ΟΛΟ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΛΕΟΝ ασχολείται μόνο με τις ευρωεκλογές, ακόμα και τα κυβερνητικά στελέχη ελάχιστα ασχολούνται με οτιδήποτε άλλο. Ο πρωθυπουργός, άλλωστε, έχει αναθέσει από τον περασμένο μήνα σε κάθε υπουργό και μία περιφέρεια.
Την Κρήτη, για παράδειγμα, την έχει αναθέσει στον υπουργό Παιδείας Κυριάκο Πιερρακάκη (αλλά ασχολείται με αυτήν και η Ντόρα Μπακογιάννη). Την Πελοπόννησο (όπου έχει επιρροή ο Αντώνης Σαμαράς) την έχει αναθέσει στον υπουργό Επικρατείας Μάκη Βορίδη, τη δύσκολη και κρίσιμη Κεντρική Μακεδονία στον υπουργό Άμυνας Νίκο Δένδια, την περιφέρεια Βορείου Αιγαίου στον Δημήτρη Καιρίδη – και αυτή είναι μάλλον η λιγότερο σοφή επιλογή, καθώς οι περισσότερες από τις άλλες ήταν αρκετά μελετημένες και στοχευμένες. Ο κ. Καιρίδης, όμως, δεν είναι πολύ δημοφιλής στη δεξιά βάση την οποία προσπαθεί να μη χάσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ειδικά στις δύσκολες περιφέρειες. Τη Δυτική Μακεδονία π.χ., όπου καταγράφονται απώλειες στα δεξιά, την ανέθεσε στον υπουργό Υγείας Άδωνι Γεωργιάδη. Την πληγωμένη Θεσσαλία, η οποία χρειάζεται μεγάλη οικονομική υποστήριξη για τα έργα ανασυγκρότησης μετά τις καταστροφικές πλημμύρες, τη χρέωσε στον υπουργό Οικονομικών Κωστή Χατζηδάκη, ενώ στην Αττική θα πέσουν όλες οι δυνάμεις, καθώς είναι η μεγαλύτερη και καθοριστική περιφέρεια.
Για ποιον λόγο, όμως, οι υπουργοί πρέπει να παρατήσουν τα υπουργικά γραφεία και να τρέχουν στην περιφέρεια για την κομματική προεκλογική εκστρατεία, ενώ υπάρχουν τόσοι βουλευτές και κομματικά στελέχη για να κάνουν τη δουλειά; Την ερώτηση αυτή θα μπορούσε να κάνει μόνο κάποιος ανυποψίαστος που δεν γνωρίζει πώς δουλεύουν τα κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα. Διότι μπορεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης να μιλάει για «πολυδιάστατο εκσυγχρονισμό», αλλά κατά την προεκλογική περίοδο ειδικά σέβεται απολύτως τους παραδοσιακούς τρόπους του πολιτεύεσθαι.
Το πελατειακό σύστημα κρατάει γερά στην Ελλάδα και πολλοί, ακόμα και σήμερα, περιμένουν τον υπουργό να έρθει στην πόλη ή στο χωριό τους για να διευθετήσει τα συλλογικά ή προσωπικά τους αιτήματα.
Οι βουλευτές και τα κομματικά στελέχη δεν μπορούν να υποσχεθούν και πολλά στους ψηφοφόρους. Ή, ακόμα και αν το κάνουν, οι υποσχέσεις τους δεν έχουν την ίδια πέραση με αυτή των υπουργών, οι οποίοι, ανάλογα και με τη δεινότητά τους, μπορούν να καλλιεργήσουν υψηλότερες προσδοκίες.
Το πελατειακό σύστημα κρατάει γερά στην Ελλάδα και πολλοί, ακόμα και σήμερα, περιμένουν τον υπουργό να έρθει στην πόλη ή στο χωριό τους για να διευθετήσει τα συλλογικά ή προσωπικά τους αιτήματα.
Επιπλέον, υπάρχει μια κρίσιμη μάζα κάθε φορά που πάει με τον (εκάστοτε) νικητή για να έχει πρόσβαση στην εξουσία, χωρίς να ενδιαφέρεται για πολιτικές αρχές και ιδεολογία. Εδώ είναι που διατηρεί μεγάλο πλεονέκτημα η Νέα Δημοκρατία, καθώς τα υπόλοιπα κόμματα δεν βλέπουν προοπτική εξουσίας ούτε με τα κιάλια αυτή την περίοδο. Κι επειδή γνωρίζουν και εκείνα ότι αυτή είναι η μεγάλη τους αδυναμία, έχουν αρχίσει τις προσπάθειες για τη συσπείρωση των δυνάμεων της ευρύτερης κεντροαριστεράς.
