Στο Λονδίνο και στην Οξφόρδη ο καιρός είναι ασυνήθιστα καλός και προσφέρεται για φθινοπωρινές βόλτες. Τις μέρες που βρίσκομαι στις δύο βρετανικές πόλεις επιλέγω να επισκεφθώ βιβλιοπωλεία που ξεχωρίζουν για την ιδιαίτερη αισθητική τους και τη μοναδική τους ατμόσφαιρα. Σε όλα ανεξαιρέτως παρατηρώ ότι οι υπάλληλοι αλλάζουν τις προθήκες, τοποθετώντας σε εμφανές σημείο αντίτυπα του νέου βιβλίου του Ματ Χέιγκ που μόλις κυκλοφόρησε. Σχεδόν σε κάθε γνωστή αλυσίδα τα μυθιστορήματά του, όπως κι εκείνα της Σάλι Ρούνεϊ, κεντρίζουν τα βλέμματα των Άγγλων βιβλιόφιλων.
Μετά το Μεσάνυχτα στη βιβλιοθήκη επέλεξε να κάνει ένα διάλειμμα από τη συγγραφή. Για την ακρίβεια, δεν ήξερε καν αν θα ασχολούνταν ξανά. Γι’ αυτό και το νέο του βιβλίο θεωρήθηκε αμέσως ως το απόλυτο εκδοτικό γεγονός· κυκλοφόρησε ταυτόχρονα και στη χώρα μας, από τις εκδόσεις Ψυχογιός, με τον τίτλο Αβάσιμη ζωή. Με αυτή την αφορμή αναζητήσαμε τον δημοφιλή συγγραφέα. Όπως θα πει στην αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στη LiFO: «Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια ιστορία θεραπείας και ανάρρωσης για μένα, με την έννοια ότι έχει να κάνει με την επαναφορά στη ζωή και στον κόσμο, με την ενασχόληση με το παρελθόν».
«Ζούσα στην Ιμπίθα. Έπαθα νευρικό κλονισμό εκεί. Είχα τάσεις αυτοκτονίας. Ήμουν χαμένος, πνιγμένος στο ποτό και στα ναρκωτικά και για χρόνια δεν ήθελα να επιστρέψω εκεί. Ξαναπήγα μετά από είκοσι χρόνια. Η εμπειρία αυτή ήταν μεταμορφωτική και καθαρτήρια. Κάπως έτσι προέκυψε η ιδέα για τη συγγραφή του βιβλίου».
Ο Ματ Χέιγκ γεννήθηκε στο Σέφιλντ τον Ιούλιο του 1975. Τα απομνημονεύματά του με τον τίτλο Λόγοι για να μείνεις ζωντανός παρέμειναν στο βρετανικό Top10 των ευπώλητων επί 46 εβδομάδες. Τα μυθιστορήματά του How to stop time, The Radleys και The humans έχουν βραβευτεί και, φυσικά, το απόλυτο μπεστ-σέλερ του, το Μεσάνυχτα στη βιβλιοθήκη, το οποίο έχει πουλήσει περισσότερα από δέκα εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως, διακρίθηκε ως το δημοφιλέστερο μυθιστόρημα του 2020 στην ψηφοφορία των αναγνωστών του Goodreads, έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 40 γλώσσες και πρόκειται σύντομα να μεταφερθεί στον κινηματογράφο. Ο Χέιγκ, 49 ετών σήμερα, ζει στο Μπράιτον, στη νότια Αγγλία, σε ένα αρχοντικό που περιγράφει ως ένα «φωτεινό κουτί», μαζί με τη σύζυγό του, τα δυο έφηβα παιδιά τους και τα αγαπημένα τους σκυλιά.
Στο Τwitter έχει 430.000 followers και στο Ιnstagram 730.000. Μολονότι είναι ένας συγγραφέας που έχει χτίσει πλέον μια πλούσια καριέρα, παραμένει ταπεινός. Για πολλά χρόνια, άλλωστε, η ζωή του ήταν ένας αδιάκοπος αγώνας επιβίωσης. Άγχος, κατάθλιψη, τάσεις αυτοκτονίας εμπόδια, δυσκολίες, λάθη και σκληρές αποφάσεις κυριαρχούσαν στη ζωή του προτού φτάσει στην κορυφή της εκδοτικής επιτυχίας. Ουσιαστικά, υπήρξαν πολλές στιγμές που έφτασε στην κατάρρευση. Στα 16 του τον συνέλαβαν για κλοπή.
