Η πορεία του Νίκολας Ρεγκ στο σινεμά καλύπτει πέντε δεκαετίες (τουλάχιστον) , ήταν όμως η δεκαετία του '70 εκείνη που σηματοδότησε τα πιο σημαντικά κεφάλαια του έργου του, όπως και του Ντέιβιντ Μπόουι, του πρωταγωνιστή του στο απόκοσμο έπος πειραγμένης επιστημονικής φαντασίας «Ο άνθρωπος που έπεσε στη Γη» (1976).
Από την ψυχεδελική παραφροσύνη του «Performance» (1970) μέχρι την βαριά ερωτική παθολογία της «Δύναμης της σάρκας» (Bad Timing, 1980), οι ταινίες του εκείνης της περιόδου – που θα μπορούσαν να καταταγούν στα πιο ιδιαίτερα και ενήλικα θρίλερ της ιστορίας του κινηματογράφου - εξακολουθούν να στοιχειώνουν το μυαλό και τη φαντασία των θεατών με την παραισθητική τους εικονογραφία και τη βαθιά διείσδυση τους σε ξεχασμένες γωνιές του υποσυνείδητου.
«Μου έχουν πει ότι κατ' επανάληψη ότι οι ταινίες μου είναι δύσκολο να προωθηθούν εμπορικά κυρίως γιατί δεν μπορούν να καταταγούν σε συγκεκριμένο είδος» είχε δηλώσει ο Νίκολας Ρεγκ σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του το 2007. Οι άνθρωποι θέλουν τα πράγματα σε κουτάκια. Αλλά η ζωή δεν είναι έτσι. Η γέννηση και η ύπαρξη και το σεξ και ο θάνατος – δεν λειτουργούν χωριστά ούτε και συνδέονται απαραίτητα μεταξύ τους».
Διχασμός προσωπικότητας, κατακερματισμένη αίσθηση ταυτότητας, καταπιεσμένος ερωτισμός που όταν βρει διέξοδο θερίζει θύελλες, όνειρα που γίνονται εφιάλτες, εικόνες μοναδικής έμπνευσης, ελλειπτικό μοντάζ, τελετουργική αποδόμηση παραδοσιακών τεχνικών αφήγησης, εγκεφαλικά αινίγματα και παζλ μυστηρίου που τα κομμάτια πρέπει να ανακαλύψει και να συνθέσει ο θεατής.
Αυτά είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά στοιχεία και μοτίβα της κινηματογραφικής κληρονομιάς ενός δημιουργού που δεν υποχρεώθηκε ποτέ να συμβιβαστεί για να κάνει τις ταινίες του πιο φιλικές στις επιταγές του mainstream και πιο υποταγμένες στις φευγαλέες τάσεις των καιρών. Το τίμημα είναι ότι το έργο του μοιάζει εξαιρετικά άνισο και από ένα σημείο και μετά (από τα τέλη της δεκαετίας του '80) υπερβολικά ερμητικό και αδιάφορο να κάνει κόπο για να συναντήσει το κοινό.
Ο Ρεγκ πέρασε από όλα τα πιθανά στάδια της ιεραρχίας μιας κινηματογραφικής παραγωγής πριν γίνει σκηνοθέτης: από το παιδί που φέρνει το τσάι πιτσιρικάς ως ένας οραματιστής διευθυντής φωτογραφίας σε φιλμ όπως «Η μάσκα του κόκκινου θανάτου» του Ρότζερ Κόρμαν, το «Φάρεναϊτ 451» του Τρυφώ, το «Μακριά από το αγριεμένο πλήθος» του Τζον Σλέζιντζερ και το «Πετούλια» του Ρίτσαρντ Λέστερ που περιέχει και τα περισσότερα από τα περιπετειώδη και πρωτοποριακά στοιχεία που θα χαρακτήριζαν στη συνέχεια το όραμα του ως δημιουργού.
Ένα όραμα που – με τη συνδρομή του Ντόναλντ Κάμελ που συνυπογράφει τη σκηνοθεσία –εμφανίστηκε αχαλίνωτο στο «Performance», αυτό το παρανοϊκό έπος νέο-γκανγκστερικής εικονογραφίας και αχαλίνωτης ροκ παρακμής που κρατά καλά κρυμμένα τα μυστικά του και προκαλεί σοκ και δέος μέχρι σήμερα, πενήντα χρόνια ακριβώς από την έναρξη των επεισοδιακών γυρισμάτων του.
