«ΠΟΛΛΟΙ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΙ ΤΟΥ τον θεωρούσαν τον πιο επικίνδυνο άνθρωπο που υπάρχει - έναν τίμιο μπάτσο». Αυτό ήταν το σλόγκαν που συνόδευε το «Σέρπικο» όταν έκανε πρεμιέρα πριν από 50 χρόνια και μοιάζει εκπληκτικό, εκ των υστέρων, το ότι η Paramount Pictures το έβαλε στην κορυφή της αφίσας και στο κέντρο της διαφημιστικής καμπάνιας για την ταινία διαφήμισης και ότι παρ’ όλα αυτά το κοινό προσήλθε μαζικά για να την δει. Το σλόγκαν αντικατοπτρίζει με ακρίβεια την κεντρική θέση της ταινίας: ότι η θεσμική διαφθορά είναι τόσο διάχυτη στην αστυνομία της Νέας Υόρκης - και, κατ' επέκταση, στα αστυνομικά τμήματα όλης της χώρας - ώστε ένας αστυνομικός που τον ενδιαφέρει απλώς να κάνει σωστά και υπεύθυνα τη δουλειά του είναι καταδικασμένος να αντιμετωπίσει ανυπέρβλητα (και ενδεχομένως θανατηφόρα) εμπόδια. Μια τέτοια αντίληψη μοιάζει αδύνατη στο σημερινό Χόλιγουντ, το οποίο δεν θα διακινδύνευε ποτέ να αποξενώσει με τέτοιο τρόπο την αστυνομία.
Σίγουρα βοήθησε και το γεγονός ότι ο Αλ Πατσίνο βρισκόταν στο απόγειο της ισχύος του το 1973, τη χρονιά που μεσολάβησε μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου «Νονού» και θα σηματοδοτούσε την αρχή μιας συνεργασίας με τον σκηνοθέτη του «Σέρπικο», Σίντνεϊ Λούμετ, με τον οποίον σύντομα θα συναντιόντουσαν ξανά για το Dog Day Afternoon («Σκυλίσια Μέρα»). Στο ρόλο του Φρανκ Σέρπικο, του πραγματικού αστυνομικού που διακινδυνεύοντας το κεφάλι του, έγινε πληροφοριοδότης που για να αποκαλύψει ένα διεφθαρμένο σύστημα, ο Πατσίνο διοχετεύει λίγη από τη σκληρότητα και την τόλμη του Μάικλ Κορλεόνε, αλλά μοιάζει πολύ πιο ευάλωτος. Η εμφάνιση εκπρόσωπου της αντικουλτούρας που υιοθετεί δεν έχει να κάνει μόνο με την undercover περσόνα του μυστικού μπάτσου, αλλά και με το ποιος πραγματικά είναι.
Tο πραγματικό επίτευγμα της ταινίας είναι το πόσο έντονα διατυπώνει τον αντίκτυπο που έχει η βαθιά θεσμική σήψη σε κάθε αστυνομικό, ακόμη και σε εκείνους που μπορεί να έχουν έρθει στη δουλειά διατηρώντας ένα ίχνος του ιδεαλισμού του Σέρπικο
Καθώς ο Σέρπικο επιχειρεί να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ του τμήματος και της τοπικής κοινότητας την οποία ορκίστηκε να υπηρετεί, η ατημέλητη εμφάνισή του τον φέρνει σε σύγκρουση με τους συντηρητικούς, κοντοκουρεμένους συναδέλφους του. Λίγο αφότου προσγειωθεί στο Γραφείο Εγκληματολογικών Ερευνών (BCI), κάποιος του δίνει έναν φάκελο με 300 δολάρια σε μετρητά και τότε είναι που αρχίζουν τα πραγματικά προβλήματα. Ο Σέρπικο αρνείται να πάρει αυτό που ισοδυναμεί με το μερίδιό του από τα χρήματα προστασίας που κυκλοφορούν μέσα στην υπηρεσία, αν όμως αποκαλύψει την διαφθορά στους ανωτέρους του, πόσο μάλλον στον Τύπο ή σε εξωτερικές υπηρεσίες, αυτό θα τον κάνει αιώνιο παρία. Τελικά αποφασίζει να κάνει το σωστό και αυτό παραλίγο να του κοστίσει τη ζωή.
Το θάρρος του πραγματικού Φρανκ Σέρπικο οδήγησε στην σύσταση της Επιτροπής Knapp τον Απρίλιο του 1970 και σε ένα ουσιαστικό ξεκαθάρισμα στην NYPD, αλλά το πραγματικό επίτευγμα της ταινίας είναι το πόσο έντονα διατυπώνει τον αντίκτυπο που έχει η βαθιά θεσμική σήψη σε κάθε αστυνομικό, ακόμη και σε εκείνους που μπορεί να έχουν έρθει στη δουλειά διατηρώντας ένα ίχνος του ιδεαλισμού του Σέρπικο. Ακόμα και όταν η εχθρότητα εναντίον του δεν είναι φανερή, γίνεται αισθητή κάθε φορά που μπαίνει σε ένα αστυνομικό τμήμα και ο παρ' ολίγον θάνατός του μοιάζει με έμμεση απόπειρα ανθρωποκτονίας, καθώς οι υποτιθέμενοι σύντροφοι του τον εκθέτουν σκόπιμα σε κίνδυνο.
Το Serpico που κυκλοφόρησε στα μέσα μιας συναρπαστικής και περιπετειώδους εποχής της αμερικανικής κινηματογραφικής παραγωγής, κατάφερε, ακόμα περισσότερο κι από τον «Νονό» να παγιώσει τον Πατσίνο ως κινηματογραφικό ίνδαλμα μιας περιόδου όπου το εικονοκλαστικό χάρισμα μπορούσε να κάνει σταρ. Ο ηθοποιός μπορούσε να υποδυθεί πειστικά τον μοναδικό τίμιο τύπο σε ένα δωμάτιο γεμάτο οπλισμένους άνδρες πείθοντας το κοινό να επανεξετάσει την αντίληψή του για το αστυνομικό λειτούργημα και να εκτιμήσει το θάρρος που απαιτείται για να υπερασπιστείς τις πεποιθήσεις σου. Η ταινία, όπως και η ζωή του ήρωά της, παραμένει ένα δημόσιο αγαθό.
Με στοιχεία από The Guardian