ναι. Εγώ σχεδίασα αυτήν τη συσκευή. Και το ενδιαφέρον είναι ότι ο κόσμος θυμάται την κατασκευή μου, ενώ την έχει δει ελάχιστα στην ταινία – πρακτικά, φαίνεται μόνο σε μια φωτογραφία, κι αυτό για δυο-τρία δευτερόλεπτα. Αλλά έχει κάνει τόσο καλή δουλειά ο Φίντσερ χτίζοντας αυτόν τον κόσμο, που βλέπεις μόνο αυτήν τη φωτογραφία, ξέρεις τι συνέβη σε αυτό το άτομο και είναι φρικαλέο. Σκέψου ότι μόλις λέω στον κόσμο τι δουλειά έκανα στην ταινία, αμέσως καταλαβαίνουν για τι πράγμα μιλάω, όπως εσύ πριν από λίγο.
— Είναι όντως μία από τις πιο βίαιες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ, αλλά χωρίς να βλέπεις ποτέ τη βία στην οθόνη, κι αυτό είναι ένα από τα επιτεύγματά του. Θα ήθελα να μου μιλήσεις λίγο και για το Dark City, επειδή η δουλειά σου εκεί είναι εμβληματική.
Ξέρεις, ο Άλεξ Πρόγιας έχει ένα πολύ συγκεκριμένο όραμα, μπορείς να το δεις και στην προηγούμενη ταινία του, το Κοράκι, τα χρώματα της ταινίας είναι παρεμφερή. Το φως και η σκιά επίσης – δυναμικά σχήματα, πράγματα που συναντάς και στον γερμανικό εξπρεσιονισμό. Για το Dark City είχε κάτι πολύ συγκεκριμένο στο μυαλό του, κυρίως ταινίες του ’40. Στην αρχή θα σχεδίαζα μόνο ένας μέρος της ταινίας (spoiler alert: το κάτω μέρος του πλανήτη, όπου έχει στηθεί η πόλη), αλλά ο Άλεξ ήρθε στο Λος Άντζελες, είδε τη δουλειά μου στο set του Independence Day και με κάλεσε στην Αυστραλία για να αναλάβω τον σχεδιασμό ολόκληρης της παραγωγής. Ταξίδεψα ως εκεί και πηγαίναμε σε κάτι σκοτεινά μπαρ, από εκείνα όπου ένας τραγουδιστής τραγουδάει σόλο στη γωνία, και σκιτσάραμε ασταμάτητα. Κατά κάποιο τρόπο ήταν σαν να ζω στην Dark City. (Γέλια) Το φως στα μπαρ ήταν τόσο λίγο που μπορούσες να διακρίνεις το σκίτσο σου με δυσκολία. Λόγω αυτής της εμπειρίας, όμως, ήταν ευκολότερο να σχεδιάσουμε τον κόσμο του Dark City.
— Έχεις συνεργαστεί με τον Ρόλαντ Έμεριχ, τον σύγχρονο μετρ των ταινιών καταστροφής, πολλές φορές στην καριέρα σου. Πώς νιώθεις όταν βλέπεις στο πανί τις κατασκευές σου να καταστρέφονται;
(Γελάει) Νιώθω μια χαρά, γιατί ξέρω από την αρχή της ανάθεσης ότι αυτό πρόκειται να συμβεί. Ενθουσιάζομαι κιόλας. Ξέρω πώς μοιάζουν οι κατασκευές μου και τι θα πάθουν, αλλά δεν έχω ιδέα πώς θα φαίνονται στην οθόνη. Όταν τις βλέπω, και το φιλμ είναι τοποθετημένο έτσι ώστε να έχει κάποιον συναισθηματικό αντίκτυπο, νιώθω τα συναισθήματα να με πλημμυρίζουν. Εκείνο που με στενοχωρεί είναι η καταστροφή εκτός οθόνης. Ο μηχανικός Γκοτζίλα για την ταινία του 1998, αυτή η κατασκευή των 80 μέτρων, έμεινε έξω από το στούντιο όταν τελειώσαμε το γύρισμα. Ήταν εκτεθειμένη στη βροχή, στον ήλιο, γενικότερα σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες και μοιραία άρχισε σκουριάζει και να υφίσταται φθορές. Ο Γκοτζίλα της ταινίας θα παραμείνει ως έχει στην ταινία, δεν θα σκουριάσει. Ο Γκοτζίλα που κατασκευάσαμε στην πραγματικότητα έγινε παλιοσίδερα κι αυτό το βρίσκω δυσάρεστο. Ξέρεις, ήταν η τελευταία μηχανική κατασκευή τέτοιου μεγέθους στο Χόλιγουντ, μετά έγινε η μετάβαση στο CGI. Πέρασε ανεπιστρεπτί εκείνη η περίοδος, ήμουν τυχερός που την πρόλαβα έστω και λίγο.
