ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΗ ΤΟΥ 2019 βρέθηκα για πρώτη φορά στην Αρκαδία. Πηγαίνοντας προς το Ελληνικό διέσχισα την καρδιά του Μαίναλου από τη θέση του συνοδηγού.
Έπιασα τον εαυτό μου να κοιτάει έξω από το παράθυρο αυτά τα τεράστια έλατα, σαν το μικρό παιδί που το έχουν πάει στο λούνα-παρκ πρώτη φορά. Το δάσος ήταν μαγευτικό. Κατέβασα το παράθυρο και άρχισα να ρουφάω τη μυρωδιά από το χώμα και τον δροσερό αέρα με λαχτάρα. Τότε κατάλαβα πρώτη φορά ότι κάτι μέσα μου είχε αλλάξει. Είχα πάθει σοκ από την υπεροξυγόνωση.
Μετά από λίγο καιρό, και έχοντας κλείσει την ατομική μου επιχείρηση στην Αθήνα, δεν μπορούσα να διαχειριστώ τις σκέψεις μου, να διαχειριστώ τον εαυτό μου. Προσπαθούσα να κρατηθώ από κάτι που ήταν χαοτικό και η ταχύτητα της ζωής στην πόλη δεν με βοηθούσε. Ήταν ξεκάθαρο ότι ή θα έφευγα ή θα χωνόμουν τελείως μέσα σε αυτό και θα χανόμουν εντελώς.
Μάρτιος 2020, πρώτο lockdown. Για πολλούς η περίοδος της καραντίνας έφερε καταστροφικές αλλαγές. Για μένα ήταν δώρο ζωής. Η ημέρα που η Γη «κατέβασε διακόπτες» με βρήκε με τα παιδιά μου στο Ελληνικό Αρκαδίας, δουλεύοντας για ένα αρχιτεκτονικό γραφείο. Αποφασίσαμε να παραμείνουμε, εγώ να τηλεργαστώ κι εκείνα να «τηλεκπαιδευτούν».
Κατάφερα να μείνω όλη την περίοδο της έξαρσης του κορωνοϊού και των lockdowns στην Αρκαδία. Δεν είχα καταλήξει ακόμα, ούτε είχα βρει μόνιμη εργασία στην περιοχή, το μόνο που δεν ήθελα ήταν να γυρίσω στην Αθήνα.
Περάσαμε το διάστημα της καραντίνας πηγαίνοντας κρυφές βόλτες στο βουνό, αφού απαγορευόταν η μετακίνηση, και περπατώντας στα μονοπάτια δίπλα στο ποτάμι. Νιώθαμε ότι ήμασταν οι μόνοι άνθρωποι πάνω στη γη, καθώς δεν συναντούσαμε ποτέ κανέναν. Άρχισα να καταλαβαίνω τι σημαίνει ελευθερία, τι σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να περπατάς και πάντα να βρίσκεται κάποιος από πίσω σου ή να οδηγείς και να σε πιέζει το αυτοκίνητο που βιάζεται να σε προσπεράσει.
Άρχισα να εκτιμώ τη ζωή στην επαρχία. Αυτό ήταν, δεν ήθελα να ξαναφύγω ποτέ.
Κατάφερα να μείνω όλη την περίοδο της έξαρσης του κορωνοϊού και των lockdowns στην Αρκαδία. Δεν είχα καταλήξει ακόμα, ούτε είχα βρει μόνιμη εργασία στην περιοχή, το μόνο που δεν ήθελα ήταν να γυρίσω στην Αθήνα.
Συχνά-πυκνά ανεβαίναμε προς το Μαίναλο, κάνοντας μια συγκεκριμένη διαδρομή. Μία μέρα ξαφνικά αλλάξαμε δρόμο και περάσαμε από το Ψάρι Γορτυνίας. Θυμάμαι να αναρωτιέμαι τι περίεργο όνομα ήταν αυτό. Τι κάνει το Ψάρι στο βουνό;
Στρίβω το κεφάλι μου αριστερά και αντικρίζω, όπως το χαρακτήρισα εκείνη τη στιγμή, έναν πίνακα του Μονέ: απέραντη θέα στο Λεκανοπέδιο με μια λίμνη στη μέση που καθρέφτιζε τα σύννεφα του ουρανού, έχοντας δεξιά το Λύκαιο Όρος, πίσω το Μαίναλο και απέναντι τον χιονισμένο Ταΰγετο.
Ανάβω alarm τυχαία έξω από την Αρκαδιανή. «Αυτό είναι», λέω, «θα μείνω εδώ!». Στο χωριό ούτε ψυχή. Άνθρωπος δεν περνούσε. Κοιτάω στην ταμπέλα της επιχείρησης και βλέπω ένα κινητό. Το καλώ απευθείας και επικοινωνώ με έναν απίστευτα εύστροφο άνθρωπο. Με το που του εξέφρασα την επιθυμία μου να μείνω στο χωριό ένιωσα να αναπηδάει στο ακουστικό. Ο άνθρωπος στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο Μάκης Παπούλιας, ο μπαμπάς της Αγγελικής Παπούλια, της ηθοποιού που έχει παίξει σε ταινίες του Λάνθιμου και μας έχει κάνει τόσες φορές περήφανους. Εγώ, βέβαια, εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα ποιος ήταν ακριβώς.
Μου ζήτησε να δουλέψω για εκείνον και του απάντησα αμέσως οk, χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς να πούμε τι δουλειά θα κάνω. Βέβαια, έχοντας διανύσει μια τεράστια διαδρομή με εργασιακές εναλλαγές στη ζωή μου, δεν ένιωσα φόβο ούτε λεπτό. Με εφόδιό μου τις σπουδές στο πεδίο της διοίκησης επιχειρήσεων ανέλαβα να «τρέξω» εξ ολοκλήρου σχεδόν τα πάντα.