Ήταν η περίοδος που δυσκολευόταν να προσαρμοστεί και να κάνει φίλους. Συχνά έκλεβε πράγματα και μετά τα έδινε σε άλλους ανθρώπους. Για εκείνη την περίοδο έχει πει: «Στο ανόητο μυαλό μου ήμουν ένα είδος Ρομπέν των Δασών». Καθοριστική γι' αυτόν ήταν και η ηλικία των 24 ετών. «Όταν έχεις κατάθλιψη, μπορεί να αισθάνεσαι ότι γίνεσαι βάρος για τους άλλους ανθρώπους», αναφέρει. Ωστόσο, σήμερα ξέρει πολύ καλά τι σημαίνει να πέφτεις, αλλά γνωρίζει ακόμα καλύτερα τι σημαίνει να σηκώνεσαι και να επιστρέφεις δυνατός.
Η συζήτησή μας ξεκινά χαλαρά από το τι τον απασχολεί πιο πολύ σήμερα. «Ζούμε σε μια προβληματική και άκρως μεταμορφωτική εποχή. Η πρόκληση, λοιπόν, που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι να παραμείνουμε άνθρωποι και να αντισταθούμε στην τεχνολογία και στον καταναλωτισμό, στις μικρές καθημερινές καταστροφές». Τι τον έκανε να γίνει συγγραφέας; Ήταν μια απόφαση επιβίωσης; «Ναι. Ήμουν αγοραφοβικός εκείνη την περίοδο. Δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ τον εαυτό μου να εργάζεται σε γραφείο», λέει και τον ρωτάω αν αλλάζει ο άνθρωπος όταν γίνεται δημοφιλής. «Εξαρτάται από το άτομο. Νομίζω ότι προσωπικά με έκανε λίγο πιο ανασφαλή για ένα διάστημα, λες και η αξία μου εξαρτιόταν από τη γνώμη των άλλων», επισημαίνει.
Το νέο του βιβλίο έχει ως βασική ηρωίδα τη συνταξιούχο μαθηματικό Γκρέις, η οποία κληρονομεί ένα σπιτάκι σ’ ένα νησί της Μεσογείου από μια παλιά φίλη κι αυτό κινεί την περιέργειά της. Φτάνει στην Ιμπίθα με ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή, χωρίς τουριστικό οδηγό και χωρίς κανένα σχέδιο. Στους κακοτράχαλους λόφους και στις χρυσές αμμουδιές των Βαλεαρίδων αναζητά απαντήσεις για τη ζωή της φίλης της, η οποία μάλιστα έχει ελληνικό όνομα (Χριστίνα Παπαδάκη), αλλά και για το πώς πέθανε. Αυτό που θα ανακαλύψει είναι πιο παράξενο και από το πιο τρελό όνειρό της. Για να βουτήξει ωστόσο σ’ αυτή την απίθανη πραγματικότητα, πρέπει πρώτα να συμφιλιωθεί με το παρελθόν της.
Πρόκειται για μια ιστορία γεμάτη θαύματα και ξέφρενες περιπέτειες με θέμα τη μεταμορφωτική δύναμη που έχει κάθε νέο ξεκίνημα στη ζωή. Το μυθιστόρημα ξεκινά με ένα email που λαμβάνει η Γκρέις από έναν πρώην μαθητή της, τον Μορίς Ογκιστίν, ο οποίος βρίσκεται «στο σκοτάδι και χρειάζεται ένα φως» και ζητάει τη βοήθειά της. Το βιβλίο αποτελεί την εκτενή απάντηση της Γκρέις στον Μορίς που στόχο έχει να τον παρηγορήσει. Ουσιαστικά μοιράζεται τη δική της ιστορία απ’ όταν ένιωθε ότι δεν είχε νόημα η ύπαρξή της, αλλά τελικά, χάρη σε ένα αναπάντεχο γεγονός, βρήκε λόγο να ανακάμψει.
Ο δημοφιλής συγγραφέας υφαίνει μια υπερβατική ιστορία ή, πιο συγκεκριμένα, εξιστορεί ένα λυτρωτικό ταξίδι μυστηρίου, αγάπης και φαντασίας. Η Γκρέις πηγαίνει στο νησί και αρχίζει να κάνει ερωτήσεις. Οι απαντήσεις που παίρνει γίνονται ολοένα πιο μυστηριώδεις και περίεργες, ωστόσο τελικά ανακαλύπτει την αλήθεια για το τι συνέβη στη φίλη της αλλά και την αλήθεια για τη ζωή και τον εαυτό της. Κάπως έτσι εξελίσσεται σε ένα άτομο που δεν πίστευε ότι μπορούσε να γίνει. Για τον Ματ Χέιγκ η Ιμπίθα δεν είναι ένα τυχαίο μέρος. Πρόκειται για ένα νησί που τον έχει σημαδέψει ανεξίτηλα. Για πολλά χρόνια τον στοίχειωνε και στη μνήμη του έχει χαραχτεί ως μια πηγή γλυκόπικρων συναισθημάτων.
Θυμάται ότι είχε μια καλοκαιρινή δουλειά εκεί: καθόταν στο σκαμπό ενός μπαρ όλη τη μέρα, διαβάζοντας βιβλία και πίνοντας τζάμπα μπίρα San Miguel, και παραμελώντας την ψυχική του υγεία, μέχρι που επήλθε η απόλυτη κατάρρευση. Ακολούθησε μια παρατεταμένη περίοδος κατάθλιψης, κρίσεων πανικού και αγοραφοβίας που παραλίγο να του κοστίσουν τη ζωή. Στο σημείο αυτό τον ρωτώ πόσο δύσκολο ήταν να γράψει για το μέρος όπου παραλίγο να οδηγηθεί στην αυτοκτονία πριν από περίπου είκοσι πέντε χρόνια. Μήπως ήθελε με αυτόν τον τρόπο να κλείσει έναν κύκλο; Πόσο οδυνηρό είναι να ξαναγυρίζει στις σκοτεινές στιγμές του παρελθόντος;
«Ζούσα στην Ιμπίθα. Έπαθα νευρικό κλονισμό εκεί. Είχα τάσεις αυτοκτονίας. Ήμουν χαμένος, πνιγμένος στο ποτό και στα ναρκωτικά και για χρόνια δεν ήθελα να επιστρέψω εκεί. Στη συνέχεια έκανα θεραπεία, μέσα από την οποία αντιμετώπισα του παρελθόν, οπότε ξαναβρέθηκα στην Ιμπίθα μετά από είκοσι χρόνια απουσίας. Η εμπειρία αυτή ήταν μεταμορφωτική και καθαρτήρια. Κάπως έτσι προέκυψε η ιδέα για τη συγγραφή του μυθιστορήματος».
Όταν ξαναπήγε εκεί βρήκε ένα εντελώς διαφορετικό νησί από αυτό που γνώρισε τη δεκαετία του 1990. Τότε το έβλεπε ως ένα μέρος με clubs και beach bars. Υπήρχαν ακόμη, αλλά αυτήν τη φορά ήταν με την οικογένειά του και απόλαυσε την πιο ήσυχη και μαγική πλευρά του νησιού, την ομορφιά του ωκεανού, το βούισμα των τζιτζικιών, των σοκακιών στην παλιά πόλη, την ιστορία του μέρους που επί αιώνες υπήρξε λίκνο της δημιουργικότητας.
Αυτό το μυθιστόρημα μιλάει και για τις δεύτερες ευκαιρίες. Τι τον ώθησε να γράψει αυτή την ιστορία; «Επειδή νιώθω ότι η ζωή με έχει εκπλήξει πολλές φορές», απαντά και του εκφράζω την απορία μου ως προς το αν η ζωή είναι ευκολότερη στα 49 ή το αντίθετο. «Δεν ξέρω. Νομίζω ότι η ηλικία είναι λιγότερο σημαντική απ’ ό,τι νομίζουμε. Ο χρόνος σίγουρα δίνει προοπτική και μειώνει τις φιλοδοξίες, κι αυτές είναι δυο καλές συνθήκες για μια υγιή ζωή», υπογραμμίζει και προσθέτει: «Μερικές φορές είναι δύσκολο να ξέρεις από πού προέρχεται μια ιδέα, αλλά σε ό,τι αφορά αυτό το μυθιστόρημα ήταν αρκετά ξεκάθαρο».
Αν και χαμογελά εύκολα, παραμένει αινιγματικός, ενώ δυσκολεύεται να αποδεχτεί τον όρο «χαρούμενος άνθρωπος» γιατί αυτό προϋποθέτει, όπως τονίζει, συγκεκριμένες προσδοκίες. Είναι ξεκάθαρο ότι στη μυθοπλασία ανακάλυψε τον χώρο που θα τον ηρεμούσε. Και στο ερώτημα ποιος είναι ο ρόλος της λογοτεχνίας στη ζωή μας, απαντά χωρίς δισταγμό: «Μας βοηθάει να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους. Αναμφίβολα, πρόκειται για μια μηχανή ενσυναίσθησης». Ως άνθρωπος αλλά και ως συγγραφέας έχει επηρεαστεί από τα διηγήματα του Μπόρχες και από τα βιβλία της Έμιλι Μπροντέ. Έχει διαβάσει κάτι που τον έκανε να αγαπήσει περισσότερο τη ζωή; «Ναι, πολλά πράγματα. Σίγουρα το Όταν όλα καταρρέουν της Πέμα Τσόντρον με βοήθησε πολύ».
Πράγματι, πρόκειται για ένα βιβλίο που δίνει συμβουλές για το τι πρέπει να κάνουμε όταν όλα γύρω και μέσα μας καταρρέουν, όταν βυθιζόμαστε στην απογοήτευση, στον πόνο και εν τέλει στην απόγνωση. Ουσιαστικά, μας δείχνει όχι μόνο πώς να αντιμετωπίσουμε τις δύσκολες στιγμές και να βγούμε αλώβητοι από αυτές αλλά και πώς να τις αξιοποιήσουμε με σκοπό την προσωπική μας ολοκλήρωση και ευτυχία. Μέσα από το γράψιμο έμαθε πράγματα για τον εαυτό του που δεν γνώριζε; «Νομίζω πως ναι. Έμαθα πως έχω ένα περίεργο μυαλό».
Αυτό το διάστημα είναι πολύ πιεστικό για τον ίδιο εξαιτίας των αμέτρητων αιτημάτων για συνεντεύξεις απ’ όλα τα μέσα του κόσμου αλλά και των sold out περιοδειών που έχει να κάνει λόγω της κυκλοφορίας του νέου του βιβλίου. Μέσα σε όλα τρέχει και με την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματός του The Radleys, στην οποία τον πρωταγωνιστικό ρόλο έχει ο διάσημος Ντέμιαν Λιούις. Πάντως, είναι ευχαριστημένος που στο τελευταίο του βιβλίο τα έδωσε όλα. Κι αυτό επειδή τον βοήθησε να ξαναβρεί την αγάπη του για το νησί, για τη συγγραφή αλλά και για την ίδια τη ζωή – όσο μελό και αν ακούγεται αυτό.
Κλείνοντας, δεν μπορώ παρά να τον ρωτήσω πώς μπορεί κάποιος να ξεπεράσει την κατάθλιψη. Τι έμαθε από τη δική του ιστορία; Τώρα που νιώθει πως είναι πολύ μακριά από την άκρη του γκρεμού, απαντά: «Εξαρτάται από το άτομο. Μερικές φορές είναι η φαρμακευτική αγωγή, μερικές φορές η θεραπεία, μερικές φορές ο χρόνος. Νομίζω ότι αυτό που πρέπει να θυμάστε είναι ότι η ζωή είναι μια αέναη κίνηση. Τα πράγματα αλλάζουν διαρκώς. Όλα θα φαίνονται διαφορετικά σε πέντε χρόνια».
Και συμπληρώνει λέγοντας ποιο είναι το μεγαλύτερο μάθημα ζωής που έχει πάρει. «Να παραμένω αρκετά ενεργός και ζωντανός για να βλέπω τα πράγματα να αλλάζουν». Λίγο πριν γίνει πενήντα ετών, ο μεγαλύτερός του φόβος είναι μη χάσει αυτούς που αγαπά, γι’ αυτό καταλήγει με μια προτροπή: «Μη βιάζεστε τόσο πολύ. Προσπαθήστε να απολαμβάνετε τη ζωή».