Σαχάρα. Πήρε την ονομασία της από την αραβική λέξη «σάχρα» που σημαίνει «ερημιά». Κάποτε εκεί υπήρχαν θάλασσες και ποτάμια, αλλά στη θέση τους σήμερα εκτείνεται η μεγαλύτερη έρημος στον κόσμο, με έκταση εννέα εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα – η έκταση σχεδόν των ΗΠΑ. Οι τεράστιες αποστάσεις, η ξηρασία, οι υψηλές θερμοκρασίες και η μοίρα στήνουν συνέχεια παγίδες στους νομάδες που την κατοικούν. Γι’ αυτούς, πέρα από λίγο νερό και λίγη σκιά, όλα τα υπόλοιπα εξαρτώνται από ανώτερες δυνάμεις. Η επίκληση στη θεία παρέμβαση και στη χάρη του Αλλάχ («Ινσαλλάχ») θεωρείται επιβεβλημένη. Η ομορφιά της Σαχάρας μοιάζει τραχιά και συνάμα γαλήνια.
Περπατώ στις πλαγιές των καμπυλωτών λόφων της Σαχάρας –στην Αλγερία– όπου ο άνεμος αποτυπώνει την οργή του, όπως και στη θάλασσα. Το έδαφος δεν είναι παρά μια απέραντη επικράτεια άμμου. Ανηφορίζω προς μια κορυφή, στη συνέχεια σε μια άλλη, χρυσαφιές, λαμπερές. Βαδίζω πάνω στην άμμο, αφήνοντας πίσω τ’ αχνάρια των ποδιών μου, σαν να θέλω να καταγράψω τον μίτο που θα με βοηθήσει να ξαναγυρίσω στο αρχικό σημείο. Βαδίζω κόντρα στον ήλιο. Παρόλο που η άμμος είναι άμμος και το κενό παραμένει κενό, το τοπίο αλλάζει. Μια πλαγιά των αμμόλοφων είναι πιο κοίλη, άλλη φτιάχνει περισσότερες σκιάσεις, αλλού ένα ποτάμι άμμου μοιάζει να χύνεται σε μια κοιλάδα. Τώρα η απέραντη επιφάνεια της άμμου παίρνει το χρώμα του θειαφιού, ίδιο με θάλασσα με ακίνητα, ψηλά κύματα.
Οι έρημοι τρομάζουν τον άνθρωπο γιατί αντιπροσωπεύουν το ακατοίκητο, τη μοναξιά ή και τη μοναχικότητα, τις κακουχίες, τον κίνδυνο, τις υψηλές θερμοκρασίες, την παράνοια, μια στοιχειωμένη απεραντοσύνη, ένα κιτρινόχρωμο σύμπαν, τον χαμό…
Σκαρφαλώνω στον ψηλότερο αμμόλοφο για να δω από εκεί πάνω τον ορίζοντα. Η αμμουδερή πλαγιά ξανοίγεται σε μια απέραντη επιφάνεια άμμου. Το αστραφτερό λευκό της φως μού καίει τα μάτια. Εκεί που χάνεται το βλέμμα μου αρχίζει το κενό. Στο βάθος ένα μεγάλο μαύρο σημάδι θυμίζει κάποιο ίχνος βλάστησης. Τελικά, η εικόνα της βλάστησης δεν είναι παρά η σκιά κάποιου σύννεφου. Τούτο το σεντόνι άμμου, τούτοι οι κίτρινοι λόφοι δεν φτιάχνουν ένα τοπίο αλλά μια σκηνή. Μια άδεια σκηνή. Νιώθω χαμένος, αποκομμένος από όλα, ολότελα μόνος στον κόσμο. Κανένα χρώμα ζωής δεν μου σταματά το βλέμμα, κανένας ήχος δεν έρχεται έως εμένα. Όλα γύρω μου εξαϋλώνονται και η σκιά μου είναι η μόνη σκιά πάνω στη γη. Μόνο ο αντίλαλος της κραυγής μου κυλά αργά πάνω στη θάλασσα της άμμου, για να σβήσει στο βάθος του ορίζοντα.
