Αυτά τα σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητα πεδία ‒έμφυλες σχέσεις, επιτελέσεις και προσδιορισμοί, γάμος, εξωσυζυγικές σχέσεις, πορνεία, ομοφυλοφιλία, η θέση των γυναικών, των ευνούχων κ.ά. μέσω των αποτυπώσεών τους στην τέχνη, τη λογοτεχνία, τη νομοθεσία αλλά και σε εκκλησιαστικά κείμενα‒ επιδιώκει να αναδείξει η συλλογική αγγλόφωνη έκδοση «The routledge handbook of gender and sexuality in Byzantium» που μόλις κυκλοφόρησε με τη συμμετοχή επιφανών Ελλήνων και ξένων βυζαντινολόγων, σε επιμέλεια Mati Meyer και Χάρη Μεσσή, με τον οποίο είχαμε μια πολύ διαφωτιστική συζήτηση.
— Είναι οπωσδήποτε καλοδεχούμενη μια έκδοση που εστιάζει σε ζητήματα φύλου και σεξουαλικότητας στο Βυζάντιο, δεδομένου ότι πολλοί το ταυτίζουν με την ακραία συντήρηση και τη θρησκοληψία. Μήπως είναι εσφαλμένη αυτή η εντύπωση τελικά;
Η ακραία συντήρηση και η θρησκοληψία που αποδίδουμε στο Βυζάντιο δεν είναι παρά η άκριτη προβολή στο σήμερα των αντιλήψεων που είχαν οι εκπρόσωποι του Διαφωτισμού και οι επίγονοί τους. Οι Διαφωτιστές είχαν μετατρέψει το Βυζάντιο, χωρίς πραγματικά να γνωρίζουν σε βάθος την ιστορία και τον πολιτισμό του, σε επιχείρημα στην πάλη τους ενάντια στην απολυταρχική μοναρχία του καιρού τους. Γι’ αυτούς ενσάρκωνε εκείνο που κυρίως απεχθάνονταν, ένα ανελεύθερο, βίαιο πολιτικό σύστημα που νομιμοποιούνταν μέσα από την προνομιακή του σχέση με τη θρησκεία. Σήμερα, που γνωρίζουμε καλύτερα την ιστορία του Βυζαντίου, μπορούμε με ασφάλεια να πούμε ότι ήταν εξίσου, ή και λιγότερο, ακραία συντηρητικό και θρησκόληπτο από τη σημερινή ελληνική κοινωνία. Δείτε, για παράδειγμα, την τρέχουσα συζήτηση για το αν άτομα του ίδιου φύλου μπορούν να υιοθετήσουν παιδιά: στο Βυζάντιο του τέλους του 9ου και των αρχών του 10ου αιώνα είχε δοθεί το δικαίωμα της υιοθεσίας ακόμα και σε μεμονωμένους ευνούχους.
— Ήταν, άραγε, κοινές οι αντιλήψεις για το σεξ, τις έμφυλες σχέσεις και τα έμφυλα ζητήματα σε όλη τη βυζαντινή επικράτεια ή μεταβάλλονταν ανάλογα με τον τόπο, τους διάφορους λαούς που ζούσαν στην αυτοκρατορία και τη χρονική περίοδο;
Μια σειρά εγγενών περιορισμών στις πηγές που διαθέτουμε δεν μας επιτρέπει να ανασυνθέσουμε τη βυζαντινή πραγματικότητα στην τοπική ή κοινωνική ποικιλομορφία της. Η βυζαντινή λογοτεχνία, που γράφεται στις μεγάλες πόλεις και κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, αντανακλά αναζητήσεις μιας περιορισμένης ομάδας λογίων που αγωνιούν περισσότερο να γίνουν μέρος μιας λογοτεχνικής παράδοσης, να μιμηθούν δηλαδή παλαιότερες λογοτεχνικές αυθεντίες, παρά να αποτυπώσουν με ακρίβεια την καθημερινότητά τους. Αν κάνουν το τελευταίο, το επενδύουν ρητορικά έτσι ώστε οι μαρτυρίες τους να έχουν ανάγκη συστηματικής αποκωδικοποίησης. Οι αγιολογικές διηγήσεις που προέρχονται από ένα ευρύτερο γεωγραφικό φάσμα υποτάσσουν τις τοπικές ιδιαιτερότητες σε βιβλικά σχήματα και παραδείγματα συμπεριφοράς και δεν επιτρέπουν να χρησιμοποιηθούν ως μαρτυρίες της ζωής στην επαρχία. Η φύση των εγγράφων που μας σώθηκαν (μοναστηριακά κυρίως αρχεία) δεν μας βοηθά καθόλου να ανασυνθέσουμε τις σύνθετες κοινωνικές σχέσεις παρά μόνο όσον αφορά χρήσεις γης και οικονομικές συναλλαγές.
