Χίβα, παλιά πόλη στον Δρόμο του Μεταξιού που βρίσκεται στο σημερινό Ουζμπεκιστάν, αρχαία διάβαση της κεντρικής Ασίας, όπου κάποτε οι έμποροι κινούνταν ελεύθεροι ανάμεσα στα χαλαρά μουσουλμανικά χαλιφάτα. Ο Στάλιν, ανησυχώντας για την πιθανότητα δημιουργίας ενός μουσουλμανικού μπλοκ εντός της ρωσικής επικράτειας, στα μέσα της δεκαετίας του 1920 είχε καθορίσει τα όρια αυτών των χωρών και είχε δώσει σε καθεμία τους τη δική της παραποιημένη Ιστορία, παρόλο που οι τουρκογενείς διάλεκτοι της περιοχής διαπλέκονταν μεταξύ τους.
Η Χίβα μοιάζει ήρεμη και σαγηνευτική, σε σημείο που να σε υπνωτίζει. Στα δαιδαλώδη σοκάκια οι αυλές και τα σπίτια αποτελούσαν, κάποτε, απόρθητα φρούρια. Ο αέρας είναι ζεστός και ακίνητος. Στην αγορά Ουζμπέκοι έμποροι με κεντημένα φέσια τρώνε για πρωινό γίδα βραστή και προζυμένιο ψωμί. Ο πυρήνας των παλαιών πόλεων του Ουζμπεκιστάν είναι κυρίως Τατζίκοι και φυλές ιρανικής προέλευσης, που φθάνουν μέχρι το Αφγανιστάν και την Κίνα. Οι πάγκοι της αγοράς είναι γεμάτοι πεπόνια και καρύδια ή ρούχα από την Κίνα και την Τουρκία. Τα πρόσωπα των ανθρώπων φαίνεται να κουβαλούν πάνω τους μια χαμένη αθωότητα, που δύσκολα πλέον βρίσκει κανείς στις χώρες της Δύσης.
Έχω την αίσθηση ότι η Χίβα έχασε την ψυχή της στο διάβα του χρόνου και οι μισαλλόδοξοι άλλοτε κάτοικοί της μετατράπηκαν σ’ έναν ήσυχο και ανεκτικό λαό, που το μόνο που έκανε ήταν να κάθεται, πίνοντας τσάι.
Περιπλανιέμαι στους δρόμους προσπαθώντας να αισθανθώ την παλιά γοητεία της πόλης. Επισκέπτομαι ήρεμα τζαμιά, κορανικές σχολές, παλάτια (Juma Masjid, Islam Khodja, Kalta Minor, Kuhna Ark…) και χαζεύω τα καφενεία, όπου οι άνδρες πίνουν τσάι. Οι άνδρες μοιάζουν εκλεπτυσμένοι, ευσεβείς και εγκρατείς. Οι γυναίκες, πιο ζωηρές και φωτεινές, φορούν χρυσοκέντητα μεταξωτά με έντονα χρώματα και μεταξωτά παντελόνια κάτω από τα φουστάνια που φτάνουν μέχρι τον αστράγαλο, ολόιδιες με μικρά ουράνια τόξα. Τα μελαμψά πρόσωπα με τα ψηλά μογγολικά ζυγωματικά ή τα σχεδόν περσικά λεπτά χαρακτηριστικά μαζί με την ομορφιά των λεπτών τους χεριών τις κάνουν ιδιαίτερα ελκυστικές.
