ΜΠΟΡΕΙ ΕΛΑΧΙΣΤΟΙ ΣΗΜΕΡΑ να θυμούνται ότι ο θρυλικός Νονός του Κόπολα βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο του Μάριο Πούτζο ή ότι πηγή έμπνευσης για τη Λίστα του Σίντλερ ήταν το έργο του Τόμας Κένελι, αλλά σίγουρα πολλοί μπορούν να καταγράψουν ταινίες βασισμένες σε βιβλία του Στίβεν Κινγκ – απόδειξη ότι το σινεμά δεν έπαψε ποτέ να εμπνέεται από τη λογοτεχνία.
Παρότι η πιστότητα έχει πάψει προ πολλού να συνιστά κριτήριο για την πετυχημένη μεταφορά ενός βιβλίου στη μεγάλη οθόνη, σε κάποιες περιπτώσεις οι δραματικές παρεκβάσεις του σεναρίου έφτασαν να αναιρέσουν ακόμα και την ουσία του έργου, όπως συνέβη με το Πρόγευμα στο Τίφανις του Τρούμαν Καπότε και το Τσάι στη Σαχάρα του Πολ Μπόουλς.
Το σινεμά μπορεί να βοηθήσει τον κόσμο του βιβλίου, υπενθυμίζοντας την αιωνιότητα συγκεκριμένων χαρακτήρων και αφηγήσεων και παραπέμποντας στην αρμονική μεταξύ τους συνύπαρξη.
Αλλά η κινηματογράφηση μπορεί να συνομιλεί με τον γραπτό λόγο με πολλαπλούς τρόπους, ακόμα και μέσα από τις υποδηλώσεις του, όπως συνέβη με τη συναρπαστική πρόσφατη περίπτωση του υψηλής κινηματογραφικής αξίωσης τηλεοπτικού Ρίπλεϊ του Στίβεν Ζέλιαν, ο οποίος κατάφερε να ανασυστήσει τον ήρωα της Χάισμιθ μέσα από την άψογη αισθητική και σκηνοθεσία που σίγουρα θα ασπαζόταν η συγγραφέας των σιωπών.
Ο εξπρεσιονιστικός χαρακτήρας της ασπρόμαυρης κινηματογράφησης του Ρόμπερτ Έλσουιτ παραπέμπει άμεσα στο κιαροσκούρο σύμπαν της εσωτερικής τρικυμίας του ήρωα, περίπου σαν το σκηνικό της καταιγίδας που ενσκήπει την ώρα του φονικού. Περιγράφοντας μια Ιταλία που μπορεί να γίνει τρομακτική και απόκοσμη στην τέλεια ομορφιά της και αποδίδοντας ταυτόχρονα την οικονομική εξαθλίωση των κατοίκων της μεταπολεμικής εποχής, πάντα σε αντίθεση με τους εκνευριστικά προνομιούχους πρωταγωνιστές της Χάισμιθ, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να εισέλθει στον κύριο κορμό της αρχής του βιβλίου, χωρίς καν να το αντιγράφει.
Πρόκειται για μια σπάνια περίπτωση ιδανικής απόδοσης ενός έργου, ακόμα και στις παρεκβάσεις του: οι διαρκείς αναφορές στους πίνακες του Καραβάτζο μπορεί, για παράδειγμα, να μην υπάρχουν στα γραπτά της Χάισμιθ αλλά σίγουρα αναδεικνύουν τις καίριες αναλογίες με την πορεία του αναγεννησιακού καλλιτέχνη-δολοφόνου και το σπαρακτικό ταξίδι του κύριου Ρίπλεϊ από το σκοτάδι στο φως – και το αντίθετο. «Sempre la luce» ψιθυρίζει συνωμοτικά στο αυτί του ένας ιερέας ως απόδειξη ότι μόνο ένας τέτοιος φονιάς και ένας άνθρωπος του Θεού ξέρουν ότι αυτό το παιχνίδι έχει κυρίως μεταφυσικές και οντολογικές αξιώσεις.
Αναμφίβολα, λοιπόν, η άνοδος των πωλήσεων των βιβλίων της Χάισμιθ οφείλεται στον ντόρο που προκλήθηκε γύρω από το όνομά της μετά την αναβίωση του ήρωα από τον Ζέλιαν. Το σινεμά μπορεί να βοηθήσει τον κόσμο του βιβλίου, υπενθυμίζοντας την αιωνιότητα συγκεκριμένων χαρακτήρων και αφηγήσεων και παραπέμποντας στην αρμονική μεταξύ τους συνύπαρξη.
Ακόμα και η υφιστάμενη συζήτηση γύρω από τη γυναικεία ενδυνάμωση και για το πώς προσλαμβάνονται οι γυναίκες μέσα από τις κυρίαρχες αφηγήσεις διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από τα βιβλία. Χαρακτηριστική είναι η μεταφορά των βιβλίων της Έλενα Φεράντε στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη, που άλλαξε ριζικά τον τρόπο που τοποθετούνται οι γυναικείοι χαρακτήρες στην ευπώλητη λογοτεχνία και εξακολουθεί να εμπνέει σκηνοθέτες όπως ο Εντοάρντο ντε Αντζέλις με την πρόσφατη μεταφορά της Απατηλής ζωής των ενηλίκων και η Μάγκι Τζίλενχαλ με τη Χαμένη Κόρη (όλα τα βιβλία της Φεράντε κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη).
Ξεπερνώντας τη λογική των παλαιότερων κλισέ που συνόδευαν τους γυναικείους χαρακτήρες, η Φεράντε γράφει για τα προβληματικά οικογενειακά σύμπαντα του μεσογειακού κόσμου και την έντονα πολιτική ταυτότητα που κατευθύνει τις πρωταγωνίστριές της.
Στο ίδιο μοτίβο κινείται η Γαλλίδα Λετισιά Κολομπανί, η οποία κατάφερε με την Πλεξούδα της να σημειώσει ρεκόρ πωλήσεων (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Μαργαρίτας Μυτιληναίου) και πρόσφατα ρεκόρ εισιτηρίων η ομώνυμη ταινία στη Γαλλία, προτού καν ξεκινήσει τη διεθνή της πορεία – εδώ αναμένεται να βγει σύντομα στις αίθουσες από τη Rosebud.21.
Το βιβλίο φέρνει κοντά τρεις γυναίκες από διαφορετικές πλευρές του πλανήτη, τις οποίες συνδέει μια πλεξούδα. Και οι τρεις, αποφασισμένες να ξεπεράσουν τους περιορισμούς που τους επιβάλλουν η κοινωνία, ο περίγυρος και το φύλο τους, χαράσσουν έναν προσωπικό δρόμο, πέρα από τα φαινομενικά αδιέξοδα. Η Σμίτα, που ανήκει στην κάστα των Ανέγγιχτων, δηλαδή της πιο χαμηλής ταξικής θέσης στην ινδική κοινωνία, δουλεύει στα αποχωρητήρια του χωριού της, αλλά φαντάζεται μια διαφορετική προοπτική, παρότι γνωρίζει ότι ακόμα και τα όνειρα στην περίπτωσή της είναι απαγορευμένα.
Αντίστοιχα, η Τζούλια από το Παλέρμο είναι αποφασισμένη να κάνει τα πάντα για να μη χαθεί η βιομηχανία του πατέρα της μετά τον αδόκητο χαμό του, ακόμα και όταν όλα δείχνουν εναντίον της. Και η Σάρα από το Μόντρεαλ βλέπει τον κόσμο της να καταρρέει όταν βιώνει τον κοινωνικό αποκλεισμό, ειδικά στον χώρο της εργασίας, μετά τη διάγνωσή της με καρκίνο. Πρόκειται για άκρως ετερόκλητες, αλλά συνάμα ταυτόσημες ιστορίες, ειδικά όσον αφορά το ψυχικό σθένος που επιδεικνύουν οι τρεις πρωταγωνίστριες όταν όλα φαντάζουν σχεδόν ανέφικτα. Δεν είναι τυχαίο ότι η Κολομπανί, γράφοντας με ευαισθησία και λογοτεχνική επάρκεια, αναδεικνύει μια θεατρικότητα στην αφήγηση που ενέπνευσε την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου, την οποία ανέλαβε η ίδια. Όπως έγραψε χαρακτηριστικά η «Figaro», «γίνονται ακόμη θαύματα στον κόσμο του βιβλίου».
Μια ενδιαφέρουσα κατάσταση παρατηρείται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όπου οι γυναίκες ενεργοποιούνται με κάθε τρόπο για να τονώσουν την αγορά του βιβλίου μέσα από τις λέσχες που διαμορφώνονται κατόπιν πρωτοβουλιών διάσημων προσώπων, όπως η Όπρα Γουίνφρι ή η Ριζ Γουίδερσπουν. Τα μέσα και οι λέσχες που ασχολούνται με το βιβλίο δείχνουν να ανθούν τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ, διαμορφώνοντας μια παράξενη λίστα ευπώλητων, ειδικά όσον αφορά το γυναικείο αναγνωστικό κοινό, και φέρνοντας στην επιφάνεια άγνωστες συγγραφείς όπως η Ντέλια Όουενς.