Η συζήτηση περί του φύλου των αγγέλων δεν απασχόλησε τη βυζαντινή θεολογική σκέψη. Γι’ αυτούς οι άγγελοι δεν είχαν φύλο γιατί δεν είχαν σαφή σωματική οντότητα. Το φύλο αποτελούσε χαρακτηριστικό του πτωτικού σώματος, αυτού που προέκυψε μετά την εκδίωξη των Πρωτόπλαστων από τον Παράδεισο και θεωρούνταν σημάδι τιμωρίας.
Οι μόνες ενδείξεις τοπικών ιδιαιτεροτήτων σε σχέση με την έμφυλη πραγματικότητα βρίσκονται στα αρχεία κάποιων επισκοπών (έχουν σωθεί δύο τέτοια αρχεία από τον 13ο αιώνα, ένα του Δημήτριου Χωματιανού ή Χωματηνού, αρχιεπισκόπου Αχρίδος, κι ένα του Ιωάννη Απόκαυκου, μητροπολίτη Ναυπάκτου), που πραγματεύονται ζητήματα τα οποία αφορούν ερωτικά εγκλήματα, κωλύματα γάμου και λόγους διαζυγίου. Τέλος, μια σειρά απαντήσεων διαφόρων νομοκανονολόγων σε ερωτήματα επισκόπων της επαρχίας μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να αποκαλύπτουν ζητήματα που άπτονται του φύλου και της ερωτικής «αναρχίας» στις συγκεκριμένες περιοχές.
Με τα δεδομένα αυτά οι τοπικές ιδιαιτερότητες, αν υπάρχουν κι αν ο χριστιανισμός δεν κατόρθωσε εν τω μεταξύ να τις απαλείψει, παραμένουν αόρατες και οι ενδεχόμενες διαφοροποιήσεις στις αντιλήψεις μεταξύ διαφορετικών γεωγραφικών οντοτήτων συνάγονται από τη λογική του σύγχρονου ιστορικού και τη δημιουργική ανασύνθεση του παρελθόντος μέσα από μια σειρά αποσπασματικών πληροφοριών. Με δεδομένο, επίσης, ότι οι αντιλήψεις για το φύλο και τη σεξουαλικότητα ανήκουν στη μακρά διάρκεια, η ανθρωπολογική μελέτη των παραδοσιακών κοινωνιών του μεσογειακού χώρου μπορεί να βοηθήσει να ανασυνθέσουμε βυζαντινές πραγματικότητες.
Όσον αφορά τους ξένους λαούς, συχνά οι εθνολογικές παρατηρήσεις των Βυζαντινών αναφέρονται σε ζητήματα φύλου και σεξουαλικότητας, υπογραμμίζοντας αυτό που νομίζουν ότι διαφέρει αισθητά απ’ ό,τι οι ίδιοι θεωρούν σωστό. Αυτές οι παρατηρήσεις, όμως, είναι συνήθως προβολές της αγωνίας των ίδιων των Βυζαντινών σε αυτό που αισθάνονται ως απειλή για τις αξίες τους και δεν αποτελούν ασφαλείς τρόπους να κατανοηθούν οι έμφυλες αντιλήψεις και η ερωτική συμπεριφορά των άλλων λαών.
