«NEIGE» ΘΑ ΠΕΙ ΧΙΟΝΙ ΣΤΑ ΓΑΛΛΙΚΑ και «Blanche-Neige» είναι η Χιονάτη. H Neige Sinno ήταν ένα μικροκαμωμένο λεπτεπίλεπτο κοριτσάκι με ξανθά μαλλιά και πράσινα μάτια που έμοιαζε να έχει βγει από κάποιο παραμύθι. Ζούσε με τη μητέρα της, τον πατριό της και τα τρία αδέλφια της –τα δύο ετεροθαλή– στις Άλπεις. Οι γονείς της ζούσαν μια μποέμικη ζωή στη φύση, τον χειμώνα εργάζονταν σε χιονοδρομικά κέντρα, το καλοκαίρι σε κάμπινγκ, έκαναν αγροτικές εργασίες και επισκεύαζαν το σπίτι τους. Η Νεζ, που της είχαν δώσει το όνομα ηρωίδας παραμυθιού των αδελφών Γκριμ, θα μπορούσε να έχει μια παιδική ηλικία όπως οποιοδήποτε άλλο κοριτσάκι. Μόνο που η Νεζ δεν υπήρξε οποιοδήποτε κοριτσάκι. Ο πατριός της τη βίαζε επανειλημμένα από την ηλικία των επτά ετών μέχρι και την εφηβεία της στο κελάρι του σπιτιού τους.
Η 47χρονη σήμερα Γαλλίδα μυθιστοριογράφος Νεζ Σινό είναι η συγγραφέας του συγκλονιστικού αυτοβιογραφικού Θλιβερός Τίγρης, που είναι η σπαρακτική εξομολόγησή της για το τι της συνέβη όταν ήταν παιδί. Πρόσφατα κυκλοφόρησε και στα ελληνικά από τις εκδόσεις της Εστίας σε μετάφραση της Λίζυς Τσιριμώκου. Το βιβλίο έκανε πάταγο στη Γαλλία όταν κυκλοφόρησε το 2023 και υπήρξε το εκδοτικό γεγονός της χρονιάς, ενώ απέσπασε και πλήθος βραβείων, μεταξύ των οποίων το Prix Femina και το Prix Goncourt des Lycéens.
Το 2000 η Νεζ Σινό θα καταγγείλει μαζί με τη μητέρα της τον βιασμό που υπέστη από τον πατριό της. Η δίκη θα γίνει δημόσια, ο πατριός της θα ομολογήσει την πράξη του και θα καταδικαστεί σε εννέα έτη φυλάκισης, από τα οποία, λόγω καλής διαγωγής, θα εκτίσει τελικά τα πέντε. Πολλά χρόνια μετά τη δίκη, η Σινό θα επιστρέψει ξανά για να αναψηλαφήσει το τραύμα της και να εξιστορήσει τι πέρασε στα χέρια αυτού του ανθρώπου.
Περικυκλώνει το θέμα από πολλές και ποικίλες πτυχές, επιχειρώντας να συλλάβει το νόημα –αν υπάρχει– που της διαφεύγει, προσπαθώντας να καταλάβει: γιατί; Γιατί συνέβη αυτό που της συνέβη αλλά και γιατί συμβαίνει και σε άλλους ανθρώπους και σε άλλες οικογένειες.