Την Αρκαδιανή τη βρήκα ως μια επισκέψιμη εταιρεία με διάφορες δραστηριότητες που εκείνη τη στιγμή τις ένιωσα ανενεργές, ίσως εξαιτίας του κορωνοϊού, των προηγούμενων οικονομικών κρίσεων του τόπου, της κούρασης του κόσμου από την περίοδο της καραντίνας. Το μόνο σίγουρο είναι ότι βρήκα έναν δράκο να κοιμάται.
Αυτό που με μάγεψε πιο πολύ ήταν αυτή η προσπάθεια των ανθρώπων εκεί να αναβιώσουν ένα μικρό χωριό 20 μόνιμων κατοίκων μέσω ενός επιχειρηματικού αναπτυξιακού μοντέλου που συναντάμε στη νότια Ευρώπη, με βάση τον αγροτουρισμό και σκοπό την αποφυγή της ερήμωσης του τόπου.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα μετέτρεψα την Αρκαδιανή σε πρότυπο, πολυλειτουργικό αγρόκτημα με τη δική της παραγωγή παραδοσιακών προϊόντων, με το farm to table εστιατόριό της, με τους ξυλόφουρνους όπου κάνουμε όλα τα εργαστήρια ψωμιού και μαθημάτων μαγειρικής, με τον οικολογικό λαχανόκηπο, με τη μοναδική βιβλιοθήκη γαστρονομίας με τίτλους από το 1816 και το θεατράκι 300 θέσεων στο οποίο διοργανώνουμε πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Δουλεύω πολύ, κάνοντας εργαστήρια με σχολεία και παιδιά που διψάνε για μάθηση αλλά και με incoming τουρίστες που λατρεύουν τη διασφάλιση της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου και της παράδοσής μας. Αυτό που αγαπώ πολύ είναι η καθημερινή, άμεση και πραγματική επαφή με τον κόσμο, αυτό το interaction που λέμε με ανθρώπους σε παρθένο περιβάλλον, χωρίς να τους ακολουθεί το άγχος της σύγχρονης ζωής.
Παράλληλα με την Αρκαδιανή διαχειρίζομαι δύο πετρόχτιστα σπίτια μέσα στο χωριό για τουριστικούς σκοπούς. Χαίρομαι πολύ γιατί το παράδειγμά μου ακολούθησαν άλλοι δύο άνθρωποι που μένουν μόνιμα πια στο χωριό!
Όλοι πιστεύουν ότι κάτι θα τους λείψει αν φύγουν από την Αθήνα. Λοιπόν, εμένα δεν μου λείπει τίποτα. Και το ανακαλύπτω κάθε φορά που αναγκάζομαι να ταξιδέψω στη μεγάλη πόλη και, κολλημένη στην κίνηση σε κάποιο κεντρικό δρόμο, προσπαθώντας να διανύσω 4 χιλιόμετρα σε 45 λεπτά, αναπολώ αυτήν τη χελώνα που σταματάω στον δρόμο για να περάσει.
Δεν πιστεύω ότι στερούμαστε κάτι σημαντικό, καθώς σε απόσταση 35 λεπτών βρίσκονται μεγάλες πόλεις, ενώ η Αθήνα είναι μόλις 2 ώρες μακριά. Νομίζω πως είναι πιο πολλά αυτά που παίρνεις από αυτά που δίνεις για να επιβιώσεις στις μεγαλουπόλεις.
Επιλέξαμε να μείνουμε λίγο έξω από τη Μεγαλόπολη, περίπου 15 λεπτά από το Ψάρι, κυρίως για τα σχολεία. Μπορώ να σου πω ότι τα παιδιά μου λατρεύουν την περιοχή. Για να καταλάβεις, ο Στέλιος είναι πρωτοετής φοιτητής στην Αθήνα και επιστρέφει εδώ όλα τα Σαββατοκύριακα.
Εδώ σε μισή ώρα μπορώ να βρεθώ στα κεφαλοχώρια της Γορτυνίας, στη Δημητσάνα, τη Στεμνίτσα, τη Βυτίνα· να ανέβω στο χιονοδρομικό τον χειμώνα αλλά και να περπατήσω στα μονοπάτια του Μainalo Τrail από την άνοιξη και μετά· να κάνω rafting με τα παιδιά στον Λούσιο το καλοκαίρι ή να πάμε να μαζέψουμε μανιτάρια το φθινόπωρο με τα σκυλιά μας στο δάσος.
Το να ζεις στη φύση έχει πολλά οφέλη για την υγεία και την ψυχολογία και μόνο όταν βρεθείς εκεί το καταλαβαίνεις. Είχα ξεχάσει τι σημαίνει να ζεις τις τέσσερις εποχές και εδώ το βιώνω ξανά. Το φθινόπωρο να βρέχει, το χειμώνα να μπαίνεις μέσα στο βουνό και να περπατάς στο χιόνι, άνοιξη να μαζεύεις μαργαρίτες και παπαρούνες για το βάζο στο τραπέζι. Το καλοκαίρι είναι η αλήθεια πως μου λείπει λίγο η θάλασσα εδώ, αλλά αυτό είναι το μικρότερο κακό που μπορώ να σκεφτώ ότι έχει η απόφασή μου να ζήσω εδώ.
Οι αποστάσεις για μένα έχουν μηδενιστεί. Άλλωστε, όπως είπε και ο Καβάφης, ο προορισμός είναι το λιγότερο, το ταξίδι έχει σημασία. Εγώ επέλεξα το ταξίδι μου να έχει ορίζοντα.
Στείλτε τις προτάσεις σας για τη στήλη «Γειτονιές της Ελλάδας» στο [email protected]