— Ο χαρακτήρας του Μάθιου Μπρόντερικ στον Godzilla λέγεται Νικ Τατόπουλος. Να υποθέσω ότι δεν ήταν σύμπτωση, έτσι;
Δεν ήταν καθόλου σύμπτωση. Ο χαρακτήρας είχε άλλο όνομα, πιο κοινό, το οποίο ξεχνούσαν όλοι. Οπότε με παίρνουν τηλέφωνο από την παραγωγή και μου λένε «Πάτρικ, θα σε πείραζε να χρησιμοποιήσουμε το όνομα Τατόπουλος, που είναι ασυνήθιστο»; Τους είπα ότι το βρίσκω υπέροχο, αλλά ζήτησα να αλλάξουν το μικρό όνομα από Πάτρικ σε Νικ, επειδή ήταν το όνομα του πατέρα μου. Ήθελα να του κάνω έκπληξη, όταν θα έβλεπε την ταινία. Έτσι, κυκλοφόρησε στις αίθουσες κι εγώ πέταξα μέχρι το Παρίσι για να πάω μαζί με τον πατέρα και τη μητέρα μου στο σινεμά να τη δούμε παρέα. Όταν άκουσε το όνομά του στην οθόνη ο πατέρας μου, σοκαρίστηκε. Γύρισε και με κοίταξε και με ρώτησε αν αυτό ήταν όντως το όνομά του. Εγώ του είπα ναι, ότι το χρησιμοποίησαν γιατί τους άρεσε. Η απάντησή του ήταν «εμένα με ρώτησαν; Θα τους μηνύσω!» (Γέλια) Εννοείται πως ένιωσε πολύ περήφανος, τελικά.
Godzilla (1998) - Nick Tatopoulos
— Από τον πατέρα σου πήρες την αγάπη για τη δημιουργία;
Όχι, ο πατέρας μου είναι το ακριβώς αντίθετο. Ο παππούς μου ήταν δημιουργικός άνθρωπος, ήταν ζωγράφος. Ζωγράφιζε τοπία στην εξοχή. Από την ηλικία των έξι με έπαιρνε μαζί του και σιγά σιγά άρχισα να ζωγραφίζω κι εγώ μαζί του. Την καλλιτεχνική φύση την πήρα από τον παππού μου. Ο πατέρας μου είναι ήρωας για μένα, όχι ως καλλιτέχνης, αλλά επειδή ξεκίνησε από το μηδέν και δούλεψε πολύ, έγινε κάποιος και φρόντισε την οικογένειά του. Γι’ αυτό ήθελα να του δώσω αυτήν τη χαρά, ήθελα να ακούσει το όνομά του στην οθόνη.
— Αλήθεια, γιατί σου αρέσει να σχεδιάζεις τέρατα;
Είναι πολύ δύσκολο να το εξηγήσω. Ως παιδί σχεδίαζα διαρκώς τέρατα, οι γονείς μου ανησυχούσαν. Είναι, νομίζω, ένα παιδικό ζήτημα. Δημιουργοί σαν τον Σταν Γουίνστον ή τον Ρικ Μπέικερ θα σου απαντήσουν ότι το κάνουμε γιατί κατά ένα μέρος είμαστε ακόμα παιδιά και θέλουμε να παραμείνουμε παιδιά. Στο μυαλό μου τα πλασματάκια μου είναι αληθινοί οργανισμοί, γιατί προέκυψαν από τη φαντασία μου. Ο δράκος, για παράδειγμα, στο Damsel του Netflix, που έκανα πρόσφατα, είναι δικός μου δράκος και δεν μοιάζει με τους δράκους του «Game of Thrones». Είναι η ανάγκη μου να εκφράσω κάτι διαφορετικό απ’ όσα υπάρχουν εκεί έξω, κάτι δικό μου. Θέλω να δημιουργήσω κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί ποτέ, είναι μια ανάγκη που είχα από παιδί. Δεν έχω καλύτερη εξήγηση, σχεδιάζω τέρατα επειδή καλύπτει μια ανάγκη μου.