Το βιβλίο, ωστόσο, που ο τίτλος του (Triste Tigre) αποτελεί αναφορά στο ποίημα του Ουίλιαμ Μπλέικ «The Tyger», δεν είναι μόνο μια μαρτυρία για την ενδοοικογενειακή σεξουαλική κακοποίηση ενός παιδιού ή η εξομολόγηση μιας γυναίκας damaged for life, «κατεστραμμένης διά βίου», όπως αποκαλεί η ίδια η Σινό τον εαυτό της. Είναι πολύ περισσότερα απ’ όσα φαντάζεται ο αναγνώστης. Δεν περιέχει σχοινοτενείς περιγραφές όσων φρικιαστικών έζησε, δεν είναι αυτό το κέντρο της αφήγησης. Παρ’ όλα αυτά, δεν αποκρύπτει και τίποτα, λέει τα πράγματα με το όνομά τους και παραθέτει τα γεγονότα αυτούσια. Πρόκειται για ένα υβριδικό ανάγνωσμα που συνδυάζει τη μαρτυρία, την αυτοβιογραφία, την εξομολόγηση με το δοκίμιο, ενώ δεν στερείται λογοτεχνικών αρετών. Είναι μια εξερεύνηση ενός «άλλου τόπου», της «χώρας του ερέβους», σύμφωνα με την ίδια, και μια απόπειρα να κατανοήσει τις αιτίες και τα κίνητρα του ανθρώπου που αντίκρισε την αθωότητα στο πρόσωπο ενός παιδιού και αποφάσισε να την καταστρέψει γιατί μπορούσε.
Με αξιοσημείωτη ψυχραιμία και διαύγεια προσπαθεί να μπει στη θέση του πατριού της και να ανιχνεύσει τι ήταν αυτό που τον ώθησε. Διερευνά τους μηχανισμούς και τις ψυχολογικές διεργασίες που τον παρακινούσαν να συνεχίζει τις νοσηρές πράξεις του και τον βοηθούσαν να διαχειριστεί το βάρος τους και τα ψέματα που έλεγε στον εαυτό του· όχι για να δικαιολογήσει το οτιδήποτε αλλά για να κατανοήσει. Δεν αναζητά την εκδίκηση αλλά την αλήθεια.
Το βιβλίο δεν ακολουθεί κάποια γραμμική αφήγηση, η συγγραφέας επανέρχεται ξανά στα γεγονότα από διαφορετικές διόδους κάθε φορά. Περικυκλώνει το θέμα από πολλές και ποικίλες πτυχές, επιχειρώντας να συλλάβει το νόημα –αν υπάρχει– που της διαφεύγει, προσπαθώντας να καταλάβει: γιατί; Γιατί συνέβη αυτό που της συνέβη αλλά και γιατί συμβαίνει και σε άλλους ανθρώπους και σε άλλες οικογένειες. Πετυχαίνει να ξεφύγει από το στενό πλαίσιο του ιδιωτικού τραύματος και να το αναγάγει στο συλλογικό κακό. Δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε: «είμαστε πολλές, είμαστε πολλοί», μας λέει. «Κάθε χρόνο εκατοντάδες χιλιάδες άτομα ξυπνούν ή κοιμούνται μεταμορφωμένα σε κάποιον ή κάποιαν από εμάς. Ένας στρατών σκιών».
Η ίδια, μεγαλώνοντας, καταφέρνει να φύγει μακριά από την οικογενειακή εστία και τόπο του μαρτυρίου της. Θα σπουδάσει Αγγλική και Αμερικανική Λογοτεχνία, θα διδάξει στο πανεπιστήμιο, θα γίνει μητέρα ενός κοριτσιού, θα γράψει βιβλία και θα ζήσει στο Μεξικό με την οικογένειά της. Φαινομενικά σώθηκε, είναι μια επιζώσα. Δεν είναι έτσι όμως. Δηλώνει πως ποτέ δεν ξεφεύγεις, πως οι συνέπειες για τα θύματα εκτείνονται σε κάθε πλευρά της ζωής τους, πως αυτό που έζησε θα είναι πάντα εκεί και θα δηλητηριάζει κάθε στιγμή της καθημερινότητας. Μας ξεκαθαρίζει πως «το σήκω επάνω και προχώρα δεν είναι εφαρμόσιμο στην περίπτωση βιαιοπραγίας σε παιδί […] Έτσι και γίνεις θύμα μια φορά, είσαι πάντα θύμα. Και κυρίως, είσαι θύμα για πάντα. Ακόμα κι όταν το ξεπερνάς, δεν το ξεπερνάς πραγματικά».