Είμαι χαρούμενος που βαδίζω στη χρυσαφένια άμμο της Σαχάρας. Αισθάνομαι χαρούμενος για την ελευθερία μου, αυτή την ελευθερία που δύσκολα υποφέρω στα αστικά κέντρα που ζω. Η ιδέα της ακινησίας πάντα με τρομοκρατούσε, μου δημιουργούσε έναν αόριστο φόβο που μου υπέσκαπτε το ηθικό. Οι έρημοι τρομάζουν τον άνθρωπο γιατί αντιπροσωπεύουν το ακατοίκητο, τη μοναξιά ή και τη μοναχικότητα, τις κακουχίες, τον κίνδυνο, τις υψηλές θερμοκρασίες, την παράνοια, μια στοιχειωμένη απεραντοσύνη, ένα κιτρινόχρωμο σύμπαν, τον χαμό… «Πού είναι οι άνθρωποι;», ρώτησε κάποια στιγμή ο Μικρός Πρίγκιπας το φίδι, στο ομότιτλο θαυμαστό βιβλιαράκι του Αντουάν ντε Σεντ-Εξιπερί. «Νιώθεις μοναξιά στην έρημο….». «Μοναξιά νιώθεις και ανάμεσα στους ανθρώπους», είπε το φίδι.
Για τον συνειδητό άνθρωπο ή τον συνειδητό ταξιδιώτη, η έρημος μπορεί να εκφράζει την απόλυτη ελευθερία, τη μαγεία, τη χαμένη συνειδητότητα, την αληθινή επικοινωνία με τη μητέρα Φύση. Διαμορφώνει ένα κενό που βοηθά τον άνθρωπο να αποκοπεί κοινωνικά και πολιτιστικά από τον περίγυρό του, να ερωτευτεί την αίσθηση του τίποτα, τον θάνατο του παλιού του εαυτού για να ξαναγεννηθεί. Η έρημος μπορεί να αντιπροσωπεύει το κενό, αλλά ουσιαστικά αποτελεί μια απέραντη συνέχεια, το τίποτα, που επιδρά στην ψυχοσύνθεση του ανθρώπου και τη μετατρέπει σε καθαρτήριο που αποβάλλει από το σώμα του τα συσσωρευμένα στρώματα αστικοβιομηχανικής βρομιάς και λίπους, καθιστώντας το πιο ευκίνητο και ελαφρύ, ενώ του ξαναδίνει τη χαμένη του σβελτάδα, απαλλάσσοντας, παράλληλα, το πνεύμα του από μια ανησυχητική και επικίνδυνη οκνηρία που του επιβάλλει ο σύγχρονος ψηφιακός/εικονικός κόσμος. Εδώ δεν ευδοκιμεί η «επιδημία της φλυαρίας» που έχει καταλάβει τον Δυτικό κόσμο.
Στην έρημο, όπως και στο ταξίδι, ο μύθος επιζητά την απομυθοποίηση εφόσον το κενό συχνά οδηγεί στην παράνοια, στην παρανομία, στη διαστροφή. Για τον Ανρί ντε Μονφρέντ, Γάλλο ταξιδευτή και συγγραφέα, η έρημος είναι η απόλυτη ελευθερία, η συνειδητή εστία του απέραντου σύμπαντος, η μαγεία που σιγά σιγά χάνεται και οφείλεται στην παρουσία των ομοιών του η δυστυχία και η μοναξιά της επιστροφής στο κοπάδι: «Αφήνοντας την έρημο, όπου επί μήνες ζω με μια απόλυτη ελευθερία, νιώθω ένα πολύ δυσάρεστο συναίσθημα βλέποντας τη μαγεία της να καταστρέφεται από την παρουσία των ομοίων μου. Δυστυχής είναι όποιος, έστω και μια φορά, ένιωσε αυτή την επικοινωνία με τη φύση, καθώς μια ανυπόφορη μοναξιά θα βαραίνει επάνω του κάθε φορά που θα υποχρεώνεται να επιστρέψει στο κοπάδι».
