ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ξαναδιάβαζα το ωραίο χρονικό του Γάλλου ιστορικού και πολιτικού στοχαστή Πιερ Ροζανβαλόν για τις ιδέες που επηρέασαν τη γενιά του και τη δική του, ξεχωριστή πνευματική και πολιτική διαδρομή. Σχολιάζοντας έτσι τη δεκαετία του ’80, παρατηρεί ότι η βουτιά στον πολιτικό ρεαλισμό έγινε κάποια στιγμή σημάδι εξάντλησης και πνευματικής κρίσης.
Ο ίδιος και άλλοι με μια αντίστοιχη πορεία είχαν επιμείνει για χρόνια να επικρατήσει η διαύγεια, ο ρεαλισμός και η υπευθυνότητα στη σκέψη και στις νοοτροπίες της σοσιαλιστικής αριστεράς και στα ‘80s κατάλαβαν ότι νίκησαν: οι πιο «αρχαϊκές» και δογματικές ιδέες του παρελθόντος άρχισαν να λυγίζουν κάτω από τη σαρωτική δυναμική μιας κοινωνίας όπου η οικονομική αποτελεσματικότητα και η ιδιωτική αυτοπραγμάτωση αποκτούσαν πολύ μεγάλη αξία.
Τη στιγμή εκείνη όμως ο Ροζανβαλόν διαισθάνεται πως ένας τέτοιος θρίαμβος έφερνε μαζί του μια ψυχρή λογική δίχως επαφή με τα νέα κοινωνικά προβλήματα. Ήταν τα χρόνια του Φρανσουά Μιτεράν και το γνωστό παιχνίδι ανάμεσα σε ριζοσπαστικά λόγια και μετρημένες πράξεις, σε αριστερές υποσχέσεις και διαψεύσεις. Το συγκεκριμένο παιχνίδι οδήγησε πολλούς στην παραίτηση, σε μια πανεπιστημιακή θεωρητική πόζα ή απλώς σε καλοπληρωμένες θέσεις μέσα στο βαθύ κράτος και στους δημόσιους οργανισμούς.
Αυτό που κερδίζει έδαφος στα πνεύματα είναι ένα ανασήκωμα των ώμων μπροστά σε μια χαώδη πραγματικότητα που δεν αλλάζει. Με άλλα λόγια, όλο και περισσότεροι δεν πιστεύουν σε μια πιθανή πολιτική απάντηση στα μεγάλα προβλήματα. Φορούν απλώς τα ακουστικά στο αυτί, αποσύροντας την προσοχή τους από τη «μιζέρια» και προσβλέποντας στο event της ημέρας και της εβδομάδας.
Μεταφέροντας αυτόν τον προβληματισμό στη δική μας συνθήκη, αναρωτιέμαι για τον χαρακτήρα της «στιγμής» που ζούμε. Βλέπουμε μια κοινωνία που δεν κινητοποιείται από κάποιο ρεύμα, παραμένοντας κατά βάση αδιάφορη στις εκκλήσεις και στα συνθήματα των πολιτικών ηγεσιών. Το μόνο που κινείται κεντρίζοντας κάποιες χορδές (στιγμιαία όμως) είναι το τρολάρισμα, το μικρό σχόλιο εκτόνωσης και τα χιουμοριστικά και ειρωνικά memes.
Κάποιοι κοινωνικοί επιστήμονες μιλούν φυσικά για μια νέα μορφή πολιτικής έκφρασης που προκαλεί αμηχανία στους βραχμάνους της αριστεράς και στους παλιάς κοπής πολιτευτές του κέντρου και της δεξιάς. Το βέβαιο είναι όμως ότι η ελληνική δημοκρατία του 2024 δεν είναι μια δημοκρατία των μαζών, όπως αυτή της πολιτικής τομής του 1974, ούτε μια δημοκρατία των λαοσυνάξεων και των σκιρτημάτων, όπως θα αναδυθεί πολλές φορές μέχρι το 2015. Σε μεγάλο βαθμό μοιραζόμαστε την υποθερμία των περισσότερων ευρωπαϊκών κοινωνιών. Ένας ρεαλισμός της προσαρμογής έχει πάρει για τα καλά τα ηνία, ευνοώντας το χτίσιμο οχυρών επιβίωσης και άπειρες νησίδες αυτοπραγμάτωσης.
