Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΤΩΝ PULP την περασμένη Πέμπτη στο Release Athens Festival στην Αθήνα, 13 χρόνια μετά την τελευταία φορά που εμφανίστηκαν στην Ελλάδα, τον Αύγουστο του 2011 στη Μαλακάσα, από τη μια ξύπνησε αισθήματα νοσταλγίας στη γενιά των ’90s που μεγάλωσε με τους ήχους του εμβληματικού Britpop συγκροτήματος από το Sheffield, αλλά από την άλλη είχε μια πολύ ξεχωριστή δυναμική και μια τόσο ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που δεν θύμιζε σε τίποτα ανάλογες νοσταλγικές συναυλίες του είδους.
46 χρόνια από την ίδρυσή τους το 1978 και 29 από το άλμπουμ «Different Class» του 1995, που εκτόξευσε τους Pulp και τους έβαλε στην playlist των περισσότερων εφήβων της δεκαετίας του ’90, είναι πολλά, πάρα πολλά και βαραίνουν. Ωστόσο, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με ό,τι ζήσαμε όσοι βρεθήκαμε σε μια πολύ ζεστή βραδιά, εκείνη την Πέμπτη, στη συναυλία τους στην Πλατεία Νερού. Έμοιαζε με ένα σπουδαίο συμβάν εν τη γενέσει του, σαν να συμμετείχες σε κάτι που λάμβανε χώρα και έφτανε στην κορύφωσή του εκείνη ακριβώς τη στιγμή, σαν να μην πέρασε ούτε μία μέρα από το 1995· λες κι έβλεπες ένα συγκρότημα στο μεσουράνημά του και όχι στη δύση του.
Πώς αλλιώς μπορεί να περιγραφεί το ομαδικό παραλήρημα που προκάλεσε ο 60άρης πλέον Jarvis Cocker άμα τη εμφανίσει του και το πώς κατάφερε να κρατήσει με το one man show του μαγεμένα τα πλήθη για ώρες και με δύο encore μάλιστα στο τέλος; Ένας Jarvis Cocker απαστράπτων και στιβαρός που, όσο και να διέφερε εξωτερικά από τον παλιό του εαυτό, μαγνήτιζε το κοινό με την ερμηνεία του.
Υπάρχει μια ευφορία στη συγκίνηση της συσσωρευμένης εμπειρίας και της αυτοσυνείδησης που έρχεται με τα χρόνια, την οποία καμία φρεσκάδα, κανένα ορμητικό ξεκίνημα, κανένα αθώο ντεμπούτο, κανένα νεανικό hit δεν μπορεί να συναγωνιστεί.
«I was born to perform. I exist to do this», θα πει παρουσιάζοντας τον εαυτό του και κανείς δεν θα μπορούσε να φέρει αντίρρηση. Πώς να μιλήσεις για νοσταλγία όταν δίπλα σου 30άρηδες που ήταν βρέφη όταν κυκλοφορούσε το «Common People» και δεν είχαν καν γεννηθεί όταν οι Pulp έβγαζαν τους πρώτους τους δίσκους έφταναν σε έκσταση με τις πρώτες νότες του «Disco 2000»; Η νοσταλγία δεν είχε καμία θέση την ώρα που ένα σαρωτικό κύμα έσκασε σε όλη την πλατεία, από άκρη σε άκρη, σαν να πραγματοποιήθηκε μια ηλεκτρική εκκένωση που τα παρέσυρε όλα, χρόνια, δίσκους, ήχους, εποχές, ανθρώπους, ηλικίες, από τα ’90s μέχρι και σήμερα και τα συμπύκνωσε σε μία μόνο στιγμή.
Το «Disco 2000» απέκτησε με το πέρασμα του χρόνου ένα τέτοιο σημασιολογικό αλλά και συγκινησιακό φορτίο που θα χρειαζόντουσαν σελίδες επί σελίδων για να αναλυθεί. Το τραγούδι, επηρεασμένο από τις λαμπρές ημέρες της disco των ’70s, κυκλοφόρησε το 1995, μόλις πέντε χρόνια πριν από τη χρονιά-ορόσημο του 2000, αλλά η ιστορία του Cocker με την Deborah των στίχων ξεκινά από τα παιδικά τους χρόνια. Ανακαλεί ένα παρελθόν («Oh, Deborah, do you recall?») ενώ ταυτόχρονα οραματίζεται ένα μέλλον που καταφτάνει ολοταχώς και το οποίο ελπίζει να τους βρει μαζί («Let's all meet up in the year 2000»), με τη γνώση αλλά και τον τρόμο του ότι κάποτε θα μεγαλώσουν («Won't it be strange when we're all fully grown?»).