Σώζει τελικά η λογοτεχνία; Η Σινό αμφισβητεί έντονα τις θεραπευτικές ιδιότητες της λογοτεχνίας και ισχυρίζεται πως δεν την έσωσε, παρόλο που έχει γράψει κι άλλα βιβλία και αποδείχθηκε σύμμαχός της στο συγκεκριμένο, στην προσπάθειά της να καταλάβει. Ανατρέχει σε αποσπάσματα από λογοτεχνικά βιβλία, άρθρα, δοκίμια και μαρτυρίες σχετικές με την ενδοοικογενειακή βία, όπως αυτή της Βιρτζίνια Γουλφ που είχε κακοποιηθεί από τους ετεροθαλείς αδελφούς της, αλλά και σε βιβλία της Τόνι Μόρισον, της Κριστίν Ανγκό και της Βιρζινί Ντεσπέντες. Επισημαίνει πως στη Λολίτα του Ναμπόκοφ έχει γίνει μια μεγάλη παρανάγνωση, απουσιάζει η φωνή της ίδιας της Λολίτας, την ακούμε μόνο μέσω του πατριού της, αλλά την ίδια ποτέ και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία.
Η μαρτυρία της και οι σκέψεις που καταθέτει μας βοηθούν πολύ να αντιληφθούμε κι εμείς λίγο καλύτερα κάποια κοινά μοτίβα σε ανάλογες ιστορίες κακοποίησης, όπως το γιατί ο περίγυρος ουσιαστικά συγκαλύπτει τον δράστη, γιατί οι μητέρες «ξέρουν, αλλά και δεν ξέρουν· δεν ξέρουν αλλά και ξέρουν», όπως γράφει χαρακτηριστικά, γιατί οι οικείοι βρίσκονται σε άρνηση μετά την αποκάλυψη του βιασμού, γιατί οι γείτονες σταματούν να μιλούν στα θύματα λες και φταίνε τα ίδια. Μετά την καταγγελία και τη δημοσιοποίηση της ιστορίας της, στο χωριό όπου μεγάλωσε σταμάτησαν να της μιλούν: «Κοίταξες το κακό κατάματα και τώρα κανείς δεν μπορεί πια να κοιτάξει εσένα». Όπως και στον μύθο της Μέδουσας, οι άνθρωποι γύρω της δεν άντεχαν πλέον να την κοιτούν, όταν έμαθαν τη δυσβάστακτη αλήθεια.
Στον απόηχο της υπόθεσης της Ζιζέλ Πελικό, της γυναίκας που έγινε σύμβολο κατά της σεξουαλικής βίας στη Γαλλία, όταν επιτέλους «η ντροπή άλλαξε στρατόπεδο», η συμβολή του Θλιβερού Τίγρη όσον αφορά τη συνειδητοποίηση της συλλογικής ντροπής που συνέχει αυτά τα εγκλήματα είναι τεράστια. «Αυτά τα άπλυτα, αυτή η ατίμωση, δεν είναι δική μου, είναι δική μας, ανήκει σε όλους μας», σημειώνει η συγγραφέας. Η Νεζ Σινό είναι μια πολύ γενναία γυναίκα που κοίταξε κατάματα το κακό, αν και η ίδια δηλώνει πως δεν νιώθει κάποια περηφάνια για το γεγονός ότι επέζησε. Το παρόν βιβλίο, στην εξαιρετική μετάφραση της Λίζυς Τσιριμώκου που πετυχαίνει να αποδώσει το νηφάλιο και αποστασιοποιημένο ύφος της συγγραφέως, είναι ένας άθλος όχι μόνο επειδή κατάφερε να το γράψει, διατρέχοντας ξανά την επώδυνη εμπειρία που τη σημάδεψε διά βίου, αλλά κυρίως για τον τρόπο που γράφτηκε: μια διαυγής και κρυστάλλινη ενατένιση της επικράτειας του απόλυτου κακού που επιτρέπει και σ’ εμάς να το κατανοήσουμε καλύτερα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO