Η νουβέλα Της Λένης η μ[i]λιά της Στέλλας Χαιρέτη κυκλοφόρησε αρχικά ως θεατρικός μονόλογος με τον τίτλο Τση Λένης η μιλιά και απέσπασε έπαινο στα Κρατικά Βραβεία Συγγραφής Θεατρικού Έργου το 2022.
Ο τίτλος του βιβλίου, στον οποίο το «ι» γράφεται με φωνητικό σύμβολο ώστε να μπορεί να διαβαστεί είτε ως μηλιά είτε ως μιλιά, παραπέμπει ευθέως στο δημοτικό τραγούδι, ενώ όλο το βιβλίο χρησιμοποιεί μοτίβα του δημοτικού τραγουδιού (η μηλιά, το μήλο, το μαχαίρι, ο ξένος) και συνιστά μια απόπειρα να επαναδιατυπωθεί ο μύθος από την πλευρά μιας γυναίκας και να αποδομηθούν έμφυλοι ρόλοι και σεξιστικά στερεότυπα.
Ο τόπος της ιστορίας είναι άγνωστος, ο κάμπος μιας ανώνυμης επαρχίας, αλλά ούτε και ο χρόνος προσδιορίζεται, όπως άλλωστε και σ’ ένα δημοτικό τραγούδι. Μέσα από μια στακάτη και λιτή αφήγηση, σκιαγραφείται η ιστορία μιας γυναίκας, της Λένης, μιας αγρότισσας που ζει μόνη από επιλογή, ριζωμένη στον τόπο της και συνδεδεμένη με τη γη της, αλλά ταυτόχρονα και ανένταχτη, κόντρα στις κοινωνικές νόρμες, σε μια μικρή κοινωνία, που είναι οποιαδήποτε κλειστή, ανδροκρατούμενη κοινωνία. Η μηλιά είναι το σύνορο του χωραφιού της, το μέρος όπου έχει θάψει το βαρύ μυστικό της, σημείο συνάντησης με τον έρωτα αλλά και ένα ισχυρό σύμβολο. Η Στέλλα Χαιρέτη χρησιμοποιεί έξυπνα την πολυσημία του όρου σε όλη τη νουβέλα, πότε αναφερόμενη στη φωνή της Λένης, πότε στη φωνή της μητέρας της, μιας γυναίκας που έζησε όλα της τα χρόνια μέσα στη σιωπή, κάτω από τον ζυγό ενός άντρα-αφέντη, αλλά και στη φωνή κάθε γυναίκας που η πατριαρχία την έχει αναγκάσει να σιγήσει.
Στο βιβλίο της Χαιρέτη αυτό που δείχνει να καταλύει την αδικία και τις διαφορές είναι ο έρωτας που αμβλύνει, ενώνει και εξισώνει και λύνει τελικά τα στόματα, χαρίζοντας τη δικαίωση σε όσες πήραν τη ζωή στα χέρια τους και διεκδίκησαν έστω ένα κομμάτι γης από μια εχθρική κοινωνία που ήθελε να τις αφανίσει.
Η νουβέλα χωρίζεται σε τρία μέρη, «της Λένης», «του Κρητικού» και «του Κάτοικου», θυμίζοντας τίτλους παραλογών. Στο καθένα μιλά ένας διαφορετικός αφηγητής σε πρώτο πρόσωπο, παρουσιάζοντας κάθε φορά μια διαφορετική πτυχή της ίδιας ιστορίας και ξεδιπλώνοντας σταδιακά την πλοκή. Διόλου τυχαία οι άντρες της αφήγησης παραμένουν ανώνυμοι και δεν μαθαίνουμε ποτέ τα ονόματά τους.
Η νουβέλα Της Λένης η μ[i]λιά μπορεί να ενταχθεί σε μια λογοτεχνία γυναικείας ενδυνάμωσης που συμμετέχει ενεργά στη δημόσια συζήτηση τελευταία για το πώς θα ανατραπούν –και διά μέσου της λογοτεχνίας– έμφυλες ανισότητες και κανονικοποιημένες σεξιστικές συμπεριφορές παλιότερων εποχών, που, ας μη γελιόμαστε, μόλις στις τελευταίες δεκαετίες έχουν αρχίσει να ανασκευάζονται. Ωστόσο, σε κάποια σημεία του βιβλίου, ειδικά στο πρώτο μέρος, η συγγραφέας υιοθετεί έναν αχρείαστο στρατευμένο τόνο που θα μπορούσε να λείπει, καθώς αφαιρεί πιστότητα και αληθοφάνεια από την ηρωίδα της, η οποία, αν και αφυπνισμένη, δεν παύει να ζει κι η ίδια σε μια τέτοια κοινωνία. Χαρακτηριστικό για το βιβλίο το πώς η Λένη επιδιώκει να αναιρέσει εικόνες εγγεγραμμένες στη συλλογική συνείδηση ως κανονικότητα, όπως της ηλικιωμένης γυναίκας της φορτωμένης με βάρος δυσανάλογο για το μπόι της, σαν να ήταν ζώο εργασίας: «Θυμάμαι να κοιτάω τη φωτογραφία συγκλονισμένη. Έκανα να ρωτήσω τον δάσκαλο, μα εκείνος –άντρας βλέπεις– μου ’κοψε τη φόρα. “Τα γαϊδούρια είναι ακριβά για να τα φορτώνεις τόσο. Άσε που μπορεί να πληγωθεί και η πλάτη τους, και μετά να μη σηκώνουν τίποτα!” Και η πλάτη της γυναίκας; έκανα να ρωτήσω. Μα μετά το μετάνιωσα. Μπορεί τα γαϊδούρια να είναι ακριβά, σκέφτηκα. Μα δεν τα νοιάζει. Και να τους πέσει το φορτίο, σιγά μη σκάσουνε. Μα η γυναίκα… Δεν τ’ αφήνει το φορτίο της ποτέ».
