Γεννήθηκα στην Αθήνα, κάπου στα Πατήσια. Έπειτα μετακομίσαμε σε ένα μάλλον σκοτεινό διαμέρισμα στους Αμπελόκηπους. Εκεί θυμάμαι πολύ έντονα την ημέρα που έγινε το πραξικόπημα. Στις 21 Απριλίου του 1967 ήταν τα έκτα μου γενέθλια και υπήρχε στο ψυγείο μια ωραία τούρτα για να την κεράσω στα παιδάκια. Θα ήταν η πρώτη τούρτα που θα πήγαινα στο σχολείο, μεγάλη προσδοκία. Αντί γι’ αυτό, πρωί πρωί είδα τη μάνα και τον πατέρα μου να κάθονται στον καναπέ παγωμένοι. Δεν τόλμησα ούτε να διαμαρτυρηθώ. Έτσι, νομίζω, πολιτικοποιήθηκα από τα έξι.
• Η καταγωγή από την Κρήτη μού έδωσε τις πιο ωραίες εικόνες, γεύσεις, μυρωδιές. Το Ηράκλειο με το εμπορικό του παππού, τόπια υφάσματα ως ψηλά στο ταβάνι, ο γατούλης να κάθεται ήσυχα ήσυχα δίπλα στο ταμείο, οι λουκουμάδες απέναντι, η μυρωδιά του ξύλου στα άπειρα επιπλοποιεία της πόλης, κι έπειτα η διαδρομή ως τη Χερσόνησο, οι καταπληκτικές παραλίες, τα βραχάκια απ’ όπου κάναμε βουτιές, αδέλφια-ξαδέλφια, μπόλικα ξαδέλφια απ’ όλα τα μέρη της Ευρώπης. Στο σπίτι μου εδώ στην Αγία Παρασκευή μετακομίσαμε το 1972. Ήταν μια μεγάλη αναβάθμιση. Ο θείος Αλέκος Αργυρίου, ως μηχανικός, είχε κάνει τη στατική επίβλεψη. Έμενε κι αυτός εδώ με τη θεία μου Άντεια Χατζιδάκη, στο διπλανό, κολλητό σε μας σπίτι. Πάντως, αρχικά δεν είχαμε έπιπλα – χώρισαν κιόλας οι γονείς μου με το μπήκαμε σε αυτό το σπίτι. Οπότε ο χώρος είχε γίνει το εργαστήρι του Στέλιου Αναστασιάδη, του ζωγράφου, που τον φιλοξενούσαμε κιόλας. Με ενθουσίαζε που δεν είχαμε «σαλόνι» αλλά εργαστήρι. Παντού στους τοίχους τεράστια χαρτιά και κάρβουνα ζωγραφικής, ένα πνεύμα καλλιτεχνικό και αντάρτικο.
Το μοντέλο «αντίσταση» δεν νομίζω πως ταιριάζει πια στην εποχή μας. Ευχαρίστως στη θέση της «επανάστασης» θα έβαζα τη μεταρρύθμιση και τον αέναο εκσυγχρονισμό.
• Ο πατέρας μου, Νίκος Καστρινάκης, θεωρούνταν ένας από τους πιο έξυπνους ανθρώπους της γενιάς του. Κατάφερε να φαλιρίσει όλες τις επιχειρήσεις με τις οποίες καταπιάστηκε. Ανατρέχοντας στο παρελθόν, κρατάω την απόρριψή του όταν ήμουν μικρή, επειδή επιθυμούσε αγόρι, και τη θερμή υποστήριξή του όταν μεγάλωσα. Ενθουσιασμένος από τον τρόπο που χειριζόμουν τη γλώσσα, μου χάρισε ένα μαγνητόφωνο όταν μπήκα στο πανεπιστήμιο, πολύτιμο δώρο, με το οποίο πέρασα τα φοιτητικά μου χρόνια. Πέθανε πολύ νέος. Η μητέρα μου, Νέλλη Χατζιδάκη, είναι η ανθεκτική. Εργάστηκε πάντα στη βιομηχανία ως χημικός μηχανικός. Στα 80 της έχτισε ένα εξοχικό. Στα 90 της ασκεί το σώμα της και το μυαλό της, εργάζεται, παρακολουθεί με πάθος τις πολιτικές εξελίξεις, μαθαίνει να χειρίζεται υπολογιστή και έχει ισχυρή άποψη για το καθετί. Και οι δυο γονείς μου ήταν ισχυρογνώμονες. Εγώ νομίζω πως κάποια στιγμή έμαθα να βάζω στον λόγο μου ένα «ίσως», ένα «ενδεχομένως».