— Τι να περιμένουμε από σένα στο μέλλον;
Θέλω να αφοσιωθώ στη σκηνοθεσία. Ξέρεις, δεν ήταν στα αρχικά σχέδια κανενός να σκηνοθετήσω το Underworld: The Rise of the Lycans, προέκυψε στην πορεία. Η Κέιτ Μπέκινσεϊλ δεν ήθελε να παίξει στην ταινία, ο Λεν Γουάιζμαν δεν ήθελε να σκηνοθετήσει ταινία του franchise χωρίς την πρωταγωνίστριά του και στο τέλος το πρότειναν σε μένα και δέχτηκα. Στο παρελθόν είχα συναντηθεί με τον Κλάιβ Μπάρκερ για να σκηνοθετήσω το Midnight Meat Train, τελικά η σκηνοθεσία ανατέθηκε σε κάποιον άλλο. Οπότε, μόλις παρουσιάστηκε η ευκαιρία με το Underworld, σκέφτηκα να την αξιοποιήσω. Το κακό είναι ότι λόγω των ταινιών που έχω δουλέψει, μου προτείνουν διαρκώς ταινίες φαντασίας μεγάλου budget, ενώ στην πραγματικότητα οι ταινίες που θέλω να γυρίσω είναι σαν αυτές του Ρόμαν Πολάνσκι. Αλλά κανείς δεν με σκέφτεται γι’ αυτές τις ταινίες. Συνοψίζοντας, με τη σκηνοθεσία θέλω να ασχοληθώ κυρίως από δω και πέρα και έχω στα σκαριά 2-3 πρότζεκτ που φαίνεται ότι θα πάρουν το πράσινο φως. Στα σχέδια μου, επίσης, είναι να δω ακόμα περισσότερες ταινίες. Όπως σου είπα, μου αρέσει να βλέπω ταινίες.
— Είδες κάποια που σου άρεσε τελευταία;
Το Poor Things του Γιώργου Λάνθιμου το βρήκα πολύ έξυπνο.
— Λοιπόν, ας κλείσουμε με αυτό, γιατί έχω μια ερώτηση την οποία θα ήθελα να μου απαντήσεις ειδικά εσύ, ως επαγγελματίας του κλάδου. Γιατί πιστεύεις ότι το Poor Things κέρδισε την Barbie στην Κατηγορία Καλύτερης Σκηνογραφίας στα Όσκαρ, ενώ φαβορί ήταν η δεύτερη; Η θεωρία μου είναι ότι το σύμπαν της Barbie βασιζόταν σε προϋπάρχοντα σχέδια, ενώ του Poor Things ήταν πρωτογενές.
Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο. Ο κόσμος της Barbie είναι ένας κόσμος που ξέρεις ήδη, έχουν γυριστεί ένα σωρό ταινίες Barbie για την τηλεόραση, άρα γνωρίζεις με τι περίπου μοιάζει. Αυτό δεν αναιρεί την ποιότητα της δουλειάς που έγινε. Απλώς η άλλη ταινία σε παίρνει από το χέρι και σε πηγαίνει σε έναν κόσμο που δεν έχεις ξαναδεί, δεν γνωρίζεις ποια είναι η όψη του. Υπάρχει το στοιχείο της έκπληξης. Κι έπειτα, όταν μια ταινία σαν την Barbie είναι στην επικαιρότητα τόσους μήνες προτού κυκλοφορήσει και τόσους μήνες μετά και σε βομβαρδίζουν διαρκώς με εικόνες από αυτή, κάποια στιγμή κουράζεσαι, νιώθεις ότι είναι παντού. Νομίζω ότι και αυτός ο παράγοντας επηρέασε λίγο τα μέλη της Ακαδημίας και έκανε το Poor Things να δείχνει ακόμα πιο φρέσκο. Επαναλαμβάνω, όλα αυτά τα λέω χωρίς να αναιρώ την εξαίρετη δουλειά που έγινε στον σχεδιασμό παραγωγής της Barbie.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.