Η συγγραφέας ήταν 70 χρόνων όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο της Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες (μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδόσεις Δώμα), ξεπερνώντας κάθε μυθιστορηματική πρόβλεψη με την ανέλπιστη, τεράστια επιτυχία του που οδήγησε στην κινηματογραφική του μεταφορά από την Ολίβια Νιούμαν. Βιβλία που επιστρέφουν στο θέμα της γυναικείας ενδυνάμωσης εκδίδονται και συζητιούνται κατά κόρον στην Αμερική, όπως συνέβη με το Τελειώνει μ’ εμάς της Κολίν Χούβερ (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα σε μετάφραση Νέλλας Γιατράκου), που μπορεί να εκδόθηκε το 2016, αλλά το 2022 έγινε το απόλυτο τρεντ στους βιβλιοφιλικούς κύκλους του TikTok, όσο παράδοξο και αν ακούγεται για τον κόσμο του βιβλίου.
Το θέμα της κακοποίησης στους κύκλους της οικογένειας, ακόμα και στα καθωσπρέπει αστικά περιβάλλοντα της Βοστόνης, επανήλθε μέσα από τις σελίδες μιας δημοφιλούς συγγραφέως που δεν είχε συνηθίσει σε τέτοιες θεματικές το γυναικείο αναγνωστικό της κοινό. Ήταν τέτοια, μάλιστα, η απήχηση που γνώρισε το βιβλίο που προκάλεσε το ενδιαφέρον του σκηνοθέτη Τζάστιν Μπαλντόνι, ο οποίος ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο μαζί με την Μπλέικ Λάιβλι – και οι δύο συμμετείχαν και στην παραγωγή της ταινίας.
Μαζί όμως με την επιτυχία ήρθαν και οι αντιδράσεις που είχαν κυρίως να κάνουν με το γεγονός ότι αντί να εστιάζει στο ευαίσθητο και καίριο θέμα της κακοποίησης, η ταινία αναδεικνύει τα ωραία σπίτια και την όμορφη αισθητική, με τη δημιουργό να απαντάει ότι ήθελε να τονίσει αυτήν ακριβώς την ακραία αντίθεση μεταξύ ομορφιάς και βίας.
Ωστόσο, το ωραίο ντεκόρ και η ρομαντική διάθεση της πρωταγωνίστριας με το –και κυριολεκτικό– όνομα Λίλι Μπλουμ (άνθος του κρίνου), η οποία, αντί να ανθεί στο ωραίο της ανθοπωλείο, «μαραίνεται» στην αγκαλιά του οξύθυμου νευροχειρουργού άνδρα της, μπορεί να εκνεύρισαν τους σινεφίλ, αλλά ήταν αρκετά για να προσελκύσουν το κοινό στις αίθουσες – σημείωσε μεγάλη επιτυχία και στην Ελλάδα, όπου κυκλοφόρησε από τη Feelgood.
Σε μια εποχή που ακόμα και ο Λάνθιμος υπέφερε από τις υπερβολικές δόσεις κυνισμού, οι οποίες προκάλεσαν αμηχανία στο κοινό του, τα ρομάντζα φαίνονται να εξακολουθούν να έχουν πέραση ίσως γιατί η δύσκολη πραγματικότητα δεν ευνοεί τη νεορεαλιστική συνθήκη. Εκτός κι αν έχει κανείς την τρέλα του Πάνου Καρνέζη που μιλάει, χρόνια τώρα, με τον δικό του τρόπο για τις προβληματικές οικογένειες, γράφοντας βιβλία που τείνουν πλέον να χαρακτηριστούν κλασικά, όπως το αξέχαστο Πάρτι Γενεθλίων, προ πολλού εξαντλημένο.
Ευκαιρία, λοιπόν, να επανακυκλοφορήσει με αφορμή τη μελλοντική έξοδο του στις αίθουσες από τη Rosebud.21 σε σκηνοθεσία Μιγκέλ Άνχελ Χιμένεθ και πρωταγωνιστή τον Γουίλεμ Νταφό. Κι αυτό γιατί παρά τα φαινόμενα, στην εποχή της τεχνολογικής εξέλιξης και της τεχνητής νοημοσύνης, ευτυχώς τα βιβλία αντέχουν ακόμα και εξακολουθούν να καθορίζουν με πολλαπλούς τρόπους το κινηματογραφικό σύμπαν αλλά και να αυξάνουν, μέσω αυτού, τις πωλήσεις τους.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.