• Οφείλω να ομολογήσω ότι συγγραφέας ήθελα να γίνω από μικρή – δεν θυμάμαι κάποιο άλλο όνειρο. Μου είχαν πει οι δάσκαλοί μου στο σχολείο ότι περιγράφω ωραία, φτιάχνω όμορφες εικόνες στις εκθέσεις. «Ποδηλατάδα και νερά να πετιούνται δεξιά κι αριστερά, κι εγώ να σηκώνω ψηλά τα πόδια για να μη βραχώ»: αυτό είχε θεωρηθεί εξαιρετική εικόνα, κι αφού έτσι έλεγαν, τι άλλο θα μπορούσα να γίνω όταν μεγαλώσω για να ακούω όσο το δυνατό πιο συχνά «μπράβο»; Και νομίζω ότι αυτά τα «μπράβο» των δασκάλων με καθόρισαν. Στο τέλος του τετραδίου εκθέσεων της Α’ Γυμνασίου ο καθηγητής μου είχε γράψει: «Με την ευχή μου να γίνεις κάποτε ένας άξιος συγγραφέας». Ακόμα συγκινούμαι που το θυμάμαι. Στην οικογένειά μου, ωστόσο (όπου ήταν όλοι μηχανικοί), υπήρχε και μια πρόβλεψη για το παιδί που θα γινόταν φιλόλογος: θα έπαιρνε ένα παραπάνω περιουσιακό στοιχείο, καθώς θα καταδικαζόταν, έλεγαν, σε οικονομική μιζέρια. Οι δάσκαλοι υποθέτω πως παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην επιλογή του δρόμου στη ζωή. Μια φίλη μου, που ήταν χαμίνι, κάποια στιγμή την πρόσεξε μια καθηγήτρια και τη μεταμόρφωσε. Υπάρχουν, βέβαια, και ισχυρά ταλέντα: η κλίση προς τη ζωγραφική, προς το θέατρο ή προς τη μουσική. Αυτά αναβλύζουν από μόνα τους.
• Η πρώτη φορά που έγραψα στη ζωή μου ήταν ένα πανηγύρι. Στο τετράδιο της έκθεσης της Α’ Δημοτικού: «Η Ντόρα έφερε μπαμπακιές». Από πάνω, στο λευκό τετράγωνο, είχα ζωγραφίσει την Ντόρα. Όλα τα παιδιά το ίδιο είχαμε γράψει. Εμένα για κάποιον λόγο μου άρεσε πάρα πολύ αυτή η φράση. Με μάγεψε. Αργότερα, στην τετάρτη ή στην πέμπτη του δημοτικού, άρχισα να γράφω ένα μυθιστόρημα: πέντε φίλοι σε μια ζούγκλα. Είχα γράψει κάποια κεφάλαια στο στυλ αναγνωσμάτων περιπέτειας. Εννοείται ότι όταν μεγάλωσα λίγο κρατούσα ημερολόγιο.
• Εν τέλει θεωρώ ότι το γράψιμο πιο πολύ είναι ανακούφιση και όχι γνώση εαυτού, κάτι που πιέζει πολύ μπορεί να εκτονωθεί. Να εκτονωθεί μετασχηματιζόμενο. Γνωρίζω, ας πούμε, τι μου συμβαίνει και αποφασίζω να του δώσω μορφή. Μερικές φορές μπορεί να είμαι πολύ ταραγμένη γράφοντας. Η πείρα μού έχει δείξει ότι το αποτέλεσμα, το οποίο έχει βέβαια προκύψει από πολλή δουλειά, συγκινεί και άλλους.
• Όσον αφορά τους αγαπημένους μου συγγραφείς, ουσιαστικά διαμορφώθηκα από τον μοντερνισμό: Προυστ και Βιρτζίνια Γουλφ. Έμαθα να παρατηρώ τη λεπτομέρεια στην ανθρώπινη συμπεριφορά και να προσέχω τις ανεπαίσθητες διακυμάνσεις της διάθεσης – τέχνη του κεντήματος. Από Έλληνες συγγραφείς θα έλεγα ότι κυρίως με επηρέασαν ο Γιώργος Ιωάννου και ο Κοσμάς Πολίτης. Τα πάρα πολύ δυνατά και κρυπτικά διηγήματα του Ιωάννου της πρώτης περιόδου με εξώθησαν στο γράψιμο. Ο Κοσμάς Πολίτης με τις ζωηρές εικόνες της φύσης και με τη λεπτή ειρωνεία του με έχει επίσης καθοδηγήσει. Στον δοκιμιακό λόγο ίσως έχω μια επιρροή από τον πρώιμο Θεοτοκά – την προσπάθεια να αποτινάξω τη σοβαροφάνεια μπορεί να τη χρωστάω στην τόλμη εκείνου.