Κοντά στους νότιους και δυτικούς προμαχώνες (Itsan Kala) βρίσκεται μια σειρά τάφων. Τους επισκέπτομαι πρωί πρωί, με τις πρώτες αχτίνες του ήλιου να διαθλώνται πάνω στις αρχαίες πέτρες. Κάτω από τα πόδια μου νιώθω τις μικρές, ανώμαλες, πέτρινες επιφάνειες του πλακόστρωτου, που ελίσσεται κατά μήκος των τειχών. Μισοκλείνω τα μάτια μου και φαντάζομαι ότι αυτός είναι ένας δρόμος των ζωντανών και τα καλλιγραφικά στοιχεία πάνω στους τάφους γίνονται μίσχοι που καταλήγουν σε άνθη. Ίσως όλες αυτές οι επιγραφές να αναφέρονται στον πόνο και στον θάνατο: «Όλα τα πράγματα της φύσης είναι φθαρτά… δεν υπάρχει φιλία παρά μόνο στα όνειρα…»
Σε κάποια σημεία, πάνω από τη σκόνη και την καταχνιά, πίσω από καφέ τοίχους, η παλιά πόλη έμοιαζε να ανασυντίθεται ξανά. Ξαναζούσε στα ξυλόγλυπτα παράθυρα των τζαμιών, στα βαθυπράσινα πλακάκια των κορανικών σχολών, στους τιρκουάζ τρούλους που υψώνονταν προς τον ουρανό. Έχω την αίσθηση ότι η Χίβα έχασε την ψυχή της στο διάβα του χρόνου και οι μισαλλόδοξοι άλλοτε κάτοικοί της μετατράπηκαν σ’ έναν ήσυχο και ανεκτικό λαό που το μόνο που έκανε ήταν να κάθεται, πίνοντας τσάι.
Ο Δρόμος του Μεταξιού
Εβδομήντα χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Χίβα και αφού διασχίσω τον αρχαίο ποταμό Ώξο (Αμού Νταριά σήμερα), γνωστό από την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, φτάνω στο Ellik Kala. Είκοσι περίπου οχυρωματικές τοποθεσίες (Ayak Kala, Chiplik Kala, Djambar Kala, Gouldoursoun Kala, Kirkit Kala, Kyryl Kala, Koi-Krilgan Kala…) ξεπετάγονται, σαν νούφαρα, πάνω από την αχνιστή έρημο. Τα κάστρα πάνω σε λοφίσκους είχαν σκοπό την προστασία των εμπορικών δρόμων από τη Δύση στην Ανατολή και από την Ανατολή στη Δύση, από τον 4ο π.Χ. έως τον 14ο μ.Χ. αιώνα. Τώρα ο άνεμος, η βροχή και η έρημος, μετά από αιώνες διάβρωσης, δίνουν στα ερείπια, μαζί με την εγκατάλειψη, αινιγματικά σχήματα. Ο σκληρός άνεμος των ερημικών υψιπέδων μοιάζει ακόμα και σήμερα φορτωμένος με παλιές μνήμες γεμάτες υποσχέσεις για τους παράδεισους της Ανατολής και της Δύσης, ίσως σαν αντιστάθμισμα του κινδύνου. Σήμερα, ο Δρόμος του Μεταξιού μοιάζει με φάντασμα. Θεωρητικά διασχίζει την καρδιά της Ασίας, αλλά στην πράξη έχει εξαφανιστεί, αφήνοντας πίσω του μόνο τα ίχνη της αέναης κίνησής του: αμφισβητούμενα σύνορα, αχαρτογράφητες φυλές.
Στην αρχαία Μαρακάνδα (μεταγενέστερα Σαμαρκάνδη) έζησαν οι Σογδιανοί, οι πιο σπουδαίοι έμποροι του Δρόμου του Μεταξιού, ιρανικής καταγωγής, που ήταν όλοι τους πολύ πλούσιοι, όταν ο Μέγας Αλέξανδρος τους κατέλαβε, το 329 π.Χ. Οι Κινέζοι πίστευαν ότι οι Σογδιανοί έμποροι τρέφονταν από μικροί με ζάχαρη για να γλυκάνει η φωνή τους και ότι οι παλάμες των μωρών αλείφονταν με κόλλα για να τραβούν πάνω τους τα κέρδη. Οι καμήλες τους μετέφεραν τόπια από μετάξι μέχρι το Βυζάντιο. Ο Κινέζος ταξιδευτής Σιαντζάνγκ, που πέρασε από τη Μαρακάνδα το 630 μ.Χ., περιέγραψε τους Σογδιανούς ως άξιους σε όλες τις τέχνες, αλλά και άγριους πολεμιστές που δέχονταν τον θάνατο σαν λύτρωση. Οι Σογδιανοί έμποροι κυριαρχούσαν στον Δρόμο του Μεταξιού για μισή περίπου χιλιετία. Τα ταξίδια τους διαρκούσαν πολλές φορές χρόνια και συχνά δεν γύριζαν στο σπίτι τους ποτέ. Οι πιθανότητες να συναντήσουν τον θάνατο με τη μορφή ληστών, ανεμοθύελλας ή ξαφνικής πλημμύρας ήταν πολύ μεγάλες.