Η αυγή με την πλήρη άπνοια προσφέρει το πιο ωραίο θέαμα. Από την κορυφή των αμμόλοφων αντικρίζω μια επιφάνεια γυαλισμένου μπρούτζου, έναν γιγαντιαίο επιμήκη καθρέφτη όπου βλέπεις κάθε απόχρωση, κάθε κατωφέρεια, κάθε κυματισμό… κάθε εναλλαγή του κόσμου που απλώνεται αντίκρυ. Αυτός ο μαγεμένος καθρέφτης, αυτός ο μπρούτζινος καθρέφτης άμμου, άνοιγε μπρος στα μάτια μου και δήλωνε την ομορφιά της Φύσης, την ομορφιά της Γης. Κοιτάζω γύρω μου: Χρυσό και γαλάζιο, γαλάζιο και χρυσό. Αυτό είναι το θέαμα που προσφέρει τα πρωινά η Σαχάρα. Οι επιχρυσωμένοι θάμνοι που ξεπετάγονται σαν πηγές μέσα από την άμμο και τρεμουλιάζουν στα ασθενικά ραπίσματα του ανέμου, ενώ η σκόνη και το φως δονούνται στον βαθύ γαλανό ουρανό. Ο ουρανός είναι αυτός που κάνει συγκινητική τη Σαχάρα. Ένας αχανής και πλήρης ουρανός, η μεγαλύτερη ποσότητα χώρου που μπορεί να δει κανείς με μία και μόνο ματιά. Ο ουρανός που τα λεπτά τοπία του από αραχνοΰφαντα σύννεφα έχουν συγκεντρώσει όλη τη σαγήνη, την καθαρή ουσία ενός τόπου τόσο άδειου όσο η έρημος, μιας επιχρυσωμένης, κινούμενης μάζας άμμου.
Τα μεσημέρια η ζέστη καταλάμβανε τον κόσμο. Κάθε λεπτομέρεια του εδάφους άχνιζε, σαν το νερό που έβραζε. Κάθε αναθυμίαση του φούρνου –έτσι έμοιαζε η Σαχάρα– ήταν τόσο βίαιη που έστελνε τους αδύναμους θνητούς για αναζήτηση σκιάς σε κάποια όαση ή γειτονικό χωριό.
Τη μολυβί νύχτα οι χρυσαφένιοι λόφοι πρόσφεραν στο φεγγάρι τις φωτεινές πλαγιές τους, και άλλες πλαγιές, βυθισμένες στο σκοτάδι, ανέβαιναν προς τον ουρανό για να συναπαντήσουν το φως. Ένα λαμπερό τοπίο στηνόταν μέσα στη Σαχάρα, καμωμένο από άμμο, σκιές και το φως του φεγγαριού. Μια ξεχωριστή χώρα φτιαγμένη από σιγή, άνεμο και άστρα. Ξαπλωμένος πάνω στην άμμο, με σταυρωμένα τα χέρια, κολυμπάω στη δεξαμενή του νυχτερινού ουρανού και με πιάνει ίλιγγος όταν σκέπτομαι ότι είμαι μόνος σε αυτό το άστρινο ενυδρείο. Βυθίζω τα χέρια μου στην άμμο και ανακαλύπτω ότι είμαι γερά δεμένος με τη Γη. Νιώθω μια ανακούφιση και αφήνω το βάρος μου να παραμορφώσει την επιφάνεια της άμμου. Έχω την αίσθηση ότι η ίδια η Γη με στηρίζει, μεταφέρει το βάρος του σώματός μου και με ανυψώνει στο άπειρο της νύχτας. Εδώ νιώθω, για τα καλά, ανάμεσα στα αστέρια και την άμμο, ότι δεν είμαι τίποτα άλλο παρά ένας αδύναμος θνητός που κινείται και αναπνέει. Ένας κόκκος άμμου ανάμεσα στους μυριάδες.