• Ως συγγραφέα με κινεί μάλλον η περιέργεια για τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, ερωτικές, φιλικές, οικογενειακές· περιέργεια για το τι είναι ο άνθρωπος και πώς αντιδρά στον ιδιωτικό του χώρο. Με τον δημόσιο χώρο και την ιστορία καταπιάνομαι κυρίως σε δοκιμιακά ή επιστημονικά έργα. Με απασχόλησε, π.χ., για πολλά χρόνια η αντίδραση των λογίων στις ακραίες συνθήκες της ναζιστικής κατοχής και του εμφύλιου πολέμου. Έγραψα το βιβλίο Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950 για να καταλάβω τι είδους τέχνη παράγεται σε συνθήκες εξαιρετικής πίεσης, ποιοι μηχανισμοί κινητοποιούνται στον άνθρωπο. Εξίσου με απασχολεί τώρα η λογοτεχνία για τη Μικρασιατική Καταστροφή και την προσφυγιά. Τι αντέχει να θυμάται ένας επιζών; Τι καταχωνιάζει ένας άνθρωπος για να μπορέσει να συνεχίσει τη ζωή;
• Από τα δικά μου βιβλία αυτό που ξεχωρίζω είναι το Μίλα, Πηνελόπη! που κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Επί είκοσι χρόνια καταπιάστηκα με τη μελέτη της μορφής της μυθικής Πηνελόπης στη λογοτεχνία και στην τέχνη γενικότερα του δυτικού κόσμου. Πρόκειται για ένα βιβλίο με το οποίο η Πηνελόπη κι εγώ κάνουμε πολλά ταξιδάκια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Άλλωστε, πολλοί με αποκαλούν πλέον «Πηνελόπη». Το τελευταίο βιβλίο μου είναι ο Έρωτας στον καιρό της ειρωνείας, ένα μυθιστόρημα για τα πάθη του έρωτα, την πτήση και την προσγείωση, την ενθουσιώδη απώλεια κάθε αυτοελέγχου και την απομυθοποιητική εν τέλει αυτοπαρατήρηση.
• Στις μέρες μας η νέα γενιά δεν διαβάζει – αυτό είναι μια κοινή διαπίστωση. Πριν από είκοσι-κάτι χρόνια βάζαμε στους φοιτητές μας σε κάθε μάθημα να διαβάζουν τρία βιβλία το εξάμηνο. Η απαίτηση έπεσε σύντομα στο ένα, και τώρα πια δεν τολμούμε να τους ζητήσουμε τίποτα. Τους θερμοπαρακαλούμε για μερικές σελίδες. Έχουμε συνειδητοποιήσει ωστόσο πως δεν πρόκειται για τεμπελιά αλλά για αδυναμία. Δεν έχουν μάθει να διαβάζουν συνεχές κείμενο. Εδώ που τα λέμε, και πριν από είκοσι χρόνια η κόρη μου έμαθε να διαβάζει πολυσέλιδα βιβλία επειδή της έπεσε στα χέρια ο Χάρι Πότερ. Άλλες εποχές! Εμείς, στη Μεταπολίτευση, αν δεν διαβάζαμε, δεν μπορούσαμε να σταθούμε στα πάρτι. Δεν θέλω ωστόσο να πιστέψω πως είναι ζήτημα χρόνου να σβήσει το βιβλίο – πάντα θα υπάρχουν κάποιοι που θα διαβάζουν. Πόσοι όμως θα είναι αυτοί;
• Το ότι ζούμε σε μια «αντιπνευματική» εποχή είναι, δυστυχώς, λίγο, αν μιλάμε για τον όλο κόσμο μας. Με δυο τρελούς τύπους στο τιμόνι της Οικουμένης, που μισούν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και κάθε καλλιέργεια, να δούμε αν σε λίγο δεν θα κλαίμε για όλες τις παλιές κατακτήσεις μας. Αλλά μέσα στην Ελλάδα, όχι, δεν θα έλεγα πως ζούμε αντιπνευματική εποχή. Μου έχουν κάνει μεγάλη εντύπωση νεαροί επιστήμονες και διανοούμενοι –συνάντησα πολλούς σε συνέδρια– με μεγάλη παιδεία, κάποτε σοφοί, και με εξαιρετικό χειρισμό της γλώσσας. Σε κάθε τομέα νέοι άνθρωποι ψάχνονται με σοβαρότητα. Ίσως υπήρχαν εποχές με περισσότερους διανοούμενους και φιλαναγνώστες – τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, που έλεγα νωρίτερα. Όμως τώρα δεν υπάρχει ετοιματζίδικη σκέψη, τσιτάτα, ευκολίες. Τα τελευταία κατέρρευσαν πρόσφατα με πάταγο. Τώρα πάμε ψαχουλεύοντας και ενδεχομένως βρίσκουμε πιο ενδιαφέροντα πράγματα.
