ΕΠΕΙΔΗ, ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΡΟΧΘΕΣΙΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ του κ. Σεβαστάκη, αναδημοσιεύεται προγενέστερο άρθρο μου σχετικό με τη σκέψη του Χρήστου Γιανναρά με αφορμή το βιβλίο του «Γρίφος θάνατος» (2021), δεν θα επανέλθω στα ζητήματα που θίγω εκεί, θα απαντήσω όμως στο κείμενο του κ. Σ. (και συγχρόνως σε αυτό του κ. Πανταζόπουλου), διότι και τα δύο, κυρίως το πρώτο, αποτιμούν το έργο του εκλιπόντος το ένα απλώς κοινωνιολογικά/πολιτειακά/πολιτιστικά, το άλλο εγκωμιαστικά έως θαυμαστικά.
Ήδη από τον τίτλο του, «Η ελληνικότητα του Χρήστου Γιανναρά», ο κ. Σεβαστάκης ξεκινάει από ένα σημείο που δεν είναι η πραγματική, κατά τη γνώμη μου, αφετηρία της σκέψης του Χ.Γ. Η ελληνικότητα μόνο κατ’ όνομα ενδιαφέρει και παθιάζει τον κ. Χ.Γ. Εξάλλου, αυτή δεν τον ενδιέφερε ούτε τον πάθιαζε ως προτεραιότητα.
Η ελληνικότητα γι’ αυτόν δεν υπήρχε ως αντικείμενο ενδιαφέροντος και πάθους παρά ως αποκλειστικά συνδεδεμένη και εξαρτημένη, θα έλεγα ταυτισμένη, με την Ορθοδοξία. Σ’ αυτήν την εξάρτηση, σύνδεση, ταύτιση, έγκειται το ενδιαφέρον και το πάθος του Χ.Γ. για την ελληνικότητα. Χωρίς την Ορθοδοξία ως προεξάρχον, δέον και καθοριστικό προηγούμενο, η ελληνικότητα θα τον άφηνε αδιάφορο.
Η ελληνικότητα, ο ελληνισμός, ο νιτσεϊκός αλαλαγμός του «Η Ελλάδα πέθανε κι εμείς την σκοτώσαμε» δεν σημαίνει παρά: «Η Ορθοδοξία πέθανε κι εμείς την σκοτώσαμε», άρα: τι κάνουμε τώρα που μείναμε άστεγοι, απροσδιόριστοι, πνευματικώς έρημοι, με κενό ουρανό και ακυρωμένα σημεία αναφοράς;
Συνεπώς, ολόκληρη η δριμεία αντι-δυτική κριτική του δεν αρύεται παρά από το απαραμείωτα παθιασμένο ενδιαφέρον του να ξαναβρεί ο χριστιανισμός, στην ορθόδοξη εκδοχή του, τη θέση που είχε άλλοτε. Εξού και η αενάως επαναλαμβανόμενη αναφορά του σε κοινότητες και άλλους προ-νεωτερικούς θεσμούς που είχαν ως κέντρο βάρους, ως αξονική διάσταση, την ορθόδοξη πίστη.
Όλη η σκέψη του –όντως συμπαγής και καλώς αρθρωμένη– δεν έχει άλλο κίνητρο από τον, κατά την κάπου σωστή ερμηνεία του, πιθηκισμό εκ μέρους των νεοελλήνων τού πάσης φύσεως εισαγομένου ευρωπαϊκού προϊόντος, είτε αυτό είναι ιδέες και συμπεριφορές, είτε εσώρουχα και έπιπλα.
Ποτέ φυσικά δεν παρεξέκλινε από αυτήν τη θέση διότι, ως εδραίος χριστιανός, την παρακμή, την ασχήμια, τη διαφθορά, την ασημαντότητα, όλα τα δεινά του άθλιου ελληνικού κράτους (σ’ αυτά είχε απόλυτα δίκιο), αυτά και άλλα παρόμοια τα απέδιδε στην απομάκρυνση από τα χριστιανικά ιδεώδη, στη μη τήρηση των χριστιανικών κανόνων τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική ζωή, στη μετατροπή αυτών των κανόνων σε μη καθοριστικούς παράγοντες του εθνικού βίου, της νεοελληνικής νοοτροπίας, με δυο λόγια στην αποχριστιανοποίηση του ελληνικού λαού – αν και θα έπρεπε να ξέρει ότι ο λαός αυτός παραμένει όχι μόνο στο βάθος αλλά και στην επιφάνεια, έστω αυτοματικά θεοσεβής: πρόσφατη θριαμβική κραυγή «διάσημου» μετά την καλή έκβαση μιας περιπέτειας της υγείας του: «Δοξάζω τον Θεό που είμαι ζωντανός». Ο Χ.Γ. –σοβαρός και έντιμος– μάλλον δεν θα αποδοκίμαζε αυτή την αυθόρμητη ευχαριστία, η οποία αποδίδει στον Θεό και όχι στους γιατρούς, στη θεία παρέμβαση και όχι στην επιστημονική επέμβαση, τη σωτηρία εκείνου και οποιουδήποτε άλλου ασθενούς.
Η ηθελημένη, λοιπόν, επικέντρωση του κ. Σ. στην κοινωνικότροπη τοποθέτηση του Χ.Γ. χάνει σε εγκυρότητα όχι βέβαια στο επίπεδο της αλήθειας της –πληρέστατα διατυπωμένη– αλλά του αληθινού κινήτρου της, χωρίς το οποίο δεν θα ήταν αυτή που ήταν.