Αρχικά, κανείς δεν μιλούσε για τον «Δρόμο του Μεταξιού». Ο όρος επινοήθηκε τον 19ο αιώνα από τον Γερμανό γεωγράφο Φέρντιναντ φον Ριχτχόφεν και στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για έναν και μοναδικό δρόμο, αλλά για ένα δίκτυο αρτηριών που έφθανε μέχρι τη Μεσόγειο. Ορισμένοι ιστορικοί ισχυρίζονται ότι η αρχή έγινε τον 2ο αιώνα π.Χ., όμως οι εμπορικές μετακινήσεις κατά μήκος αυτής της διαδρομής είχαν αρχίσει νωρίτερα, γύρω στο 1.500 π.Χ. Τα καραβάνια που ξεκινούσαν από την Τσανγκ-αν (Κίνα) –συχνά με χίλιες καμήλες το καθένα– ήταν φορτωμένα με σίδηρο, μπρούντζο και επισμαλτωμένα κεραμικά, ενώ αυτά που επέστρεφαν από τη Δύση μετέφεραν χειροτεχνήματα από γυαλί, χρυσάφι και ασήμι, μπαχαρικά και πετράδια από την Ινδία, μάλλινα και λινά υφάσματα, μερικές φορές σκλάβους και τις εκπληκτικές δυτικές επινοήσεις που ονομάζονται καρέκλες. Από την Κίνα ξεκίνησαν και έφθασαν στη Δύση το πορτοκάλι και το βερίκοκο, η μουριά και η αχλαδιά, μαζί με τα πρώτα τριαντάφυλλα, τις καμέλιες, τις παιωνίες, τις αζαλέες και τα χρυσάνθεμα. Από την Περσία και την κεντρική Ασία έκαναν το ταξίδι προς την αντίθετη κατεύθυνση το σταφύλι και το σύκο, το ρόδι, το γιασεμί, το λινάρι, οι χουρμάδες… Τα εμπορεύματα άλλαζαν τόσο συχνά χέρια, ή έφθαναν τόσο μακριά από τον τόπο προέλευσής τους, που η καταγωγή τους ξεχνιόταν ή βυθιζόταν στον μύθο, όπως συνέβη και με τον ίδιο τον Δρόμο του Μεταξιού και τα χωριά που βρισκόταν στο διάβα του, όταν αυτή η μορφή εμπορίου μεταξύ Ανατολής και Δύσης παράκμασε.
Έχω την αίσθηση ότι στους ερειπωμένους προμαχώνες του Ayak Kala ο ίδιος ο αέρας μεταφέρει ως τα αυτιά μου μουρμουρητά από μπερδεμένες φωνές ανθρώπων που διαπληκτίζονται μέσα σε σύννεφα σκόνης. Δεν απευθύνονται στους ζωντανούς, αλλά στους πεθαμένους, και μοιάζουν τόσο παλιές όσο και οι Δρόμοι του Μεταξιού. Δεν μπορούσα να κατανοήσω σε τι βαθμό η Ιστορία και οι ερμηνείες της είχαν «καταργήσει» την πραγματικότητα. Για πολλούς αιώνες, φυλές όπως οι Πέρσες, οι Σογδιανοί, οι Τοχάριοι ταξίδευαν προς τα ανατολικά χωρίς κανένας να τους εμποδίσει ή να τους καταγράψει. Σήμερα, αντί για εμπορεύματα, στους δρόμους Ανατολής - Δύσης αναπτύσσονται ροές νεαρών μουσουλμάνων μεταναστών που επιχειρούν να διαβούν τα σύνορα της Δύσης, φωνάζοντας απειλητικά συνθήματα για τα δυτικά αυτιά. Απίστευτα μακριοί, οι Δρόμοι του Μεταξιού διασχίζουν πλέον παρηκμασμένες χώρες, θλιβερές ερήμους, φαράγγια και ψηλά οροπέδια, σπάνιες οάσεις και μολυσμένες λίμνες γεμάτες με σύννεφα κουνουπιών, δείχνοντας τη σκληρή πλευρά του χρόνου στο πέρασμα των αιώνων.