Στις πόλεις τις νύχτες χώριζε μια αχλή, ένας κουρνιαχτός. Υπήρχε πάντα ένα πέπλο που θάμπωνε τη νύχτα, γιατί εκεί κατοικούσαν οι άνθρωποι με τον «πολιτισμό», την «οχλοβοή», τις «ανάσες τους». Εκεί υπάρχουν πολλοί δρόμοι, πολλά σπίτια, μαγαζιά, αυτοκίνητα, θόρυβοι… οι ατέλειωτοι θόρυβοι και η μυρωδιά της καμένης βενζίνης μεθούν και προκαλούν πονοκέφαλο. Το φως των άστρων στην έρημο πέφτει γλυκά σαν τη βροχή. Δεν κάνει καθόλου θόρυβο, ούτε σηκώνει σκόνη ή αέρα.
Οι άνθρωποι γίνονται πιο ελαφροί. Η Γη δεν είναι πια επίπεδη, έχει πάρει το σχήμα πλώρης καραβιού και γλιστρά απαλά, σκαμπανεβάζοντας, ταξιδεύοντας αργά αργά ανάμεσα στα όμορφα άστρα. Η έρημος είναι σαν μια θάλασσα, με την άμμο να κυματίζει, με τον αφρό που σχηματίζουν οι ξεριζωμένοι θάμνοι καθώς τους φυσά ο αέρας, με το μαύρο σκοτάδι να σκάβει τρύπες όταν ο ήλιος κατεβαίνει χαμηλά στη γη. Κανείς δεν ξέρει τη Σαχάρα από τη μια άκρη στην άλλη.
Η Σαχάρα μοιάζει να μην έχει όρια, μια ατελείωτη επιφάνεια από άμμο, ίδια και απαράλαχτη από τότε που άρχισε να υπάρχει ο κόσμος. Η νύχτα σβήνει τον πυρετό που προκαλούν ο ήλιος και η ξηρασία. Στο ημίφως της νύχτας οι άνθρωποι έβγαιναν από το σώμα τους αφήνοντάς το στην ακατοίκητη γη, ένα ασάλευτο σώμα πάνω στην άμμο της ερήμου, ενώ η ψυχή τους πλανιόταν στα αστέρια. Ανασαίνω τις μυρουδιές της Σαχάρας.
«Πάντα αγαπούσα την έρημο. Καθόμαστε στην κορυφή ενός αμμόλοφου. Δεν ακούμε τίποτα. Κι όμως κάτι μυστικό ακτινοβολεί μέσα στη σιγαλιά…» έγραφε ο Αντουάν ντε Σεντ-Εξιπερί.
Οι νομάδες
Από τους αμμόλοφους ξεπροβάλλει ένας Βεδουίνος με την καμήλα του, λες και τον γέννησε το μυστήριο της ερήμου. Δίχως να βιάζεται, τον καταπίνει σύντομα ο πρώτος καμπυλωτός λόφος. Μου ρίχνει μια ματιά πριν εξαφανιστεί. Με μια μονάχα κίνησή του, μ’ ένα απλό βλέμμα του, δίνει στη χρυσαφιά σκηνή, στο κενό, ζωή και μέσα μου φαντάζει σαν Θεός. Μοιάζει με θαύμα. Εδώ δεν υπάρχουν φυλές, δεν υπάρχουν γλώσσες, μήτε διαιρέσεις… Υπάρχει μονάχα αυτός ο νομάδας που δημιουργεί τη ζωή και στο πρόσωπό του αποτυπώνεται το πρόσωπο όλων των ανθρώπων χωρίς σύνορα, χωρίς χρώμα, χωρίς εχθρούς. Στο κενό της ερήμου νιώθω ότι είμαστε οι μόνοι άνθρωποι πάνω στη Γη. Αυτό το κενό βαθαίνει και μεγαλώνει τον κόσμο.