Η Στέλλα Χαιρέτη αποδίδει φόρο τιμής και δίνει φωνή σε όλες εκείνες τις γυναίκες που, όπως η μητέρα της Λένης, έμαθαν να ζουν ψιθυριστά, να σιωπούν, να υπομένουν αγόγγυστα, να σηκώνουν βάρος δυσανάλογο για το ανάστημά τους και να αντιμετωπίζονται περίπου ως ζώα εργασίας, να μην εκφέρουν άποψη, να υπακούουν στους άντρες-κεφαλές του σπιτιού, σε άντρες βίαιους και βάναυσους που και αυτοί με ανάλογα πρότυπα είχαν ανατραφεί. Αλλά η Λένη δεν είναι όπως η μάνα της, η Λένη θα πάει κόντρα στο κατεστημένο και θα το πληρώσει.
Η Λένη έχει αποφασίσει να πει την ιστορία αυτών των γυναικών όπως δεν την είπε κανείς. «Η Αρετή γιατί να πεθάνει», αναρωτιέται μιλώντας για τη γνωστή παραλογή. «Του “νεκρού αδερφού” τα πάθη και τον εγωισμό της μάνας της πλήρωσε η Αρετή. Αυτό το αθώο και βουβό στις αποφάσεις θύμα». Τι κι αν η Αρετή του δημοτικού τραγουδιού έπρεπε να πληρώσει για λογαριασμούς άλλων. Έφτασε η στιγμή για όλα αυτά τα αθώα και βουβά θύματα να βγουν από την αφάνεια και οι δευτεραγωνίστριες να ανακτήσουν τη μιλιά τους. Σε αντίθεση με αυτές τις παθητικές ηρωίδες, η Λένη έχει ενεργό ρόλο, δεν είναι άβουλο θύμα όπως η μάνα της, όπως τόσες άλλες μανάδες. Διεκδικεί τη μ[i]λιά της με πάθος, σαν να είναι το σύνορο του εαυτού της. Προασπίζεται το δίκιο της και τις επιλογές της, πληρώνοντας ασφαλώς και το ανάλογο τίμημα.
Δεν έχει περάσει και τόσο πολύς χρόνος από τότε που το να θεωρείται η γυναίκα κατώτερο μέλος της οικογένειας, με λιγότερα δικαιώματα αλλά και πολλαπλές υποχρεώσεις, ήταν μια κανονικότητα και κανείς δεν αμφισβητούσε ζητήματα όπως το ότι τα κορίτσια που γεννιόντουσαν ήταν ανεπιθύμητα, οι γυναίκες έκαναν τις πιο βαριές αγροτικές εργασίες, δεν είχαν δικαίωμα στη μόρφωση και έπαιρναν τα λιγότερα στο μοίρασμα της πατρικής κληρονομιάς. Στο βιβλίο της Χαιρέτη αυτό που δείχνει να καταλύει την αδικία και τις διαφορές είναι ο έρωτας που αμβλύνει, ενώνει και εξισώνει και λύνει τελικά τα στόματα, χαρίζοντας τη δικαίωση σε όσες πήραν τη ζωή στα χέρια τους και διεκδίκησαν έστω ένα κομμάτι γης από μια εχθρική κοινωνία που ήθελε να τις αφανίσει. Μέχρι που τελικά «η μηλιά ήταν πια της Λένης. Και δεν ήταν μόνο η μηλιά της Λένης, αλλά η μιλιά της, αυτή που έλειπε από τη μάνα της και από την ίδια όσο ο πατέρας της ζούσε. Η μηλιά έγινε μιλιά την κρίσιμη στιγμή της διεκδίκησης».
Η Στέλλα Χαιρέτη, εκτός από μια εξαιρετική νοηματική πολυσημία που πετυχαίνει με Της Λένης τη μ[i]λιά και την πετυχημένη απόπειρα ανασκευής μοτίβων του δημοτικού τραγουδιού, μας δείχνει και τον δρόμο για το πώς, με όχημα το παρελθόν, και χρησιμοποιώντας ακόμα και φόρμες της λογοτεχνικής παράδοσης, μπορούμε να μιλήσουμε για θέματα ζωτικής σημασίας που αφορούν το σήμερα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.