Ο διάλογος
Στο Guest House (Islam Khod), όπου φιλοξενούμαι, στον χώρο υποδοχής, βρίσκομαι περιτριγυρισμένος από τοιχογραφίες –με παστέλ χρώματα και ουζμπεκικό στυλ– που αναπαριστούν παραδείσια πουλιά ανάμεσα σε λουλούδια. Από το παράθυρο του δωμάτιου μου κοιτάζω τις στέγες των διπλανών σπιτιών και τους μιναρέδες που ξεπροβάλλουν στον ουρανό, σαν καμινάδες εργοστασίων. Ο ήλιος έχει κατέβει χαμηλά και έχει γίνει ένας θαμπός δίσκος πίσω από τα σύννεφα, ενώ η άμμος της ερήμου που στροβιλίζεται στον αέρα τού δίνει μια μεγαλύτερη θαμπάδα. Η πόλη μού μοιάζει θαμπή σαν να είναι βυθισμένη κάτω από το νερό. Νιώθω μια ελαφρά ανησυχία.
Ξάπλωσα στο κρεβάτι. Έμεινα ξύπνιος για πολλή ώρα. Τα φώτα, έξω στον δρόμο, τρεμόπαιζαν και έσβηναν, για να μείνει φωτισμένος μόνο ο μιναρές του Islam Khodja. Ίσως να ήταν η ώρα των σκέψεων, που μοιράζει απλόχερα το σκοτάδι στους μοναχικούς, που με εμπόδιζε να κοιμηθώ. Σαν να είχε φυσήξει ένας κρύος αέρας στο μυαλό μου, άρχισα να αναρωτιέμαι για ποιον λόγο βρισκόμουν εκεί. Έξω δεν ακουγόταν τίποτα.
Μέσα στο σκοτάδι του δωματίου, το όραμα ενός Σογδιανού εμπόρου κάνει την εμφάνισή του. Διακρίνω το πρόσωπό του. Έχει σκληρό βλέμμα και ειρωνική έκφραση.
Σογδιανός: Για ποιον λόγο ταξιδεύεις;
Για να μάθω, για να καταλάβω, για να διώξω τους φόβους μου. Εσύ για ποιον λόγο ταξιδεύεις;
Σ.: Για να πουλήσω τα εμπορεύματα που αγόρασα στην Ανατολή. Αλλά νομίζεις ότι ταξιδεύοντας, όσα και να δεις, στο τέλος θα διαλυθούν οι φόβοι σου;
Έχεις δίκιο. Μπορεί οι φόβοι μου να επιβεβαιωθούν.
Σ.: Δηλαδή φοβάσαι!
Αυτό που φοβάμαι είναι μήπως δεν συναντήσω τίποτα το σημαντικό. Μήπως συναντήσω μόνο το κενό. Γιατί τότε ακούει κανείς μόνο τον εαυτό του.
Σ.: Εγώ προσεύχομαι στον Βούδα για να μη συμβεί αυτό. Όσο για το αν θα ακούσεις μόνο τον εαυτό σου, αυτό θα γίνει έτσι κι αλλιώς. Είσαι μόνος σου στον κόσμο. Όλα τα άλλα είναι μια ψευδαίσθηση. Υπάρχεις μόνο εσύ. Κανένας άλλος. Αλήθεια, ποια είναι η χώρα σου;
Η Γιουνάν (Ελλάδα).
Σ.: Δεν υπάρχει Γιουνάν. Μην είσαι τόσο συναισθηματικός. Μιλάς σαν να πρόκειται για την καρδιά του κόσμου, αλλά ο κόσμος δεν είναι άνθρωπος για να έχει καρδιά. Κανένα μέρος του σώματος δεν είναι πιο σημαντικό από κάποιο άλλο.