Οι άνδρες καβάλα στις καμήλες τους προχωρούσαν αθόρυβα στην άμμο, αργά, χωρίς να κοιτάζουν πού πηγαίνουν. Ο άνεμος της Σαχάρας φυσούσε και η άμμος σφύριζε ολόγυρα, ανάμεσα από τα πόδια των καμηλών. Ο ιδρώτας κυλούσε αργά στα πρόσωπα των νομάδων και το σκούρο δέρμα τους είχε πάρει την απόχρωση του λουλακιού. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο πάνω στη γη, τίποτα, κανείς. Τους είχε γεννήσει η έρημος. Γι’ αυτούς δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Δεν έλεγαν τίποτα. Δεν ήθελαν τίποτα. Ο άνεμος περνούσε από πάνω τους, από μέσα τους, σαν να μην υπήρχε κανείς. Η κούραση και η δίψα είχε γίνει πάνω τους δεύτερο πετσί. Είχαν γίνει βουβοί σαν την έρημο, γεμάτοι φως όταν ο ήλιος έκαιγε καταμεσής στον άδειο ουρανό. Οι νομάδες βάδιζαν χωρίς να προσέχουν. Έμοιαζαν σαν να ακολουθούν αόρατα ίχνη που τους οδηγούσαν στην άλλη άκρη της μοναξιάς που γεννούσε η έρημος. Έμοιαζαν σαν να τους γέννησε ο ασυννέφιαστος ουρανός που κουβαλούσε κάτι από τη σκληρότητα του σύμπαντος.
Το φως του ήλιου χυνόταν παντού. Η άμμος κίτρινη, φαιά, λευκή, στο χρώμα της ώχρας, λεπτή, ευκίνητη, γλιστρούσε δείχνοντας την κατεύθυνση του ανέμου. Σκέπαζε τα ίχνη, απωθούσε το φως, έδιωχνε το νερό, τη ζωή, μακριά, σε μέρη που κανείς δεν μπορούσε να αναγνωρίσει. «Τέτοια είναι η έρημος», γράφει ο Αντουάν ντε Σεντ-Εξιπερί. «Στο βάρος μιας Σαχάρας που θα ήταν άδεια, παίζεται ένα έργο μουσικό που αναμοχλεύει τα πάθη των ανθρώπων. Η πραγματική ζωή της ερήμου δεν είναι καμωμένη από εξόδους φυλών που αναζητάνε χόρτα για βοσκή, αλλά από ένα παιχνίδι που παίζεται μέσα της ακόμα».
Έρημος, η μόνη, η τελευταία ελεύθερη χώρα, όπου οι νόμοι των ανθρώπων δεν έχουν καμία ισχύ. Μια χώρα που ανήκει στην άμμο, στον αέρα, στους σκορπιούς… Οι νομάδες εδώ βαδίζουν σ’ έναν λαβύρινθο από αμμόλοφους, σ’ έναν άλλο κόσμο. Αυτός όμως είναι ο «πραγματικός» κόσμος. Η άμμος, οι πέτρες, ο ουρανός, ο ήλιος, η σιωπή, η οδύνη και όχι οι πόλεις από μπετόν μαζί με τους ανθρώπινους θορύβους. Εδώ, όπως παντού, η οδύνη δεν ξεχωρίζει εθνικότητες, φυλές, φύλο. Εδώ, οι νομάδες ακολουθούν ένα αόρατο μονοπάτι, ελεύθεροι όσο κανείς άλλος πάνω στη γη. Εδώ, οι άνθρωποι μοιάζουν με αντικατοπτρισμούς που τους γέννησε η έρημη γη, η πείνα, η δίψα και η κούραση. Εδώ, όπως και στη ζωή, οι δρόμοι είναι κυκλικοί. Σχηματίζουν ολοένα και στενότερους κύκλους που καταλήγουν πάντα στο ξεκίνημά τους.
Οι έρημοι δίνουν στον άνθρωπο την αίσθηση ότι ο κόσμος βρίσκεται στην αρχή της δημιουργίας του, ότι ξαναγεννιέται. Η σημαντικότητα αυτής της διαπίστωσης περνά μέσα από τις αισθήσεις του ανθρώπου, το ίδιο του το σώμα. Η αίσθηση του κενού, της δημιουργίας, του ουσιαστικού, του ανθρώπινου σώματος και πνεύματος, αναφορικά με την έρημο είναι πλησιέστερη με τη φιλοσοφία των Αράβων. Ο Ιμπν Χαλντούν, Άραβας φιλόσοφος, στη Maquaddimah (Παγκόσμια Ιστορία), εξετάζοντας την ανθρώπινη υπόσταση από τη σκοπιά του νομάδα, διαπίστωσε ότι «οι άνθρωποι της ερήμου βρίσκονται πλησιέστερα στην "αρχική κατάσταση" και είναι πιο απομακρυσμένοι από όλες τις κακές συνήθειες που έχουν μολύνει τις καρδιές των μόνιμα εγκατεστημένων».
