«ΤΟ ΨΕΥΔΩΝΥΜΟ ΜΟΥ είναι Μr. Norm», έλεγε ο Ρόναλντ Ρέιγκαν. «Εκπροσωπώ το μέσο άτομο». Ήταν όμως απλά συμπαθητικά αδιάφορος ή μάλλον κενός; Στη νέα αυτή βιογραφία του 40ού Προέδρου των ΗΠΑ που έχει τίτλο Reagan: His Life and Legend ο συγγραφέας και πολιτικός αναλυτής Μαξ Μπουτ τον βρίσκει ανίκανο για οποιουδήποτε τύπου στοχαστική ενδοσκόπηση και τόσο συναισθηματικά αποτραβηγμένο ώστε παρέμενε ουσιαστικά άγνωστος σε όλους εκτός από τη δεύτερη σύζυγό του Νάνσι, την οποία αποκαλούσε «μαμά» [mommy].
Ενώ διακήρυττε παντού την προσήλωσή του στις «οικογενειακές αξίες», ο Ρέιγκαν παραμελούσε συστηματικά τα παιδιά του, και όταν η κόρη του παραπονιόταν, εκείνος επέμενε: «Μα αφού ήμασταν πάντα ευτυχισμένοι, αρκεί να κοιτάξει κανείς τις σπιτικές ταινίες που τραβούσαμε». Ακόμα και η γονική του στοργή βασιζόταν στην κάμερα.
Παρότι ήταν μάλλον καλοπροαίρετος –ως έφηβος ναυαγοσώστης σε μια λίμνη στο Ιλινόι έσωσε 77 κολυμβητές από πνιγμό και ως κυβερνήτης της Καλιφόρνιας συχνά έστελνε προσωπικές επιταγές σε πολίτες που του έγραφαν για τα προβλήματά τους– ο συγγραφέας του βιβλίου πιστεύει ότι δεν είχε πραγματική κατανόηση των άλλων ανθρώπων.
Αυτό περιόριζε το εύρος του ως ηθοποιού – συμπαθής και επιφανειακός, στις ταινίες του στο Χόλιγουντ μπορούσε να υποδυθεί μόνο κάποιες εκδοχές του εαυτού του. Έτσι εξηγείται επίσης αυτό που θεωρείται ίσως ως η πιο ντροπιαστική αποτυχία της προεδρίας του: η σεμνότυφη άρνησή του να αντιμετωπίσει την επιδημία του AIDS.
Κατά την παραμονή του στο Λονδίνο εξαιρούσε τον εαυτό του από την επιβεβλημένη λιτότητα και το φαγητό με δελτίο και παράγγελνε μπριζόλες που έφταναν αεροπορικώς από τη Νέα Υόρκη για να μαγειρευτούν αποκλειστικά στην κουζίνα του ξενοδοχείου Savoy.
Ο Ρέιγκαν ανατράφηκε ως Δημοκρατικός την εποχή του New Deal, αλλά του δημιουργήθηκε μια απέχθεια για το κράτος πρόνοιας κατά τη διάρκεια μερικών εβδομάδων που πέρασε για γυρίσματα στο Λονδίνο το 1948. Ο σοσιαλισμός, όπως τον αντιλαμβανόταν εκείνος, συνίστατο σε μονότονες, μουντές βιτρίνες και άγευστα γεύματα – παραπονιόταν μάλιστα ότι οι Άγγλοι «κάνουν στο φαγητό ό,τι κάναμε εμείς στους Αμερικανούς Ινδιάνους».
Κατά την παραμονή του στο Λονδίνο εξαιρούσε τον εαυτό του από την επιβεβλημένη λιτότητα και το φαγητό με δελτίο και παράγγελνε μπριζόλες που έφταναν αεροπορικώς από τη Νέα Υόρκη για να μαγειρευτούν αποκλειστικά στην κουζίνα του ξενοδοχείου Savoy.
Όσο για τις ιδεολογικές πεποιθήσεις του, ο Μπουτ αμφιβάλλει αν είχε καν τέτοιες και υποψιάζεται ότι και η συμπεριφορά του όταν μετακόμισε στην πολιτική υπαγορευόταν από την προηγούμενη θητεία του στο ραδιόφωνο και στο Χόλιγουντ. Όταν έβαλε υποψηφιότητα για την επανεκλογή του στην προεδρία το 1984, όρισε τον διευθυντή της προεκλογικής του εκστρατείας ως σκηνοθέτη του, που του έλεγε τι ακριβώς πρέπει να απαγγέλλει κατά τις δημόσιες εμφανίσεις του.