…
Σ.: Σήμερα εσείς, οι σύγχρονοι, επιδιώκετε τη γρήγορη και πλήρη διαγραφή από τη μνήμη σας όλων των παλιών συνηθειών και γνώσεων, ενώ εμείς στηρίξαμε τη συνέχειά μας στην πρότερη γνώση. Η εποχή σας έχει επιλέξει τη «λήθη» για να συνεχίσει να ζει. Έχει διαγράψει το παρελθόν, αλλά δεν μπορεί να μαντέψει το μέλλον. Για τούτο μοιάζει εγκλωβισμένη στο παρόν, όποιο και να είναι αυτό. Η εποχή σας δεν κάνει σχέδια για το μέλλον. Ίσως και γι' αυτό να είναι τόσο σκληρή.
Ίσως το σβήσιμο του παρελθόντος να φαντάζει γοητευτικό, εφόσον οι τωρινοί μας εαυτοί μοιάζουν πιο σοφοί σε σχέση με ό,τι ήμασταν στο παρελθόν. Η οπτική του παρελθόντος, με τα σημερινά μας μάτια, διαθλάται μέσα από την προσωπική ιστορία του καθένα μας. Δεν αναπολούμε εποχές. Τους εαυτούς μας αναπολούμε μέσα σ’ αυτές τις εποχές. Οι αναμνήσεις μας δεν αποτελούν αντικειμενικά γεγονότα, αλλά μια ωραιοποιημένη ή ακόμα και ηρωοποιημένη οπτική του παρελθόντος.
Σ.: Ο πολιτισμός σας δηλητηριάζει τον άνθρωπο με τον «φόβο». Ο φόβος διαποτίζει την καθημερινότητά σας. Εμείς νιώθαμε ελεύθεροι, ταξιδεύοντας ολόκληρη τη ζωή μας. Εμείς κατεχόμαστε από αισιοδοξία, ενώ την εποχή σας τη διακατέχει η απαισιοδοξία. Ακόμα και η λέξη «πρόοδος» δεν σημαίνει πια μεγάλες προσδοκίες και γλυκά όνειρα, αλλά εφιαλτικούς συνειρμούς αυπνίας. Στην εποχή σας όλες οι μεγάλες ιδέες έχουν χάσει την αξιοπιστία τους και πάνω από τους ανθρώπους πλανάται ο φόβος ενός εχθρού-φάντασμα. Οι πράξεις μιας γήινης ζωής μοιάζουν να εξαφανίζονται σιγά σιγά από τη ζωή των ανθρώπων. Ο σεβασμός απουσιάζει από την εποχή σας. Η εποχή σας δεν σέβεται τίποτα, σπέρνει τη «λήθη», τον «φόβο» και σβήνει τις «μνήμες».
…
Σ.: Χαρακτηρίζετε εμάς άγριους και απολίτιστους. Γιατί δεν κοιτάτε το καθεστώς μιας «Άγριας Δύσης» που έχετε επιβάλει εσείς, οι πολιτισμένοι άνθρωποι, στον πλανήτη; Γιατί παραβλέπετε το γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν μια κατάσταση παρατεταμένης αθλιότητας που δημιουργεί απελπισία; Αντιλαμβάνεστε ότι καταστήσατε το έγκλημα παγκοσμιοποιημένο, κεφαλαιοποιώντας την ανθρώπινη απελπισία;
Είσαι πολύ σκληρός…
Σ.: Όταν είσαι νέος, δεν ενδιαφέρεσαι και πολύ. Όταν όμως αρχίσουν και πεθαίνουν γύρω σου αγαπημένα πρόσωπα, όλα αρχίζουν να αλλάζουν γιατί παίρνουν μαζί τους και ένα κομμάτι σου, ένα μέρος της οντότητας που ήσουν δίπλα τους. Έτσι η Αγνή Χώρα σού φαίνεται όμορφη, σαν ένας τόπος στον οποίο ζούσαμε κάποτε, αλλά τον χάσαμε.
Είμαι άνθρωπος της Δύσης, του 21ου αιώνα. Θέλω να διατηρήσω την εικόνα των αγαπημένων μου στο μυαλό, τη χροιά της φωνής τους.
Σ.: Και εγώ θέλω να ακούσω την αγαπημένη φωνή του πατέρα μου. Πέθανε από πυρετό διακόσιους παρασάγγες από εδώ, κι εγώ δεν ήμουν κοντά του. Αλλά όλα αυτά είναι άθλια όνειρα. Γι' αυτό ξέχνα τα όλα.