Ο Ιμπν Χαλντούν στήριξε το σύστημά του στη διαίσθηση ότι όσο οι άνθρωποι παρασύρονται στις πόλεις παρακμάζουν ηθικά και σωματικά. Υπενθύμιζε ότι οι κακουχίες της ερήμου είχαν προηγηθεί της πλαδαρότητας των πόλεων. Επομένως, σύμφωνα με τον Ιμπν Χαλντούν, η έρημος ήταν μια δεξαμενή πολιτισμού και οι άνθρωποι της ερήμου πλεονεκτούσαν απέναντι στους μόνιμα εγκατεστημένους γιατί ήταν πιο εγκρατείς, πιο ελεύθεροι, πιο γενναίοι, πιο υγιείς, λιγότερο ματαιόδοξοι, υπερήφανοι, λιγότερο άνανδροι, έχοντας την τάση να απεχθάνονται την αδικία, την τυραννία, τους σάπιους νόμους και επιπλέον γιατρεύονταν πολύ πιο εύκολα όταν ασθενούσαν.
Ο Άγγλος εξερευνητής Γουίλφρεντ Θέσινγκερ (1910-2013), ταξιδεύοντας στις ερήμους της Αραβίας, αναφέρει: «Εδώ στην έρημο βρήκα ό,τι ζητούσα. Γνώριζα ότι δεν θα το ξανάβρισκα ποτέ… Ποτέ δεν θα ξεχάσω πόσο μειονεκτικά ένιωθα μπροστά σε αυτούς τους αγράμματους βοσκούς που είναι σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από μένα γενναιόδωροι και θαρραλέοι, καρτερικοί, υπομονετικοί και ανοιχτόκαρδα ανδρείοι. Κανένας άλλος λαός δεν μου προκάλεσε παρόμοια αίσθηση προσωπικής ανεπάρκειας». Η απλότητα του νομάδα απογυμνώνει βίαια τη συνθετότητα του Δυτικού.
Οι νομάδες, από τη στιγμή που γεννιούνται, ανήκουν στις απέραντες ακατοίκητες εκτάσεις της άμμου. Κυρίως όμως ανήκουν στον άνεμο γιατί αυτός είναι η πραγματική τους οικογένεια. Χωρίς τον άνεμο η σιωπή της ερήμου γίνεται πιο σπαρακτική. Οι άνθρωποι στην έρημο μοιάζουν με καράβια στη θάλασσα, κανείς δεν ξέρει πότε και εάν θα επιστρέψουν. Καμιά φορά ξεσπούν καταιγίδες κι έτσι χάνονται πολλοί άνθρωποι. Τους πνίγει η άμμος, χάνονται σαν τα καράβια στη θύελλα και η έρημος φυλακίζει για πάντα τα κορμιά τους. Και τις νύχτες το φως του γαλαξία απαλύνει την πείνα, τη δίψα, την αγωνία, ενώ πάνω στο δέρμα των νομάδων αποτυπώνονται τα σημάδια από όλα τα αστέρια του ουρανού. Οι νομάδες συνηθίζουν να λένε: «Δέξου ότι είσαι αδύναμος απέναντι στη Σαχάρα και όλα θα πάνε καλά».