— Ισχύει ότι, όπως γράφει και η Judith Herrin στην εισαγωγή, ο συντηρητισμός που χαρακτήριζε γενικά τον κλάδο όχι μόνο επισκίαζε την έρευνα πάνω σε τέτοιες θεματικές αλλά αποθάρρυνε τις γυναίκες να εντρυφήσουν στις βυζαντινές σπουδές; Πόσο έχει αλλάξει σήμερα αυτό;
Η μελέτη του Βυζαντίου, της ιστορίας του αλλά κυρίως της λογοτεχνίας του ξεκίνησαν στη Δυτική Ευρώπη μέσα από κύκλους εκκλησιαστικούς, καθολικούς και προτεσταντικούς. Η κληρονομιά αυτή σκίαζε για πολλά χρόνια την ενασχόληση με το Βυζάντιο και όσες έρευνες αφορούσαν το φύλο ασχολούνταν με μεμονωμένες γυναικείες μορφές και τον ρόλο τους στην πολιτική ή πνευματική ζωή της αυτοκρατορίας. Η προσέγγιση ήταν εμπειρική και περιγραφική και δεν υπήρχε κανένας θεωρητικός προβληματισμός για τις έμφυλες διαφοροποιήσεις και τη βαθύτερη λογική τους στη βυζαντινή κοινωνία. Στα τέλη του περασμένου αιώνα, όταν οι σπουδές φύλου καθιερώθηκαν κυρίως στα αμερικανικά πανεπιστήμια, που άρχισαν να δίνουν τον τόνο στις μεταμορφώσεις των επιστημονικών αναζητήσεων σε παγκόσμια κλίμακα, και είχε πια εμπεδωθεί η διάκριση μεταξύ βιολογικού και κοινωνικού φύλου άρχισαν και οι βυζαντινολόγοι, δειλά και με κάποια επιφύλαξη, να προσπαθούν να μεταφέρουν τις σύγχρονες αναζητήσεις στα δεδομένα της βυζαντινής κοινωνίας.
Οι γυναίκες και οι ευνούχοι έγιναν ο προνομιακός χώρος αυτής της πρώιμης αναζήτησης και η προσέγγιση υπήρξε κατά βάση ιστορική: η ανασύσταση της βυζαντινής έμφυλης πραγματικότητας μέσα από τη μελέτη των κειμένων ως πηγών και η αναζήτηση των αληθειών πίσω από φλύαρα συμβατικά ρητορικά ή καλλιτεχνικά παραπετάσματα που δημιουργούν με μαεστρία Βυζαντινοί συγγραφείς και καλλιτέχνες. Τις τελευταίες δεκαετίες, που το κοινωνικό φύλο αντιμετωπίζεται όχι ως «απτή πραγματικότητα» αλλά ως επιτέλεση ‒μια επιτέλεση που παράγει βέβαια «πραγματικά αποτελέσματα»‒, η μελέτη του αφορά πλέον φιλολόγους και ιστορικούς της τέχνης που αναζητούν κατά προτεραιότητα τις κειμενικές και καλλιτεχνικές επιτελέσεις του φύλου και τις αναπαραστάσεις των έμφυλων ταυτοτήτων. Γι’ αυτούς, το ρητορικό ή καλλιτεχνικό παραπέτασμα έχει εξίσου ή και μεγαλύτερη σημασία για τη μελέτη του φύλου από την αναζήτηση συγκεκριμένων έμφυλων πρακτικών, καθώς αποτελεί το δομικό και ουσιαστικό υλικό της επιτέλεσης.
Την τελευταία δεκαετία γίνεται, επίσης, μια νέα θεωρητική προσπάθεια ώστε το φύλο να συνεξετάζεται στη διάδρασή του με τη φυλή και την κοινωνική διαστρωμάτωση, να ενταχθεί δηλαδή στην ευρύτερη μελέτη των μηχανισμών του κυρίαρχου λευκού δυτικού ανδρικού λόγου για να επιβεβαιώνει την κυριαρχία του. Από την άλλη, η σύγχρονη προσπάθεια για ρευστοποίηση των έμφυλων κατηγοριών προωθεί την αναζήτηση στο παρελθόν τρανς ή «non binary» ατόμων. Όλα αυτά είναι νομιμοποιημένες και καλοδεχούμενες αναζητήσεις, αρκεί να γίνονται με στέρεα γνώση των κειμένων και σεβασμό στα ιστορικά και κοινωνικά συμφραζόμενα.
Η μελέτη του Βυζαντίου αργά, αλλά σταθερά προσπαθεί να ενσωματώσει αυτούς τους θεωρητικούς προβληματισμούς κυρίως στον αγγλοσαξονικό κόσμο. Στην Ελλάδα τα πράγματα δεν είναι ιδιαίτερα ρόδινα. Κυριαρχεί ο εμπειρισμός και βασιλεύει η καχυποψία και συχνά η ανοιχτή εχθρότητα προς τις νεωτερικές θεωρίες και προσεγγίσεις.