Μαθαίνουμε επίσης ότι οι σύνοδοι κορυφής με τους Ρώσους για τα πυρηνικά δηλητηριάζονταν συχνά από τις αντιδράσεις της Νάνσι Ρέιγκαν στην κομψή και διανοητικά υπεροπτική Ράισα Γκορμπατσόφ. «Ποια νομίζει ότι είναι αυτή η κυρία;» αναρωτιόταν φουντωμένη.
Σε ένα επεισόδιο που απείλησε να ανατρέψει την κυβέρνησή του, ο συνταγματάρχης Όλιβερ Νορθ τέθηκε επικεφαλής της παράνομης πώλησης όπλων στο Ιράν με αντάλλαγμα Αμερικανούς ομήρους και ταξίδεψε στην Τεχεράνη με ένα κέικ σοκολάτας ως δείγμα καλής θέλησης. Οι γενειοφόροι φρουροί της επανάστασης, διασκεδάζοντας με την αμερικανική αφέλεια, καταβρόχθισαν την τούρτα αλλά δεν απελευθέρωσαν κανέναν όμηρο.
Ο συγγραφέας του βιβλίου δηλώνει «παραστρατημένος συντηρητικός» αλλά και αηδιασμένος από τις τραμπικές ορδές των Ρεπουμπλικάνων του MAGA [Make America Great Again]. Παραδέχεται πάντως ότι το πιο κραυγαλέο σλόγκαν σύνθημα του Τραμπ προέρχεται από τον Ρέιγκαν, ο οποίος είχε επίσης ηγηθεί μιας σταυροφορίας για να «κάνει την Αμερική ξανά μεγάλη».
Δύο από τους μελλοντικούς fixers του Τραμπ έλυναν κι έδεναν στο περιθώριο της πρώτης προεδρικής εκστρατείας του Ρίγκαν: Ο Ρόι Κον και ο Ρότζερ Στόουν είχαν καταφέρει να εξασφαλίσουν στον Ρέιγκαν και τους Ρεπουμπλικάνους την επικράτηση στην παραδοσιακά Δημοκρατική και αριστερόστροφη πολιτεία της Νέας Υόρκης.
Ο ίδιος ο Ρέιγκαν πάντα αρνιόταν ότι γνώριζε τέτοιες παρασκηνιακές διεργασίες, αλλά ακόμα κι όταν ο συγγραφέας του βιβλίου τον «συλλαμβάνει» να διαστρεβλώνει τα γεγονότα –αναπολώντας για παράδειγμα τη στρατιωτική του ανδρεία κατά τη διάρκεια ενός πολέμου (του Β’ Παγκόσμιου) που στην πραγματικότητα τον πέρασε στο Χόλιγουντ–, τον αντιμετωπίζει μάλλον ως παραμυθά, όχι ως ψεύτη.
Για τον Τραμπ, το να κάνει την Αμερική μεγάλη ξανά, σημαίνει να μεγαλουργήσει και να πλουτίσει ο ίδιος. Ο Ρέιγκαν δεν διακρινόταν από μια τέτοια παρανοϊκή και άπληστη έπαρση και το 1994, σε ένα χειρόγραφο σημείωμα που ενημέρωνε τους «συμπατριώτες του» ότι είχε διαγνωστεί με τη νόσο Αλτσχάιμερ, απέκλειε τον εαυτό του από τη «φωτεινή νέα αυγή» που προέβλεπε για τη χώρα.
Αργότερα, αβέβαιος για το ποιος ή τι ήταν, αναρωτιόταν για την αντίδραση των περαστικών όταν τον πήγαιναν για περίπατο κοντά στο σπίτι του στο Πασίφικ Πάλισεϊντς του Λος Άντζελες. «Από πού με ξέρουν;» ρωτούσε τους συνοδούς του. Η διασημότητα είχε υποχωρήσει στη λήθη – ο κύριος Norm ήταν επιτέλους πραγματικά ανώνυμος, τουλάχιστον για τον εαυτό του.
Με στοιχεία από The Guardian