Θα πει κανείς ότι έχουμε απαλλαγεί από κάποιες πολιτικά αδέξιες αυταπάτες. Δεν είναι καθόλου βέβαιο. Νιώθουμε, πάντως, ότι σε αυτόν τον πολιτικό κύκλο μαζί με τα όποια ριζοσπαστικά σχέδια χάνει και ο άλλος ρεαλισμός, ο οποίος προσπαθεί να σώσει το νόημα της πολιτικής ελπίδας διαβάζοντας με προσοχή την πραγματικότητα. Αυτό που κερδίζει έδαφος στα πνεύματα είναι ένα ανασήκωμα των ώμων μπροστά σε μια χαώδη πραγματικότητα που δεν αλλάζει.
Με άλλα λόγια, όλο και περισσότεροι δεν πιστεύουν σε μια πιθανή πολιτική απάντηση στα μεγάλα προβλήματα. Φορούν απλώς τα ακουστικά στο αυτί, αποσύροντας την προσοχή τους από τη «μιζέρια» και προσβλέποντας στο event της ημέρας και της εβδομάδας. Περισσότερο συζητούνται οι συναυλίες του καλοκαιριού –και το τιμολόγιό τους– από όσο οτιδήποτε «πολιτικό».
Λείπουν όμως οι λέξεις για αυτή την πολιτική αθυμία. Μπορεί απλώς να διαπιστώσει κανείς τον θρίαμβο της ατομικής διαπραγμάτευσης που εκμεταλλεύεται τις τρύπες επιβίωσης και όλες τις διαθέσιμες προσφορές ευζωίας. Από μια άποψη, το ύφος παραπέμπει σε κάποιες εκδοχές της δεκαετίας του ‘90. Ξέρουμε ότι στη μόδα, στα λεξιλόγια και στις διαθέσεις παίζουν συχνά οι επαναλήψεις. Τα παλιά σίριαλ έχουν ακόμα επιτυχία. Κάτι λοιπόν μοιάζει να επιστρέφει, δίχως προφανώς να είναι το ίδιο, αφού έχουν αλλάξει οι συνθήκες, οι γενιές, το εθνικό και παγκόσμιο περιβάλλον. Είναι η αποσύνδεση από συλλογικούς στόχους. Στη θέση των συλλογικών στόχων, κυκλοφορούν τα βιντεάκια για το «ελληνικό όνειρο» ή η εξιδανίκευση των επιτυχιών της χώρας από όσους έχουν παραιτηθεί από την κριτική σκέψη και συντάσσονται με το γκουβέρνο.
Πώς μπορεί να σταθεί πάλι ένας κύκλος αποστασιοποιημένου ατομικισμού σε μια συγκυρία με πολέμους και αλλεπάλληλες κρίσεις; Γίνεται δυνατό από τη στιγμή που η αναδίπλωση των ατόμων συντηρεί κάποιους τρόπους ζωής στη βάση της ηθελημένης άγνοιας για οτιδήποτε μπορεί να τους διαταράξει. Απλώς, δεν θέλεις να ξέρεις πια τι γίνεται, διότι έχεις πειστεί ότι δεν μπορείς να κάνεις και πολλά. Πολλοί κατακτούν έτσι ένα είδος ισορροπίας ανάμεσα στην αναδίπλωση, στην άγνοια και σε μια αλά καρτ συμμετοχή τους στο μίνιμουμ των υποχρεώσεων. Σαν ένας ολόκληρος κόσμος να δίνει εντολή στον εαυτό του να είναι cool. Αυτό ίσως φέρνει στο νου το cool της εκσυγχρονιστικής περιόδου στην Ελλάδα, εκείνη την επιθετική εξωστρέφεια της μικρομεσαίας τάξης όπου είχαν χωρέσει και οι επιθυμίες των πιο «κάτω».
Είναι όμως μια δεύτερης τάξης κανονικότητα αυτή. Μοιάζει με συλλογική παντομίμα που προέρχεται από τον κορεσμό, τις παλιότερες απογοητεύσεις και το θέαμα της αταξίας που έρχεται και από έξω, από τα campus της Αμερικής μέχρι τη Ράφα και τα ερείπιά της. Καμιά δημοκρατία δεν μπορεί τελικά να σταθεί για πολύ πάνω στην εθελοτυφλία και στις υπεκφυγές.