Η απεραντοσύνη της ερήμου και η ονειρική διάσταση του ταξιδιού κάνουν τον Πιερ Λοτί, Γάλλο ταξιδευτή και συγγραφέα, να αποφαίνεται σχετικά με τη ζωή αυτών των ανθρώπων: «Η ζωή αυτών που γεννήθηκαν εδώ φαίνεται λιγότερο μίζερη από τη δική μας και λιγότερο απατηλή. Προσωπικά, ομολογώ ότι θα προτιμούσα να είμαι ο πανάγιος χαλίφης, παρά να προΐσταμαι στην πιο κοινοβουλευτική, στην πιο πνευματικά καλλιεργημένη, στην πιο βιομηχανική των δημοκρατιών. Ακόμα και ο τελευταίος των Αράβων καμηλιέρηδων, που ύστερα από τις διαδρομές στην έρημο πεθαίνει μια ωραία μέρα κάτω από τον ήλιο τείνοντας τα πιστά του χέρια στον Αλλάχ, μου φάνηκε ότι χάρηκε ένα κομμάτι της ζωής περισσότερο από τον εργάτη του μεγάλου ευρωπαϊκού εργοστασίου, τον σοφέρ ή τον διπλωμάτη, που τελειώνουν το μαρτύριο της δουλειάς τους και της απληστίας πάνω σ’ ένα κρεβάτι βλασφημώντας».
Ο Δυτικός κόσμος, όπως οικοδομήθηκε τους τελευταίους αιώνες, είναι αναμφισβήτητα δυναμικός αλλά σε μεγάλο βαθμό ανελέητος, ανταγωνιστικός, καιροσκοπικός, επιφανειακός. Είναι ένας κόσμος που κινείται συνεχώς για να κρύψει τη βαθύτατη ακινησία του. Είναι ένας κόσμος που τον κινεί η έλλειψη ηθικής, η απουσία πνευματικότητας, ο κυνισμός, τα «υλικά» αγαθά και η απληστία. Οι ψευτοανέσεις που μας υπόσχεται αυξάνουν σημαντικά τους κινδύνους της φυσικής και ηθικής εξόντωσής μας. Εδώ, στην έρημο Σαχάρα, ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να αποδράσει από τον ορθολογισμό που επιβάλλει η «εποχή» της υψηλής τεχνολογίας και της μηχανοποίησης των ανθρωπίνων σχέσεων, η κατανάλωση του «περιττού». Εδώ, οι άνθρωποι δεν προσποιούνται κάτι άλλο σε σχέση με αυτό που είναι, όπως συμβαίνει σήμερα σε μεγάλο βαθμό στον Δυτικό κόσμο. Εδώ η Σαχάρα, από μόνη της, ορίζει έναν τόπο πέρα από τον χρόνο, έναν τόπο άχρονο, όπου ο άνθρωπος διευρύνει την αντίληψή του και βελτιώνει τη σχέση του με τον περιβάλλοντα κόσμο. Εδώ, μακριά από τις θορυβώδεις πόλεις, μακριά από έναν ψηφιακό μεταλλαγμένο κόσμο, απόμακρο, γυάλινο, ψυχρό, χωρίς αφή, χωρίς επαφή, χωρίς την ανάσα του άλλου, συχνά σκληρό και ανελέητο, απρόσωπο, αδίστακτο… μακριά από το ψηφιακό παραμύθι και τις τρομερές συνέπειές του –αίσθημα άγχους, φόβου, μοναξιά, κατάθλιψη, απομόνωση, επιθετικότητα, απαξίωση, απάθεια, δυσπιστία, άκρατος ατομικισμός κ.λπ.– η Σαχάρα αντιπροσωπεύει τον «πραγματικό» κόσμο και μετατρέπεται σ’ ένα «απέραντο θεραπευτήριο ψυχών». «Η έρημος χρειάζεται πλούσια ψυχή και η πλούσια ψυχή αναζητά την έρημο», τόνιζε ο Φώτης Κόντογλου.
Βιβλιογραφικές πηγές
Βαρβαρέσος Σ. (2017), Η χαμένη τέχνη του ταξιδιού, Αθήνα, εκδόσεις Παπαζήση
Cate C. (1994), Antoine De Saint-Exupery, Laboureur du ciel, Paris, Bernard Grasset.
*Ο Στέλιος Βαρβαρέσος είναι καθηγητής Τουρισμού στο ΠΑΔΑ.