Πάντα, για όποιο θέμα και αν επρόκειτο, ακόμα και της πιο άμεσης επικαιρότητας και καθημερινότητας, ο λόγος για τον οποίο απασχολούσε τον Χ.Γ. ήταν αμιγώς και ιδιοτελώς στοχευμένος σε βαθμό προσκοπικού καθήκοντος: να βρεθεί και να τονιστεί σε ποιον βαθμό η χριστιανική πίστη –απέφευγε τη λέξη θρησκεία, προτιμούσε, για προφανείς λόγους, τη λέξη βίωμα– τελείται και συντελείται ή χάσκει και δεινοπαθεί στα πεπραγμένα της ελληνικής κοινωνίας, σε ποιον βαθμό το προϊόν «Χριστός» είχε ακόμα πέραση στη λαϊκή αγορά, σε ποιον βαθμό «το πράγμα πουλούσε».
Η ελληνικότητα, ο ελληνισμός, ο νιτσεϊκός αλαλαγμός του «Η Ελλάδα πέθανε κι εμείς την σκοτώσαμε», δεν σημαίνει παρά «Η Ορθοδοξία πέθανε κι εμείς την σκοτώσαμε», άρα: τι κάνουμε τώρα που μείναμε άστεγοι, απροσδιόριστοι, πνευματικώς έρημοι, με κενό ουρανό και ακυρωμένα σημεία αναφοράς; Εξού και ο άκρατος θαυμασμός του και η μόνιμη αναφορά του σε Έλληνες καλλιτέχνες που υπήρξαν όλοι αδιαπραγμάτευτα Χριστιανοί, από τον Σεφέρη μέχρι τον Πικιώνη, από τον Λορεντζάτο μέχρι τον Ελύτη, από τον Παπατσώνη μέχρι τον Παναγιωτόπουλο – λέξη για τον Καρυωτάκη, τον Καρούζο, επιφυλακτικός για τον Καβάφη, ούτως ή άλλως καταδικαστικός για όσους ελλειμματικούς σε ό,τι αφορά τη χριστιανική παράδοση.
Βλέπουμε συνεπώς μία σταθερή «στράτευση» στους ομοϊδεάτες, σε όσους είναι με το μέρος μας, σε όσους δίνουν τα δικά τους εχέγγυα στη δική μας «παράταξη». Αυτή η άκρως επιλεκτική –όσο και αν αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμά του– προτίμηση είναι άκρως συνδεδεμένη με την επιλεκτική και απόλυτη προτεραιότητα που έδωσε ο Χ.Γ. στην Ορθοδοξία έναντι της ελληνικότητας, και που αποτυπώνεται με έκτυπο σφραγιδόλιθο στο συντελεσθέν πολύτομο.
Αυτή η προτεραιότητα αποτελεί, νομίζω, τη ρίζα του έργου του αλλά και τον λόγο για τον οποίο ανήκει μάλλον στη γραμμή των Πατέρων της Εκκλησίας και όχι στην περιοχή του στοχασμού – στον αληθινό στοχασμό δεν προέχει, ούτε καν υπάρχει, κάποιος Θεός, γι’ αυτό και ο Πλάτων περισσότερο θεολογεί παρά φιλοσοφεί.
Όσο για τον έρωτα, τα πράγματα γίνονται κάπως πιο σαφή. «Ο έρωτας», γράφει ο Χ.Γ., «είναι μία έλλειψη, μία ανάγκη πλήρωσης, μία οδυνηρή αναζήτηση τού Θεού». Εδώ, ακόμα και η πλατωνική καταγωγή μεταποιείται σε χριστιανική, αφού η απόληξη του πλατωνικού έρωτα, το Αγαθό, οι Ιδέες, το Πνεύμα, αντικαθίσταται από τον χριστιανικό Θεό. Μπορεί να μας πει ο κ. Πανταζόπουλος με ποιον τρόπο μπορεί να γίνει στοιχειωδώς συζητήσιμη η βεβαιότητα ότι ο Έρως, πάντα αρχαίος και πάντα αρχέγονος, είναι έλλειψη του Θεού; Οδυνηρή αναζήτησή του; Κι αν μπορεί, τι μένει από τον έρωτα; Κι ακόμα: μπορεί ο έρωτας να γίνει όργανο θεολογικών επιθυμιών και επιδιώξεων; Η αγία Θηρεσία σπαράζει ακόμα σύγκορμη από το ξίφος του αγγέλου που διεισδύει στα σωθικά της, και η έκφραση τού προσώπου της είναι η έκφραση του προσώπου κάθε ανθρώπου που αγάλλεται ερωτικώς.
Οι ψευδο-πνευματικές διαθέσεις, οι δήθεν ανώτερες τού σώματος, που κυριολεκτικά απαξιώνουν το γήινο, το φθαρτό, το θνητό, απαξιώνουν οι ίδιες τον Χριστιανισμό, αποκαλύπτοντάς τον ανάξιο τού ανθρώπου.
Πιστεύω, λοιπόν, ότι ο θεολογίζων φιλόσοφος ή ο φιλοσοφών θεολόγος Χ.Γ. υπήρξε πρώτα Χριστιανός και μετά Έλληνας, πρώτα πιστός Ορθόδοξος και μετά Έλληνας πολίτης, πρώτα θεολόγος και μετά φιλόσοφος, ένας που πριν από τον άνθρωπο έθετε τον Θεό, πριν από τη ζωή τη χριστιανική ερμηνεία της, πριν από το ενθάδε το επέκεινα, πριν από τη θνητότητα την αθανασία. Ας κερδίσει, μετά από τόσον αγώνα, εκείνο που επιθυμούσε τόσο για τον εαυτό του όσο και για τους άλλους. Του το εύχομαι.