Πώς θα το πετύχουν όμως; Αυτήν τη στιγμή στην κεντροαριστερά μιλάνε για ενότητα και είναι όλοι εναντίον όλων.
Ο Κασσελάκης επιτίθεται κάθε τόσο στον Ανδρουλάκη και λέει ότι μετά τις ευρωεκλογές δεν θα του τηλεφωνήσει αλλά θα προσπαθήσει να του πάρει τα στελέχη του. Το ίδιο περίπου λέει και για τη Νέα Αριστερά. Καλεί πίσω τα απλά μέλη, αλλά βλέπει ως εχθρό την ηγεσία της. Για τον Τσίπρα προσπαθεί να λέει καμιά καλή κουβέντα δημόσια, αλλά εσωτερικά τον αποδομεί συστηματικά και οι σχέσεις τους μετά το συνέδριο είναι κακές. Τα παλιά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ διοργανώνουν τακτικά κρυφές (από τον Κασσελάκη) συναντήσεις με θέμα τι θα κάνουν και πώς θα τον αντιμετωπίσουν. Ο Κασσελάκης, πάλι, έχει ακυρώσει στην πράξη όλα τα όργανα και κάθε δημοκρατική διαδικασία, αποφασίζει για τα πάντα μόνος του και λέει ότι πάνω απ' όλους είναι η βάση, την οποία εκφράζει φυσικά «αδιαμεσολάβητα» ο ίδιος.
Στο ΠΑΣΟΚ ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν θέλει ούτε να ακούει για συνεργασία με τον Στέφανο Κασσελάκη, την οποία ευλόγως θεωρεί αδύνατη, αλλά προσπαθεί κι εκείνος να αποκτήσει διαύλους με στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να το φωνάζει. Την ίδια στιγμή, όμως, τουλάχιστον δύο στελέχη ετοιμάζονται να τον αμφισβητήσουν μετά τις ευρωεκλογές, αν το αποτέλεσμα δεν είναι καλό για το ΠΑΣΟΚ. Το ένα από αυτά είναι ιδιαίτερα δραστήριο, κινείται πάρα πολύ, έχει τη στήριξη μερικών «δεινοσαύρων» και τελευταία ακούγεται ότι το στηρίζει ο Βαγγέλης Βενιζέλος, ενώ επιδιώκει να τα βρει και με τον Αλέξη Τσίπρα. Όλα αυτά χωρίς κανείς να μπορεί ακόμα να προεξοφλήσει το εκλογικό αποτέλεσμα.
Όσο για τη Νέα Αριστερά, αυτή παλεύει για την επιβίωσή της και βλέπει το σύστημα Κασσελάκη να της επιτίθεται, την ώρα που ο ίδιος προσκαλεί τον Βαρουφάκη και την Κωνσταντοπούλου για συνεργασία – αν και μάλλον το κοινό τους προσπαθεί να προσελκύσει. Αρκετά στελέχη της ηγεσίας της, πάντως, συνομιλούν με βουλευτές που έχουν μείνει στον ΣΥΡΙΖΑ, εξετάζοντας σενάρια για την επόμενη μέρα.
Το κλίμα στα κόμματα που διεκδικούν τους κεντροαριστερούς ψηφοφόρους είναι ένα κλίμα διχόνοιας και υπονόμευσης και αυτό είναι σημαντικό εμπόδιο. Το ένα κόμμα εχθρεύεται το άλλο, ενώ έχει αποδειχθεί ότι ο καθένας μόνος του δεν μπορεί και ταυτόχρονα υπάρχουν υπόγειες κινήσεις για την αμφισβήτηση της ηγεσίας τους και στο εσωτερικό των κομμάτων. Προσωπικότητα με τα προσόντα που απαιτούνται για να ενώσει τον χώρο αυτό δεν έχει εμφανιστεί για την ώρα. Έτσι, οι ηγεσίες των δύο κυρίως κομμάτων, του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, θα παλέψουν τώρα για ένα καλό ποσοστό στις ευρωεκλογές και για τη δεύτερη θέση ώστε να μην αμφισβητηθούν και να επιβιώσουν. Διότι μετά τις ευρωεκλογές στην κεντροαριστερά θα υπάρχει κινητικότητα και προσπάθειες για τη διαμόρφωση ενός νέου πολιτικού τοπίου.