ΣΤΑ 84 ΤΟΥ, ΜΕΤΑ ΑΠΟ μια ολόκληρη ζωή στη σκηνή και την οθόνη, ο Αλ Πατσίνο –ο οποίος αυτές τις μέρες γυρίζει μια μεταφορά του «Βασιλιά Λιρ»– δεν φαίνεται διατεθειμένος να χαλαρώσει. Κι αυτό παρά την πρόσφατη, προσωρινή απώλεια της φωνής του μετά από χειρουργική επέμβαση, μια μακροχρόνια (και επιδεινούμενη) πάθηση των ματιών του και αυτό που περιγράφει, στα απομνημονεύματά του που έχουν τίτλο Sonny Boy, ως ένα χτύπημα του Covid που τον έστειλε στο κατώφλι του θανάτου και τον έκανε να βιώσει για λίγο το «απόλυτο τίποτα» στην άλλη πλευρά.
Παρότι ο ηθοποιός περιγράφει τη διαδικασία συγγραφής των απομνημονευμάτων του ως «ρουφιανιά στον εαυτό μου», υπάρχει μια ένταση μεταξύ εξομολόγησης και επιφυλακτικότητας που διατρέχει όλα τα κεφάλαια.
Κοιτάζοντας πίσω την πορεία μιας μακράς καριέρας –η οποία συμπεριλαμβάνει, όπως σημειώνει με χιούμορ ο Πατσίνο, περισσότερες υποψηφιότητες για Χρυσό Βατόμουρο (πέντε) παρά κερδισμένα Όσκαρ (ένα, για το «Άρωμα Γυναίκας»)– ο ηθοποιός γράφει: «Περίπου οι μισές από τις ερμηνείες μου λειτούργησαν, περίπου οι μισές όχι και τόσο, και κάποιες ήταν για να τις πετάξεις στην τουαλέτα και να τραβήξεις το καζανάκι».
Ο Αλ Πατσίνο μεγάλωσε στους δρόμους του Νότιου Μπρονξ τριγυρνώντας με τα φιλαράκια του και μπλέκοντας σε ό,τι φασαρία μπορούσε να παρουσιαστεί. Στα απομνημονεύματά του αποκαλεί τη μικρή του συμμορία «μια αγέλη άγριων, έφηβων λύκων με πονηρά χαμόγελα» και περιγράφει πώς οι τρεις καλύτεροι φίλοι του, ο Κλίφι, ο Μπρους και ο Πίτι, πέθαναν τελικά από υπερβολική δόση ηρωίνης.
Όταν όμως πρόκειται για τις ερωτικές και οικογενειακές του σχέσεις, είναι σαφώς πιο κουμπωμένος. Ο Πατσίνο, ο οποίος δεν έχει παντρευτεί ποτέ, έχει τέσσερα παιδιά, συμπεριλαμβανομένου του πιο πρόσφατου γιου του, που γεννήθηκε πέρυσι από την πρώην σύντροφό του Νουρ Αλφάλα, η οποία είναι πάνω από 50 χρόνια νεότερή του.
Παιδί μιας διαλυμένης οικογένειας, ο Πατσίνο ανατράφηκε από τη μητέρα του και τους παππούδες του, με την υπόσχεση να γίνει καλύτερος γονιός από τους δικούς του. Αν και φαίνεται ότι δεν ήταν κακός, ο ίδιος παραδέχεται ότι ποτέ δεν μπόρεσε να δώσει στα δίδυμα παιδιά που έκανε με την ηθοποιό Μπέβερλι Ντ’ Άντζελο το 2001, τον Άντον και την Ολίβια, την προσοχή που «επιθυμούσαν ή άξιζαν».
Η καριέρα τον καλούσε πολύ συχνά μακριά, εξηγεί. Και οι σχέσεις του –με τις ηθοποιούς Τζιλ Κλέιμπουργκ, Τιούσντεϊ Γουέλντ, Μάρθα Κέλερ, Κάθλιν Κουίνλαν, εκτός από την Ντ’ Άντζελο– αφέθηκαν να σβήσουν έτσι ώστε να αποφύγει αυτό που ο Πατσίνο αποκαλεί «το τρένο του πόνου» [the pain train]. Ελάχιστες αναφορές υπάρχουν στο βιβλίο σε καθεμιά από αυτές τις γυναίκες, ακόμα και στην Κέλερ, παρότι, όπως λέει ο ίδιος, η σχέση τους ήταν «το πιο κοντά στον γάμο» που έφτασε ποτέ.
Αρκετά πιο ειλικρινής εμφανίζεται σχετικά με την ανικανότητά του με τα χρήματα και με τις αντιξοότητες της φήμης. Μετά την πρώιμη επιτυχία και την καταξίωση με ταινίες όπως «Ο Νονός», «Σέρπικο», «Σκυλίσια μέρα» και άλλες κλασικές πλέον ταινίες της δεκαετίας του ‘70, ο ηθοποιός βρέθηκε, στη δεκαετία του 1980, να γλιστράει σε αυτό που ο ίδιος αποκαλεί αφάνεια. Ακόμη και «Ο σημαδεμένος» (Scarface) του 1983 έτυχε αρχικά χλιαρής υποδοχής παρότι εξελίχθηκε στη συνέχεια σε cult φαινόμενο και, όπως γράφει χαριτολογώντας ο Πατσίνο, θα μπορούσε να ζήσει μόνο από δικαιώματα της ταινίας του Ντε Πάλμα – «αν ζούσα σαν κανονικός άνθρωπος».