«Δεν χρειάζεται να είσαι ναρκομάνης, παιδεραστής, σαδομαζοχιστής ή παράφρων για να απολαύσεις την ταινία, αλλά αν είσαι κάτι έστω από αυτά, οπωσδήποτε βοηθάει». Αυτή ήταν η άποψη των New York Times στην πρώτη εμφάνιση της ταινίας όπου πρωταγωνιστούν ο Μικ Τζάγκερ, ο Τζέιμς Φοξ (ο οποίος κόντεψε να χάσει τα λογικά του κατά τα γυρίσματα) και η Ανίτα Πάλενμπεργκ. Έκτοτε όμως αποτελεί τον ορισμό του καλτ φαινόμενου που δεν αποκαλύπτει τους περίεργους σκοπούς που κρύβονται πίσω από τη δημιουργία του όσες φορές κι αν το δει κανείς.
Ακολούθησε το στοιχειωμένα ειδυλλιακό και ανήσυχα μυστικιστικό «Walkabout» (Περιπλάνηση, 1971) γυρισμένo στα αχανή ενδότερα της αυστραλιανής υπαίθρου με κεντρικούς χαρακτήρες δύο παιδιά που κι έναν αυτόχθονα έφηβο που τα καθοδηγεί και τα βοηθάει να επιβιώσουν στην αφιλόξενη ύπαιθρο. Κι αυτή η ταινία υποτιμήθηκε στην εποχή της για να αναγνωριστεί πανηγυρικά μετά, αντίθετα από την επόμενη το μεγαλειωδώς ατμοσφαιρικό (και υποδορίως τρομακτικό) θρίλερ ρομαντικού αποκρυφισμού «Don't Look Now» (Μετά τα μεσάνυχτα, 1973), βασισμένου στη νουβέλα της Δάφνης Ντι Μωριέ και με αξέχαστους πρωταγωνιστές τον Ντόναλντ Σάδερλαντ, την Τζούλι Κρίστι αλλά και την ίδια την Βενετία όπου γυρίστηκαν οι περισσότερες σκηνές. Τίποτα πιο τρομακτικό από έναν νάνο με κόκκινο αδιάβροχο και κρυμμένη μορφή που καραδοκεί σαν κακό όραμα από το υπερπέραν ανάμεσα στα δαιδαλώδη στενά της υγρής πόλης.
Στη συνέχεια, είχε φτάσει η στιγμή να διαδεχτεί ο Μπόουι τον Τζάγκερ στη θέση του ξενιστή των απόκοσμων ιδεών του Ρεγκ στο «Άνθρωπο που έπεσε στη Γη» - ταινία που πέρα από την αξεπέραστη αισθητική της ως επιστημονική φαντασία, στέλνει διαρκώς επίκαιρα μηνύματα στο σήμερα σχετικά με την υφή της τεχνολογίας επικοινωνιών και της κορπορατικής κουλτούρας αλλά και τη αχόρταγα διαβρωτική υφή του καταναλωτισμού.
Το «Bad Timing» στο οποίο πρωταγωνιστεί η (δεύτερη) σύζυγος του Ρεγκ, Τερέζα Ράσελ που με αφετηρία αυτή την ταινία θα αποτελούσε για χρόνια τη μούσα του εντός και εκτός οθόνης – μοναδική η σκηνή του φιλμ όπου οι σκέψεις της Ράσελ και του συμπρωταγωνιστή της Αρτ Γκαρφάνκελ ακούγονται πριν εκφραστούν με υπόκρουση το «Κονσέρτο στην Κολωνία» του Κιθ Τζάρετ - σηματοδοτεί το τέλος αυτής της περιόδου μεγάλης ακμής του σκηνοθέτη. Τα επόμενα χρόνια θα συνέχιζε την δημιουργική του πορεία σε όλο και πιο εσωτερικούς δρόμους, η επιρροή του όμως θα γινόταν φανερή σε ταινίες κορυφαίων σύγχρονων σκηνοθετών όπως ο Στίβεν Σόντεμπεργκ, ο Κρίστοφερ Νόλαν και ο Πολ Τόμας Άντερσον.
«Μου έχουν πει ότι κατ' επανάληψη ότι οι ταινίες μου είναι δύσκολο να προωθηθούν εμπορικά κυρίως γιατί δεν μπορούν να καταταγούν σε συγκεκριμένο είδος» είχε δηλώσει ο Νίκολας Ρεγκ σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του το 2007. Οι άνθρωποι θέλουν τα πράγματα σε κουτάκια. Αλλά η ζωή δεν είναι έτσι. Η γέννηση και η ύπαρξη και το σεξ και ο θάνατος – δεν λειτουργούν χωριστά ούτε και συνδέονται απαραίτητα μεταξύ τους».
σχόλια