ΠΑΡΟΤΙ ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΕΤΑΙ εσχάτως στις δημοσκοπήσεις, που φέρνουν τη σύγχρονη εκδοχή του σταθερά στην τρίτη θέση ενόψει των ευρωεκλογών, το νοσταλγικό ειδικό βάρος του ΠΑΣΟΚ παραμένει μεγαλοπρεπές και αδιαμφισβήτητο, όπως δείχνει η πρόσφατη μεγάλη έρευνα της Metron Analysis με αφορμή τα πενήντα χρόνια της –μεσήλικης πλέον– Μεταπολίτευσης.
Ο καημός για τα ‘80s και τα ‘90s είναι ισχυρός, ακόμα και σε εκείνους που δεν τα γνώρισαν, η νοσταλγία είναι ανίκητη. Και οικουμενική.
Παρότι τα δύο σκέλη του όρου («νόστος» και «άλγος») προέρχονται από ελληνικές λέξεις, η «νοσταλγία» αποτελεί σύνθεση του Ελβετού γιατρού Γιόχαν Χόφερ από τον 17ο αιώνα, όταν αντιμετώπισε τις περιπτώσεις Ελβετών μισθοφόρων που παρουσίαζαν έντονα παθολογικά συμπτώματα από τον καημό τους να επιστρέψουν πίσω στην πατρίδα τους. Σταδιακά όμως, μέσα στους αιώνες, η λέξη κατέληξε να σημαίνει τη λαχτάρα για μια χαμένη εποχή παρά για μια χαμένη πατρίδα.
Με τη νοσταλγία δεν πας μπροστά, λέει το επιχείρημα των ποικίλων θιασωτών της ανάπτυξης, της προόδου και του (αέναου) εκσυγχρονισμού. Συχνά όμως, αυτή είναι μια μέθοδος υπεράσπισης μια αφελούς –ή κουτοπόνηρης– πίστης σε μια ιδέα περί εξέλιξης που είναι πιο ύπουλη από τη νοσταλγία και επίσης επιβεβαιώνεται όλο και λιγότερο από τις τρέχουσες συνθήκες.
Το κατηγορητήριο εναντίον της νοσταλγίας είναι μακρύ και συχνά αδυσώπητο. Σύμφωνα μ’ αυτό, η νοσταλγία είναι ένα μάλλον ευτελές συναίσθημα και ένα οπισθοδρομικό και δυνάμει αντιδραστικό ένστικτο. Μια λαχτάρα για ένα ανεπανόρθωτο παρελθόν, μια προσμονή για κάτι που δεν πρόκειται να ξανάρθει και που κατά πάσα πιθανότητα δεν ήταν τόσο ιδανικό όσο θέλουμε να πιστεύουμε.
«Μην ενδώσεις στη νοσταλγία, ξέχασέ μας όλους» λέει στον μικρό Σαλβατόρε o Αλφρέντο, ο ηλικιωμένος προτζεκτιονίστας, στο «Σινεμά ο Παράδεισος». Προβάλλοντας τους πόθους και τις επιθυμίες μας στο παρελθόν, είναι σαν να ρίχνουμε άμμο στην ιστορική πραγματικότητα. Η νοσταλγία είναι γλυκιά αλλά ανθυγιεινή και ψεύτικη. Και ενδεχομένως επικίνδυνη, πολιτικά.
«Στην επταετία κοιμόμασταν με ανοιχτές τις πόρτες» είναι ένα από τα σλόγκαν των νοσταλγών της χούντας, ενώ η μισή Αμερική φοράει καπέλο που γράφει Make America Great Again, ένα σύνθημα που ο Τραμπ βούτηξε (νοσταλγικά) από την προεκλογική καμπάνια του Ρέιγκαν το 1980.
Με τη νοσταλγία δεν πας μπροστά, λέει το επιχείρημα των ποικίλων θιασωτών της ανάπτυξης, της προόδου και του (αέναου) εκσυγχρονισμού. Συχνά όμως, αυτή είναι μια μέθοδος υπεράσπισης μιας αφελούς –ή κουτοπόνηρης– πίστης σε μια ιδέα περί εξέλιξης που είναι πιο ύπουλη από τη νοσταλγία και επίσης επιβεβαιώνεται όλο και λιγότερο από τις τρέχουσες συνθήκες.
Ναι, η αναζήτηση της ευδαιμονίας –«επίπλαστης» και μη– σε άλλους τόπους και χρόνους μπορεί να θολώσει το βλέμμα, την αντίληψη και την διορατικότητα. Ωστόσο, για τα πλήθη των ανθρώπων που είναι θύματα και όχι φορείς της ιστορικής αλλαγής, η νοσταλγία μπορεί να προσφέρει πολύτιμη διαφυγή όταν όλοι οι άλλοι δρόμοι έχουν αποκλειστεί. Δεν μας γεμίζει απελπισία η νοσταλγία, αντιθέτως συχνά λειτουργεί παρηγορητικά και βρίσκεται πάντα διαθέσιμη για να μας υποδεχτεί όταν είμαστε απελπισμένοι από το σήμερα και τρομοκρατημένοι από το αύριο.