Και δεν μεγάλωσαν απλώς. Η Deborah Bone, η παιδική φίλη του Jarvis Cocker που ενέπνευσε το τραγούδι, πέθανε από καρκίνο το 2014 σε ηλικία 51 ετών. Κέρδισε την αθανασία βέβαια, καθώς έγινε η τόσο κοντινή αλλά και απρόσιτη παιδική φίλη «Ντέμπορα» για πολλές γενιές. Μα έλα που το 2000 τότε έμοιαζε ακόμα πολύ μακρινό, τα 5 χρόνια απόσταση φάνταζαν αιώνας από το φουτουριστικό millennium που φανταζόμασταν, που ήρθε κάποια στιγμή, χωρίς ιπτάμενα αυτοκίνητα και ταξίδια σε άλλους πλανήτες. Κι όχι μόνο ήρθε αλλά και μας προσπέρασε και τώρα κατέληξε το ημερολόγιο να γράφει 2024, ενώ το 2000 είναι πλέον το παρελθόν, τυλιγμένο κι αυτό με την αχλή της νοσταλγίας, και οι Pulp έχουν μεγαλώσει κι άλλο, όπως κι όσοι ζήσαμε το 2000.
Η νοσταλγία όμως δεν είναι πάντα ό,τι φαίνεται και μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε παραπλανητικά συμπεράσματα. Ο χρόνος παίζει περίεργα παιχνίδια και είναι ονομαστός για τα τερτίπια του. Κανένα «Disco 2000», λοιπόν. Καμία παραπειστική και ύπουλη νοσταλγία, όσο κι αν πουλά και κόβει εισιτήρια, δεν επιβιώνει μπροστά σε ένα τραγούδι που κερδίζει το στοίχημα του χρόνου όχι ως απομεινάρι και ξέφτι εφηβικών αναπολήσεων, αλλά ως κάτι που πάλλεται στο παρόν και μπορεί να δονεί και να ενώνει τόσους ανθρώπους, λες και οι Pulp ανακάλυψαν μια μουσική χρονοκάψουλα.
Υπάρχει μια ευφορία στη συγκίνηση της συσσωρευμένης εμπειρίας και της αυτοσυνείδησης που έρχεται με τα χρόνια, την οποία καμία φρεσκάδα, κανένα ορμητικό ξεκίνημα, κανένα αθώο ντεμπούτο, κανένα νεανικό hit δεν μπορεί να συναγωνιστεί. Ναι, ασφαλώς και δεν έχει τίποτα το γοητευτικό η φθορά και η μελαγχολία που φέρνει, ούτε μπορεί κανείς να τα παρακάμψει. Η 60χρονη Candida Doyle στα πλήκτρα χρειαζόταν πλέον τα γυαλιά πρεσβυωπίας της, ενώ υπήρχαν κι οι στιγμές επί σκηνής που ο Jarvis προσπαθούσε να πάρει ανάσες.
Δεν πρόκειται για την αυταρέσκεια όσων κατακτούν την κορυφή ή μόνο για την ικανοποίηση του χορτασμένου από αναγνώριση και εμπειρίες. Είναι αυτό το αίσθημα πληρότητας που έρχεται όταν μπορείς να έχεις εποπτεία της πορείας σου όχι απλώς ως στείρα ανασκόπηση αλλά σε ένα αξεδιάλυτο σύμπλεγμα με το παρόν, κάτι που ήταν αδύνατον να κατακτήσεις νωρίτερα. Μήπως όταν κάποιος βιώνει την περίοδο της ακμής του συνειδητοποιεί πάντα τι του συμβαίνει;
Να μπορείς να πεις «ναι, καλά τα κατάφερα, είναι όλα και όλοι εδώ και μια δημιουργία και μια ζωή πίσω μου που τώρα βρίσκει το νόημά της». Ο Cocker με σάρκα και οστά του παρόντος δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τον νεαρό Cocker που έστεκε πίσω του σε μια γιγαντοοθόνη. Δεν μπορεί, θα ήταν ίσως κάτι που αισθάνθηκε κι ο ίδιος, βλέποντας τραγούδια που έγραψε σε μιαν άλλη εποχή να φέρνουν κύματα ξέφρενου ενθουσιασμού σε ένα τόσο ετερόκλητο και πολυπληθές κοινό.
H συναυλία των Pulp έκλεισε με το «Glory Days», ενώ στις oθόνες έπαιζαν εικόνες από το ένδοξο παρελθόν της μπάντας. Αλλά κανέναν δεν μπορούσαν να ξεγελάσουν πια οι δήθεν αναδρομές και οι ιστορικές πορείες ενός εμβληματικού συγκροτήματος. Όλα αυτά μετρούσαν σίγουρα για πολλά και οι ένδοξες μέρες των Pulp αλλά και οι δικές μας ήταν και είναι στο παρόν και η όποια συγκίνηση στο τέλος τούς παραδόθηκε ολοκληρωτικά. «These are still our glory days» και τα encore έχουν άλλη χάρη όταν έρχονται μετά από μια ολόκληρη ζωή.