• Η μεγαλύτερη ελληνική παθογένεια; Το ότι δεν νοιαζόμαστε για τον διπλανό μας, αγνοούμε την ύπαρξή του, δεν μας αφορά. Η σκέψη ότι κάποιος/-α επιθυμεί και χρειάζεται να περπατάει στα πεζοδρόμια απρόσκοπτα, ότι θέλει να παρκάρει μετά από μας ή ότι δεν επιθυμεί να ακούει τους δικούς μας θορύβους, αλίμονο, δεν μας απασχολεί. Επίσης, με ενοχλεί και με τρελαίνει η επέκταση του θορύβου στα μέρη όπου πας για να ηρεμήσεις. Π.χ. στις παραλίες ακούς «μουσική» με μπάσα, που φτάνει ως βαθιά στη θάλασσα. Μια απελπισία.
• Το μοντέλο «αντίσταση» δεν νομίζω πως ταιριάζει πια στην εποχή μας. Αρκετά με το «αντί» και με την κουλτούρα του όχι. Από τον στίχο του Σαββόπουλου («η Ελλάδα που αντιστέκεται, η Ελλάδα που επιμένει») θα κρατούσα το δεύτερο μισό. Επιμένω σημαίνει ότι, παρά τις αντιξοότητες, παράγω, δημιουργώ, σκέφτομαι νέα πράγματα, προβλέπω, δεν φοβάμαι τις αλλαγές, δίνω ευκαιρίες στους νέους. Ευχαρίστως στη θέση της «επανάστασης» θα έβαζα τη μεταρρύθμιση και τον αέναο εκσυγχρονισμό.
• Επειδή τα τελευταία 35 χρόνια λείπω για μεγάλα διαστήματα από την Αθήνα, αφού εργάζομαι στο Ρέθυμνο, στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, θα πω ότι τον καιρό που περνάω μακριά από την Αθήνα πάσχω από μια νοσταλγία της πρωτεύουσας: λατρεύω κάθε πτυχή της, ακόμα και το κυκλοφοριακό χάος και το στρίμωγμα στο μετρό και το καυσαέριο και τα γκράφιτι. Φυσικά, προτιμώ να ανεβαίνω στον Λυκαβηττό μια ηλιόλουστη μέρα, την τριλογία της οδού Πανεπιστημίου τη νύχτα και τα σινεμά του κέντρου.
• Πολλά προσβάλλουν την αισθητική μου, και τα κολονάκια και τα αετώματα και τα στρογγυλά μπαλκόνια μιας σύγχρονης, τάχα, αρχιτεκτονικής, τα παρδαλά χρώματα. Η «προσβολή» έρχεται από τον κακώς χρησιμοποιημένο πλούτο. Πιο σημαντικό, όμως, θεωρώ το αίσθημα που προκύπτει από τις φτωχικές γειτονιές, από τα στενά μπαλκονάκια-αποθήκες, από τις ξεσκισμένες τέντες, τις σκοτεινές εισόδους. Δεν είναι «προσβολή της αισθητικής» αλλά κοινωνική θλίψη.