Λένε ότι όταν ξεχνάμε είναι σαν να μην αγαπάμε.
Σ.: Μην είσαι ανόητος.
Δεν μπορείς να φανταστείς τον αιώνα μου… Βλέπω ότι έχεις την ίδια άγνοια που έχω και εγώ για τον δικό σου. Όμως υπάρχει ελπίδα στην άγνοια. Αυτό που είναι μυστήριο είναι η συνείδηση.
Σ.: Όμως η ζωή δεν είναι έτσι. Πρέπει να τη ζεις σαν να είναι αληθινή.
…
Σ.: Δεν σκέφτεσαι τον θάνατο;
Τον σκέφτομαι. Ο θάνατος είναι πάντα κάπου κοντά.
Σ.: Ο θάνατος δεν έχει καμία ομορφιά. Ακόμα και τα ταξίδια πεθαίνουν μια μέρα. Όταν γεράσεις και δεν μπορείς να ταξιδέψεις, οι χώρες σταματάνε ν’ αλλάζουν. Μένουν στο μυαλό σου σαν ζωγραφιές. Και έπειτα κοιτάζεις πίσω και βλέπεις όλες τις πολιτείες να γίνονται ένας ατέλειωτος δρόμος που οδηγεί στο τίποτα. Αυτό έχει την ομορφιά του και κάποτε ήταν αρκετό για να σου ξυπνήσει την επιθυμία να ταξιδέψεις. Θα μπορούσες αυτό να το κάνεις για πάντα;
…
Σ.: Κι έπειτα έρχεται η μέρα που νιώθεις πολύ κουρασμένος… ίσως και να έχεις δει πάρα πολλά. Έτσι χάνεις την κρίση σου και στο τέλος τον δρόμο σου. Πρέπει να ξέρεις πού θα σταματήσεις. Γιατί στο τέλος κανένα πράγμα δεν θα έχει μεγαλύτερη αξία από κάτι άλλο. Μερικές φορές βλέπεις τα μονοπάτια να χάνονται μέσα στην έρημο. Οι νομάδες λένε ότι τα μονοπάτια τα σχημάτισαν αυτοί που έχουν χάσει την ψυχή τους. Έτσι έρχεται η ώρα που θα πρέπει να γυρίσει κανείς στο σπίτι του.
Σπίτι του;
Σ.: Ναι, στο σπίτι του. Και στο τέλος, εάν είσαι τυχερός, θα θυμάσαι τα όσα είδες. Ευτυχισμένοι είναι μόνο οι τρελοί.
Ένα είδος νεκρικής απάθειας συσσωρευόταν σταδιακά και με πλησίαζε αθόρυβα, βήμα βήμα, καθώς το ταξίδι με πήγαινε όλο και πιο μακριά, όλο και πιο βαθιά. Έτσι πεθαίνουν κάποιοι άνθρωποι, σκέφτηκα μουδιασμένος: επειδή νομίζουν ότι έχουν χάσει την ψυχή τους. Κάποια στιγμή θα επιστρέψω στον τόπο μου που εδώ και αρκετό καιρό έχει χάσει κι αυτός την ψυχή του. Η συλλογική μνήμη σ’ έναν κατακερματισμένο, εξατομικευμένο και έτσι περισσότερο αβέβαιο και απρόβλεπτο κόσμο, έναν πολύ άνισο και άδικο κόσμο, μοιάζει να έχει προ πολλού πέσει θύμα της θύελλας που αποκαλείται «εξέλιξη».
Από τις εκδόσεις Παπαζήση θα κυκλοφορήσει προσεχώς το νέο ταξιδιωτικό βιβλίο του Στέλιου Βαρβαρέσου με τίτλο «Θιβέτ. Πλάνητες στη σκιά των Ιμαλαΐων», μια περιπλάνηση στο πιο «ιερό» βουνό του πλανήτη και στην «Απαγορευμένη χώρα», ενδοσκόπηση ενός ταξιδιού στη «Στέγη του Κόσμου» και των λαών που την κατοικούν.
*Ο Στέλιος Βαρβαρέσος είναι καθηγητής Τουρισμού στο ΠΑΔΑ.