Στα Καλά Καθούμενα δεν βρεθήκαμε έτσι τυχαία. Στη σπάνια περίπτωση που ίσως σε βγάλει έτσι, τυχαία, ο δρόμος σε μια ανηφορική γειτονιά του Κερατσινίου, και αν σε γοητεύσει αυτή η πολύχρωμη αυλή με τον διάκοσμο κουτουκιού περασμένων δεκαετιών, τα μωσαϊκά και τα στοιβαγμένα ξύλινα κρασοβάρελα που δεν είναι για το εφέ, το λογικό είναι να θες να μείνεις.
Αλλά, αν δεν έχεις κάνει ήδη κράτηση και αν είναι καθημερινή, η δουλειά σου θα είναι κομματάκι δύσκολη. Και όταν ένα μαγαζί εστίασης βρίσκεται σε ένα άγνωστο για τους πολλούς σημείο, που δεν είναι προορισμός, ή περατζάδα, ή η «νέα γειτονιά της πόλης στην οποία μαζεύονται όλοι» κ.λπ. κ.λπ., ωστόσο καταφέρνει να είναι συνέχεια γεμάτο, με τους ντόπιους να το αγκαλιάζουν και τους υπόλοιπους να έρχονται από κάθε γωνιά της Αττικής για να απολαύσουν τα πιάτα του, αυτό είναι μια αδιαμφισβήτητη επιτυχία.
Οι μυρωδιές που βγαίνουν απ’ την κουζίνα προμηνύουν κάτι καλό. Το σάουντρακ, ελληνική μουσική, έντεχνα, λαϊκά και ρεμπέτικα, σε τέλεια, για τα δικά μου αυτιά τουλάχιστον, ένταση, ευνοεί το κουβεντολόι.
Δεν μπορείς να μη δοκιμάσεις το λευκό χύμα κράσι από τα βαρέλια που βλέπεις γύρω γύρω, πάνω από τα περισσότερα τραπέζια της σάλας, ένα στοιχείο που συνδέει τα Καλά Καθούμενα με το παρελθόν τους, αφού μέχρι πριν από τριάντα χρόνια ήταν το οινοπωλείο της οικογένειας Κελαδίτη, που είναι και οι σημερινοί τους ιδιοκτήτες.
Ο κατάλογος έχει πολλές επιλογές, τόσες που δεν ξέρεις τι να πρωτοδιαλέξεις. Όλα συνθέτουν μια ατμόσφαιρα χαλαρή και παρεΐστικη, έτσι που η ώρα να δοκιμάσουμε το πιο σημαντικό, το φαγητό, έρχεται χωρίς να το καταλάβουμε.
Πρώτα ήρθε το ψωμί, ζεστό και ψημένο στα κάρβουνα, όπως όλα τα ψητά του μαγαζιού. Οι σαλάτες, γενναιόδωρες και φρεσκοκομμένες. Από τις χειροποίητες αλοιφές, πήραμε την αγιορείτικη μελιτζανοσαλάτα, πικάντικη, καπνιστή και πολύ πολύ νόστιμη.
Συνεχίσαμε με τα ορεκτικά: πατάτες με αυγά, μελιτζάνα και σουτζούκι, ένας συνδυασμός πάντα νόστιμος, που όμως εδώ ξεχωρίζει χάρη στα προσεγμένα και επιλεγμένα υλικά, τα οποία, όπως όλες οι πρώτες ύλες στα Καλά Καθούμενα, έρχονται από παραγωγούς απ' όλη τη χώρα, που τους δένει με την επιχείρηση ένας δεσμός εμπιστοσύνης δεκαετιών. Κάπου εδώ δοκιμάσαμε ίσως το αγαπημένο μου πιάτο της βραδιάς, το φρυγαδέλι με λεμόνι στα κάρβουνα.
Αν δεν ξέρεις τι είναι το φρυγαδέλι, απορώ. Αν ξέρεις και δεν έχεις δοκιμάσει, απορώ εις διπλούν, αν και δεν είναι εύκολο να βρεις καλό φρυγαδέλι (aka συκωτάκια τυλιγμένα με μπόλια) στην Αθήνα. Η τελευταία φορά που έφαγα τόσο καλό φρυγαδέλι ήταν σε ένα roadtrip με τον πατέρα μου στα πάτρια εδάφη, την Ήπειρο. Και όλοι ξέρουμε για τους ψήστες και τα κρεατικά της Ηπείρου, ας μην επεκταθώ. Ήπειρος - Κερατσίνι, σημειώσατε Χ.
Από τη σχάρα, βέβαια, δεν είχαμε τελειώσει. Ήρθαν στο τραπέζι λεπτοκομμένα, ζουμερά και ταυτόχρονα ξεροψημένα παϊδάκια προβατίνας. Αν και εγώ προτιμώ το κατσίκι σε τέτοιες περιπτώσεις, τελικά το μυστικό είναι στην ποιότητα και στο ψήσιμο, αφού τα τίμησα δεόντως. Τέλος, δοκιμάσαμε αυτά που μας είπαν πως από τα κυρίως είναι τώρα τελευταία τα highlights και βγαίνουν διαρκώς απ’ την κουζίνα.
Και καταλάβαμε γιατί. Δοκιμάσαμε τις παπαρδέλες με κοκκινιστά μοσχαρίσια μάγουλα αλλά και το μοσχάρι με άγρια μανιτάρια και κρέμα καπνιστής μελιτζάνας – πιάτα που τα ξαναπαίρνεις στάνταρ και την επόμενη φορά.
Για το γλυκό, ο κατάλογος λέει «ό,τι κερνάει το μαγαζί». Το μαγαζί, λοιπόν, κερνάει μια ολόκληρη πιατέλα χειροποίητα γλυκά: σπιτική μπουγάτσα με πλούσια κρέμα, μπισκοτογλυκό με σοκολάτα και καραμέλα, μπακλαβά με φιστίκι και γαλατόπιτα χωρίς φύλλο. Ήταν όλα νόστιμα.
Είναι ωραίο ένα κουτούκι να σε προσέχει ακόμα και στα γλυκά, πράγμα αρκετά σπάνιο. Όχι ότι δεν είναι ωραίος ο χαλβάς ή το μωσαϊκό που φέρνουν οι περισσότεροι, αλλά όταν κάποιος κάνει τη διαφορά, εκτιμάται, ειδικά αν το κάνει και καλά.
Και τώρα ήρθε η ώρα να πούμε για την τσαχπινιά του μαγαζιού, το κρασί: Ζίτσα, Νεμένα, Τύρναβος, χύμα και μπουκάλι. Δεν θα μείνεις παραπονεμένος. Αλλά δεν μπορείς να μη δοκιμάσεις και το λευκό χύμα από τα βαρέλια που βλέπεις γύρω γύρω, πάνω από τα περισσότερα τραπέζια της σάλας, ένα στοιχείο που συνδέει τα Καλά Καθούμενα με το παρελθόν τους, αφού μέχρι πριν από τριάντα χρόνια ήταν το οινοπωλείο της οικογένειας Κελαδίτη, που είναι και οι σημερινοί τους ιδιοκτήτες.
Δίπλα σε κάθε τραπέζι υπάρχει ένα βρυσάκι για να γεμίζεις μόνος σου την καράφα ξανά και ξανά. Για να είσαι σωστός και εξηγημένος, κάθε φορά που τη γεμίζεις βάζεις μια γραμμή με κιμωλία στον μικρό μαυροπίνακα δίπλα στο βρυσάκι. Και, στην υγειά σου.
Στα Καλά Καθούμενα, Πολυζωίδου 31, Κερατσίνι