• Ως προς το θέμα της παιδείας, πιστεύω ότι πρέπει να αλλάξει συθέμελα η εκπαίδευσή μας. Το σημερινό μοντέλο έχει αχρηστευτεί από τις νέες δυνατότητες εξεύρεσης της πληροφορίας και ακόμα πιο πρόσφατα από την τεχνητή νοημοσύνη. Βραδυπορούμε. Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ιδίως, θα έπρεπε να επανασχεδιαστεί εκ βάθρων. Κλειδί θεωρώ ότι πρέπει να γίνουν πια οι «δεξιότητες», τα λεγόμενα transferable skills (μεταβιβάσιμες δεξιότητες), ώστε ο μελλοντικός εργαζόμενος να προετοιμάζεται για μια ποικιλία προκλήσεων και για την ανάγκη διαρκών προσαρμογών. Οι εισαγωγικές εξετάσεις για τα ΑΕΙ, κατά την άποψή μου, θα έπρεπε να σχεδιαστούν στον τύπο των εξετάσεων της Πίζας. Αυτό θα ήταν πράγματι μια βαθιά μεταρρύθμιση που θα εξυγίαινε συνολικά το σύστημα. Στο πανεπιστήμιο παραλαμβάνουμε «καμένα» μυαλά που προσπαθούμε να ανατάξουμε. Πόσα χαμένα χρόνια και πόσες χαμένες δυνάμεις. Αν παραλαμβάναμε παιδιά που έχουν μάθει να σκέπτονται, θα μπορούσαμε να πετάξουμε. Το διδακτικό προσωπικό είναι κατά κανόνα πάρα πολύ καλό και στρατευμένο στην επιθυμία να δώσει ό,τι μπορεί (η άμεση εμπειρία μου είναι από το Πανεπιστήμιο Κρήτης).
• Αν μπορεί η τέχνη να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους; Τρομερή ερώτηση, αν πρέπει κανείς να την απαντήσει αρνητικά, ενώ είναι καλλιτέχνης ή δάσκαλος. Η τέχνη δεν μας κάνει καλύτερους. Η τέχνη είναι για την απόλαυση. Μας κάνει καλύτερους η απόλαυση; Ας πούμε, πάντως, ότι η λογοτεχνία ειδικά δίνει ευκαιρίες αυτοπαρατήρησης. Αυτό είναι καλό. Ενδεχομένως κάποιοι βελτιώνονται με την αυτοπαρατήρηση, με την αυξημένη αυτοσυνείδηση, κάποιοι άλλοι όμως όχι. Αν η τέχνη βελτίωνε τον κόσμο, θα είχαμε γίνει από καιρό αγγελούδια.
• Έχω αγαπημένους φίλους και φίλες, όχι μόνο από τα παλιά χρόνια αλλά και από τα πρόσφατα – είμαι πολύ τυχερή. Αλλά έχω συμβάλει κι εγώ στην τύχη μου, μου το πιστώνω. Αυτή η μαγική στιγμή που κοιτάς τον άλλον στα μάτια και τον αναγνωρίζεις και σε αναγνωρίζει και κλείνετε τη συμφωνία της φιλίας, και λες, ναι, αυτός ή αυτή θα με στηρίξει στη δυσκολία ή, ακόμα όταν θα είμαστε εσχατόγηροι, θα μπορούσαμε να ζήσουμε μαζί σε μια κοινότητα. Πάντως, δεν με τρομάζει ιδιαίτερα η φθορά του χρόνου. Φθορά σημαίνει ότι ζούμε. Και πολύ καλά γνωρίζουμε ότι δεν έχουν όλοι αυτή την τύχη. Ο μεγαλύτερος φόβος μου είναι η μοναξιά, αλλά οχυρώνομαι! Γυρνώντας τον χρόνο πίσω, φοβάμαι πως έχω πληγώσει ανθρώπους. Είχα κάποτε μεγάλη αυτοπεποίθηση, έως οίηση. Θεραπεύτηκα, νομίζω, με τα χρόνια. Έχω κοιτάξει αφ’ υψηλού τον πλησίον, αλλά έχω κάνει χίλιες μετάνοιες έκτοτε.
• Ο Καβάφης το έχει πει πολύ ωραία: επιτυχία είναι το να γίνεις «ούτος εκείνος», κάποιος (και κάποια) που τον δείχνουν στον δρόμο με σεβασμό και θαυμασμό. Η πιο διασκεδαστική μου επιτυχία είναι όταν έβγαλα το κεφάλι μου από το νερό το προηγούμενο καλοκαίρι και μια άλλη κολυμβήτρια με αναγνώρισε: «Είστε η κυρία Καστρινάκη; Ναι; Α, έχω φοβερή μνήμη!». Είχε παρακολουθήσει τα μαθήματά μου για τη μυθική Πηνελόπη στην ηλεκτρονική πλατφόρμα Μάθησις των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης. Αλλά η πιο συγκινητική επιτυχία είναι όταν σε ευγνωμονούν οι μαθητές σου. Καλή και η συγγραφική επιτυχία, δεν λέω, αλλά το ζήτημα είναι να μην «ψηλώσει ο νους σου», κατά το παπαδιαμαντικό, ή να μην καβαλήσεις το καλάμι, κατά το λαϊκότερο.