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο Πατσίνο, ο οποίος για κάποια χρόνια είχε αποσυρθεί από το σινεμά («άρχισα να αμφισβητώ την ίδια την ουσία αυτού που έκανα και γιατί το έκανα») έφτασε στο χείλος της χρεοκοπίας. Ήταν η Νταϊάν Κίτον, η τότε σύντροφός του, που τον έπεισε να αναλάβει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία Sea of Love –«για τα λεφτά»– και να επανέλθει στο προσκήνιο. Ωστόσο, παραλίγο να καταστραφεί ξανά, το 2011, αφού τον εξαπάτησε ο λογιστής του («είχα πενήντα εκατομμύρια δολάρια και μετά δεν είχα τίποτα», γράφει).
Ο Αλ Πατσίνο μεγάλωσε στους δρόμους του Νότιου Μπρονξ τριγυρνώντας με τα φιλαράκια του και μπλέκοντας σε ό,τι φασαρία μπορούσε να παρουσιαστεί. Στα απομνημονεύματά του αποκαλεί τη μικρή του συμμορία «μια αγέλη άγριων, έφηβων λύκων με πονηρά χαμόγελα» και περιγράφει πώς οι τρεις καλύτεροι φίλοι του, ο Κλίφι, ο Μπρους και ο Πίτι, πέθαναν τελικά από υπερβολική δόση ηρωίνης. Ο Πατσίνο θα γινόταν πρεζάκι μόνο για την οθόνη, στη φοβερή ερμηνεία του στην ταινία του 1971 «Πανικός στο Needle Park». Θα ήταν επίσης ο πρώτος που θα έλεγε ότι τον έσωσε η τέχνη.
Γράφει επίσης για την αποκάλυψη που βίωσε όταν ένας θεατρικός θίασος ήρθε στον αγαπημένο κινηματογράφο του 15χρονου Πατσίνο για να παρουσιάσει τον «Γλάρο» του Τσέχoφ, ανάβοντας μια φωτιά μέσα του που καίει ακόμα. «Ο Τσέχoφ έγινε φίλος μου», γράφει ο Πατσίνο, συμπληρώνοντας ότι περιπλανιόταν στους δρόμους της Νέας Υόρκης απαγγέλλοντας τους αγαπημένους του θεατρικούς μονολόγους με όλη του τη δύναμη.
Αναλογιζόμενος τη μοίρα των φίλων του που πέθαναν από τη βελόνα, αναρωτιέται: «Γιατί δεν κατέληξα κι εγώ έτσι; Γιατί είμαι ακόμα εδώ; Ήταν όλα τυχαία; Ήταν ο Τσέχoφ; Ήταν ο Σαίξπηρ;» Φαίνεται να απαντά ο ίδιος στην ερώτηση σε άλλο σημείο του βιβλίου, όταν σκέφτεται τους επίδοξους ηθοποιούς που τον ρωτούν γιατί εκείνος τα κατάφερε ενώ εκείνοι όχι: «Εσύ το ήθελες. Εγώ έπρεπε».
Οι σελίδες του βιβλίου περιέχουν μπόλικη θλίψη για τον εν πολλοίς απόντα πατέρα του και για την καταθλιπτική μητέρα του, για τους χαμένους παιδικούς του φίλους, για τη φτώχεια και την αβεβαιότητα που σημάδεψαν τα νιάτα του. Αν υπάρχει ένα κύριο θέμα εδώ, είναι το χρέος ευγνωμοσύνης που αισθάνεται ότι οφείλει στη μητέρα του, μια ταραγμένη και με αυτοκτονικές τάσεις ψυχή, που ήταν όμως εκείνη που πρώτη ενστάλαξε στον γιο της την αγάπη για την υποκριτική πηγαίνοντάς τον τακτικά στον κινηματογράφο.
Αφότου είδε το «Χαμένο Σαββατοκύριακο» όταν ήταν 5 ετών, θυμάται ο Πατσίνο, διασκέδαζε την οικογένειά του παίζοντας τη σκηνή στην οποία ο χαρακτήρας του Ρέι Μίλαντ, ενός αλκοολικού, ψάχνει μανιωδώς για κρυμμένα ποτά. Αν φτάσει ποτέ στον παράδεισο, όπως γράφει –και δεν είναι σίγουρος ότι θα φτάσει, με τα χαοτικά σκαμπανεβάσματα της ζωής του–, το μόνο που θέλει να κάνει είναι να παραδώσει ένα μήνυμα στη γυναίκα που του χάρισε το παρατσούκλι (Sonny Boy) που αποτελεί τον τίτλο του βιβλίου. «Γεια σου, μαμά», γράφει ότι θα της πει, «είδες τι μου συνέβη;».
Με στοιχεία από The Washington Post