— Ποια ήταν η νομική θέση των γυναικών στο Βυζάντιο και τι ευκαιρίες είχαν να ανελιχθούν κοινωνικά ή ακόμα και να αυτονομηθούν; Ήταν άραγε σε καλύτερη, χειρότερη ή στην ίδια πάνω-κάτω θέση συγκριτικά με την καθολική Δύση και την (κυρίως) μουσουλμανική Ανατολή;
Η γυναίκα, όπως και ο άνδρας, βρίσκονται στο σταυροδρόμι πολλών κυρίαρχων κανονιστικών, περιγραφικών, θεολογικών, ιατρικών, νομικών κ.λπ. «λόγων» που ορίζουν και προσεγγίζουν πολλαπλά και συχνά αντιφατικά τις έμφυλες πραγματικότητες. Σε όλα τα είδη των λόγων όμως υπάρχει μια βασική ιδέα, αυτή της κατωτερότητας της γυναίκας βάσει ορισμένων βιολογικών και ψυχικών της χαρακτηριστικών ή βάσει της θείας βούλησης που ήθελε να δημιουργήσει ένα ιεραρχικά και συμπληρωματικά δομημένο σύμπαν.
Νομικά, η γυναίκα αποτελεί ένα υπό κηδεμονία υποκείμενο και αναγνωρίζεται ως τέτοιο στη σχέση της με έναν άνδρα ως κόρη, σύζυγος ή χήρα κάποιου. Ακόμα και οι μοναχές αναφέρονται ως σύζυγοι του Χριστού. Αυτό περιορίζει αισθητά τις δυνατότητες κοινωνικής ανέλιξης και οικονομικής αυτονόμησης των γυναικών, αλλά δεν τις αποκλείει. Όταν μιλάμε για απτές πραγματικότητες, δεν πρέπει να θεωρούμε τη «γυναίκα» ως ενιαία κατηγορία, όπως αφήνουν να νοηθεί οι διάφοροι κανονιστικοί λόγοι του παρελθόντος αλλά και του σήμερα. Αν δούμε τη βυζαντινή πραγματικότητα με μεγαλύτερη προσοχή, θα διαπιστώσουμε πόσο σημαντική θέση επέχουν το κοινωνικό στάτους, η οικονομική δύναμη, η προσωπικότητα συγκεκριμένων γυναικών, επώνυμων ή και ανώνυμων, και πόσο ανίσχυρα γίνονται τα κανονιστικά πλαίσια όταν αντιμετωπίζουν «εξαιρετικές περιπτώσεις» που δυνητικά μπορεί να είναι όλες οι γυναίκες στα μικροκοινωνικά τους συμφραζόμενα.
Συγκρίσεις με την καθολική Δύση και τη μουσουλμανική Ανατολή καλύτερα να αποφεύγονται όταν δεν αντιπαραβάλλονται όμοιες καταστάσεις, π.χ. οι γυναίκες ως έμποροι, πωλήτριες κ.λπ. Αρκεί η γενική διαπίστωση ότι, με διαφορετικό βαθμό και ένταση, μοιράζονται με το Βυζάντιο την ίδια βασική ιδέα της γυναικείας κατωτερότητας. Ας επισημανθεί, βέβαια, ότι η έννοια της κατωτερότητας δεν είναι γι’ αυτούς κάτι κατ’ ανάγκην αρνητικό. Η κατωτερότητα επιβεβαιώνει την ιεραρχία (και όχι αναγκαστικά την καταπίεση) και η ιεραρχία επιβεβαιώνει την κοινωνική ευταξία. Γι’ αυτό πολλές φορές ακόμα και η σχέση του ανθρώπου με τη θεότητα αποδίδεται, σε κάποια τουλάχιστον θεολογικά κείμενα, με όρους έμφυλης διαφοράς, όπου η θηλυκή κατωτερότητα συμβολίζει την ανθρωπότητα, ενώ η ανδρική ανωτερότητα συμβολίζει τη θεότητα. Πρόκειται για μια «ευτυχή» ανισότητα.
— Είχαν, άραγε, οι έντονες θεολογικές συζητήσεις για το φύλο των αγγέλων στον Μεσαίωνα αυστηρά θρησκευτική διάσταση ή ήταν κάτι ευρύτερο, ένας «προάγγελος» των σύγχρονων έμφυλων προβληματισμών, τρόπον τινά;
Η συζήτηση περί του φύλου των αγγέλων δεν απασχόλησε τη βυζαντινή θεολογική σκέψη. Γι’ αυτούς οι άγγελοι δεν είχαν φύλο γιατί δεν είχαν σαφή σωματική οντότητα. Το φύλο αποτελούσε χαρακτηριστικό του πτωτικού σώματος, αυτού που προέκυψε μετά την εκδίωξη των Πρωτόπλαστων από τον Παράδεισο και θεωρούνταν σημάδι τιμωρίας. Οι προβληματισμοί πάνω στην έμφυλη διαφοροποίηση στο Βυζάντιο διατυπώνονταν ανεξάρτητα από τη συζήτηση περί αγγέλων και είχαν κεντρική σημασία κυρίως την εποχή που ο χριστιανισμός επιβεβαιωνόταν ως εναλλακτικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης και ως κίνημα ανατροπής και ρήξης με τις αξίες του αρχαίου ελληνορωμαϊκού κόσμου καθώς και αμέσως μόλις αποκαταστάθηκε ως ρεύμα κυρίαρχης σκέψης.
Ό,τι ακολουθεί στη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο συνήθως επαναλαμβάνει τις βασικές αρχές μιας συζήτησης που είχε κλείσει ήδη στην πρώιμη βυζαντινή εποχή. Πιο συγκεκριμένα, όταν ο χριστιανισμός ήταν ανατρεπτικός της υπάρχουσας καθεστηκυίας τάξης, πρόβαλε έναν λόγο όπου αμφισβητούνταν η έμφυλη οργάνωση του αρχαίου κόσμου (ενώπιον του Χριστού δεν υπάρχει η διάκριση μεταξύ αρσενικού και θηλυκού, σύμφωνα με τον Παύλο, ο οποίος βέβαια ήταν οπαδός της ιεραρχικής οργάνωσης του αισθητού κόσμου, επιφυλάσσοντας την έμφυλη ισότητα για την επέκεινα ζωή) και προτεινόταν στις γυναίκες ο δρόμος της απελευθέρωσης μέσω της παρθενίας, δηλαδή της άρνησης να αποδεχτούν τον κατεξοχήν κοινωνικό τους ρόλο, και στους άνδρες ο δρόμος της παραίτησης από πολλά παραδοσιακά προνόμιά τους, με περιορισμό της επιθετικότητας και της βίας που αυτοί νομιμοποιούνταν να ασκήσουν. Πολλά χριστιανικά κινήματα που θεωρήθηκαν στην πορεία αιρετικά έδωσαν στις γυναίκες εξέχουσα θέση ως καθοδηγήτριες και διδασκάλισσες. Όμως, όταν ρωμαϊκό κράτος και χριστιανική εκκλησία ταύτισαν τη μοίρα τους, οι Πατέρες της Εκκλησίας επιβεβαίωσαν πλήρως τις έμφυλες αξίες του αρχαίου κόσμου και παρήγαγαν έναν συντηρητικό έμφυλο λόγο που στις γενικές του γραμμές επιβιώνει μέχρι σήμερα.
— Πώς αντιμετωπίζονταν η πορνεία και οι πόρνες; Αληθεύει ότι επαγγελματίες ιερόδουλες σύχναζαν ακόμα και στην Αγία Σοφία; Υπήρχε και ανδρική πορνεία;
Η πορνεία ανήκει στις ερωτικές συμπεριφορές που ήταν μεν καταδικασμένες ηθικά αλλά που ήταν και ως έναν βαθμό ανεκτές ή αδιάφορες για το κράτος και την κοινωνία. Να διευκρινίσουμε αρχικά ότι ο όρος «πορνεία» στο Βυζάντιο σημαίνει ταυτόχρονα την εκτός γάμου ερωτική δραστηριότητα χωρίς κάποιο τίμημα αλλά και την επί χρήμασι ερωτική συναλλαγή. Οι ίδιοι οι Βυζαντινοί συγγραφείς πολλές φορές συντηρούν αυτήν τη σύγχυση στις ευφάνταστες ιστορίες που γράφουν για μετανοημένες πόρνες που ακολουθούν τον δρόμο του Χριστού και γίνονται αγίες. Οι διηγήσεις αυτές απεικονίζουν την πορνεία ως πάρεργο των επαγγελμάτων του θεάματος που χάριζε υψηλό κοινωνικό στάτους, πλούτο και δύναμη, εικόνα που πόρρω απέχει από τις άθλιες συνθήκες εκπόρνευσης άπορων γυναικών στους δρόμους των πόλεων και στους περιβόλους των εκκλησιών, όπου μπορούσαν ευκολότερα να συγχρωτίζονται άνδρες και γυναίκες.
Οι περισσότερες διηγήσεις περί διάσημων εταίρων που εγκαταλείπουν πολυτέλεια και πλούτο για να επιδοθούν στην πιο ακραία χριστιανική άσκηση αλλά και περί απλών γυναικών που γλιτώνουν από την πορνεία χάρη στη μεσολάβηση ευσεβών χριστιανών και οδηγούνται σε έναν έντιμο γάμο δείχνουν πως η βυζαντινή κοινωνία αντιμετώπιζε την πορνεία με κατανόηση και πραγματισμό.
Για την ύπαρξη, τώρα, ανδρικής πορνείας, δεν υπάρχουν σοβαρές μαρτυρίες. Παιδιά ή δούλοι μπορεί να εξαναγκάζονταν σε ερωτικές πράξεις με ή χωρίς αντίτιμο, αλλά δεν μπορεί να γίνει λόγος για μια τέτοιου τύπου αναγνωρισμένη αγορά έρωτα στην Κωνσταντινούπολη ή αλλού.
— Πώς αντιμετωπίζονταν αντίστοιχα η ομοφυλοφιλία και οι ομοφυλόφιλοι, άνδρες και γυναίκες; Διαβάζω ότι νόμοι όπως του Ιουστινιανού, που τιμωρούσαν αυστηρά την ομοφυλοφιλία, σταδιακά ατόνησαν. Αυτό σήμαινε, άραγε, ότι έγινε πιο ανεκτή; Υπήρχαν αυτοκράτορες είτε πατριάρχες για τους οποίους φημολογούνταν ότι ήταν ομοφυλόφιλοι;
Υπήρχαν στο Βυζάντιο ομοφυλοφιλικές πρακτικές, δεν υπήρχε όμως περιγεγραμμένος με σαφήνεια ο τύπος του ομοφυλόφιλου άνδρα ή γυναίκας που ορίζεται με βάση την επιλογή ερωτικού συντρόφου του ιδίου φύλου. Υπήρχαν, όπως και στην αρχαιότητα, αυτοί που παρέκκλιναν από τη σημειολογία του κοινωνικού τους φύλου, θηλυπρεπείς άνδρες (μαλακοί στα κείμενα) και ανδρογυναίκες, που ήταν μεν επιρρεπείς σε ερωτικές σχέσεις με άτομα του ιδίου φύλου, αλλά τίποτε δεν απέκλειε να έχουν και ετερόφυλη ερωτική ζωή. Μάλιστα, πολλοί άνδρες με θηλυπρεπή συμπεριφορά περιγράφονται σε κάποια κείμενα ως ακαταμάχητοι εραστές γυναικών, καθώς ένα από τα χαρακτηριστικά της θηλυπρέπειας είναι η μέριμνα για την ερωτική ικανοποίηση των γυναικών.
Ο χριστιανισμός θα προσθέσει στον τύπο του μαλακού εκείνον του αρσενοκοίτη. Ο αρσενοκοίτης δεν παρεκκλίνει ως προς το φύλο, αλλά ως προς την ερωτική πρακτική, είναι αυτός που επιδίδεται ενεργητικά στη σοδομία ανεξάρτητα από το φύλο του ερωτικού του συντρόφου (η σοδομιτική πρακτική με γυναίκες ονομάζεται σε κάποια κείμενα γυναικεία αρσενοκοιτία). Οι άνθρωποι με αποκλειστικά ομοφυλόφιλο ερωτικό προσανατολισμό, που σίγουρα θα υπήρχαν, δεν είχαν μια ιδιαίτερη ονομασία και δεν αποτελούσαν μια διακριτή κατηγορία. Ήταν μέρος των δύο κατηγοριών που προαναφέρθηκαν και περιγράφονταν με ασαφείς όρους, περιφράσεις, χειρονομίες ή σιωπές. Οι ποινές του ρωμαϊκού δικαίου τιμωρούν και πρόσωπα και πράξεις. Στην πριν από τον Ιουστινιανό ρωμαϊκή νομοθεσία τιμωρούνται σχεδόν αποκλειστικά οι μαλακοί που υιοθετούν προκλητική συμπεριφορά, ενώ μετά τον Ιουστινιανό και κυρίως στην «Εκλογή» των Ισαύρων τιμωρούνται τα εμπλεκόμενα πρόσωπα μόνο σε ερωτική πράξη διείσδυσης, ο ποιῶν και ο πάσχων, σύμφωνα με την ορολογία της «Εκλογής», με το βάρος και την αυστηρότητα της ποινής να πέφτει στον πρώτο, ενώ ο δεύτερος να αντιμετωπίζεται ως θύμα που χρήζει κάποιας νομικής προστασίας.
Τα πρόσωπα αυτά δεν αντιπροσωπεύουν συγκεκριμένες ερωτικές ταυτότητες, είναι οι σκαπανείς ή τα θύματα μιας συγκεκριμένης ερωτικής πράξης. Η απόδοση παρεκκλινουσών ερωτικών πρακτικών, ετερόφυλων, ή ομοφυλόφιλων, ή και των δύο, είναι ήδη από την αρχαιότητα ένα στοιχείο που συμβάλλει στην κοινωνική απαξία ενός δημόσιου προσώπου και αποτελεί στοιχείο ψόγου. Ένας τυπικός «τύραννος» πρέπει να χαρακτηρίζεται από εκρηκτική σεξουαλικότητα. Πολλοί αυτοκράτορες που δεν είναι αρεστοί αντιμετωπίζουν την κατηγορία ότι, ανάμεσα στα πολλά άλλα τους ελαττώματα, επιδίδονταν και σε ομοφυλόφιλες πράξεις, όπως π.χ. ο Κωνσταντίνος Ε’. Αυτές οι κατηγορίες όμως δεν αποτελούν σοβαρά ιστορικά τεκμήρια για την ομοφυλόφιλη συμπεριφορά κάποιων αυτοκρατόρων.
Τέλος, πολλές ερωτικές πρακτικές που θεωρούμε σήμερα ομοφυλοφιλικές (π.χ. αμοιβαίος αυνανισμός) δεν ήταν αντιληπτές ως τέτοιες, ούτε ενεργοποιούσαν ξεχωριστές σεξουαλικές ταυτότητες. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και η γυναικεία ομοφυλοφιλία. Όπου δεν υπάρχει διείσδυση, δεν υπάρχει ενοχοποιητική ερωτική πράξη αλλά ερωτικές παιδιές.
— Θυμάμαι πόση αίσθηση είχε κάνει η θεωρία του Τζον Μπόσγουελ για την ύπαρξη ομόφυλων ενώσεων που μάλιστα ευλογούσε η Εκκλησία.
Η αβάσιμη αυτή θέση έχει ήδη αντιμετωπιστεί κριτικά και έχει απορριφθεί. Ο συγγραφέας θεωρεί ως ομόφυλη ένωση την αδελφοποιία και της αποδίδει τα χαρακτηριστικά του γάμου. Η αδελφοποιία όντως είναι μια ομόφυλη ένωση (παρότι καταγράφονται και ορισμένες περιπτώσεις αδελφοποίησης μεταξύ άνδρα και γυναίκας), αλλά σίγουρα δεν είναι γαμική ένωση. Ο Μπόσγουελ εργαλοιοποίησε το παρελθόν για να υπερασπιστεί ένα αίτημα της εποχής του, τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών. Δίκαιο το αίτημα, λανθασμένη όμως η ιστορική του τεκμηρίωση.
— Πώς ερμηνεύεται η λεπτομερής περιγραφή ομοφυλόφιλων σεξουαλικών πρακτικών σε ιερά νομοκανονικά κείμενα;
Ουσιαστικά, η περιπτωσιολογία των διαφόρων ερωτικών πρακτικών εμφανίζεται κυρίως στα εξομολογητάρια που αποτελούν οδηγούς για τους εξομολογητές ώστε να είναι σε θέση να αποδώσουν το κατάλληλο επιτίμιο σε μια σειρά ερωτικών «εγκλημάτων». Η αναλυτική παρουσίαση των πράξεων που θεωρούνται ερωτικές παρεκκλίσεις στα κείμενα αυτά δεν μπορεί να θεωρηθεί ανθρωπολογική καταγραφή συγκεκριμένων πρακτικών αλλά έκφραση ενός μοναστικού φαντασιακού που μετατρέπει τις πράξεις σε λόγο.