• Δύναμη μου δίνουν οι στόχοι, το να ξυπνάω και να ξέρω ότι έχω δέκα πράγματα να κάνω. Πιστεύω στην τυχαιότητα, στο ότι υπάρχει ο παράγοντας «τυχαίο» στη ζωή, στο ότι δεν είναι όλα προσδιορισμένα από ανώτερες δυνάμεις ή από κάποια συναστρία.
• Ο Θεός είναι, για μένα, ένα πρόσωπο της μυθολογίας, αυτός με τα λευκά μαλλιά και τη μακριά γενειάδα που κάθεται στα σύννεφα. Κάτι σαν τον Δία, αλλά πιο σεβάσμιος και σοβαροφανής. Στην ελληνική λογοτεχνία, πάλι, είναι κάποτε ένας ναυτικός με γαλανά μάτια στο Λεμονοδάσος του Κοσμά Πολίτη, ένας χοντρός κύριος με πολλούς υπηρέτες και μια κόρη που τη λένε Μάσιγγα (δηλαδή Μαρία) στο Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως του Βιζυηνού, ο κυρ Μόσχος στο παπαδιαμαντικό Όνειρο στο κύμα. Διασκεδάζω πάρα πολύ με αυτές τις ποικιλίες του χριστιανικού θεού στην ελληνική λογοτεχνία. Ακόμα και πιστοί συγγραφείς τολμούν να παίξουν. Είμαι άπιστη ως το κόκαλο, αλλά συμπαθώ πολύ τον Ιησού, επειδή είπε το «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω», και άλλες σπουδαίες κουβέντες.
• Έχω ζήσει σαράντα σχεδόν χρόνια με τον Αλέξη Πολίτη. Δεν είναι εύκολη η συμβίωση, όλοι το ξέρουμε, και όλες. Πρέπει να παλεύει κανείς διαρκώς με τον εγωισμό του, με τις φυγόκεντρες τάσεις, με τη ρουτίνα. Αλλά υπάρχει αποζημίωση. Από τα πρώτα εφηβικά μου χρόνια με θυμάμαι να ερωτεύομαι. Τον καθηγητή μου στην Α’ Γυμνασίου, πολλούς συμμαθητές μου, πλήθος από μέλη και στελέχη του Ρήγα Φεραίου καθώς και άλλων παρατάξεων. Διάλεγα δασκάλους και καθοδηγητές και τους ερωτευόμουν – γι’ αυτό πρόκοψα ως μαθήτρια. Ο έρωτας, από μια στιγμή και πέρα, ανατρέπει ισορροπίες που μπορεί να έχουν κατακτηθεί με κόπο. Αξίζει η ανατροπή. Αξίζει το πέταγμα στους αιθέρες. Αρκεί να ξέρει κανείς και να προσγειώνεται. Πιστεύω στην αισιοδοξία. Να σκέφτεσαι και να πράττεις σαν να είναι όλα εφικτό να αλλάξουν προς το καλύτερο. Να θυμάσαι πόσο έχουν βελτιωθεί οι συνθήκες ζωής και να ξεχνάς ότι ο άνθρωπος δεν έχει αλλάξει επί χιλιετίες.
• Την ευτυχία μπορείς να τη βρεις σε μια πτήση αεροπλάνου όταν σε έχει αγγίξει ο έρωτας, σε μια αγκαλιά με το παιδί σου έπειτα από καιρό χωρισμού, όταν ένας φίλος σού εμπιστεύεται τις πιο μύχιες σκέψεις του, όταν ακούς ένα κυματάκι να ξεδιπλώνεται μαλακά στην αμμουδιά. Όσο για τη χαρά… Τι είναι σημαντικότερο στη ζωή μας απ’ τη χαρά; Το να ανοίγει η ψυχή σου μπροστά στο θέαμα της φύσης και των γύρω σου. «Ω χαρά, ουράνια σπίθα, κόρη απ’ τα Ηλύσια!» Και αυτή η συγκλονιστική ιδέα έχει γίνει ύμνος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.