Σε κάποιες πόλεις για να βρεθεί κανείς χρειάζεται μια αφορμή, καθώς δεν είναι ιδιαίτερα συνυφασμένες με εκδρομικές εξορμήσεις. Για εμάς η Λάρισα ανέκαθεν ήταν απλώς μια ένδειξη για το πόσο απέχουμε από τη Θεσσαλονίκη, ενώ ακόμα θυμόμαστε τη φορά που −προ αμνημονεύτων− οι ταμπέλες με τις εισόδους για την πόλη μάς φαίνονταν ατελείωτες, καθώς αναζητούσαμε ένα πάρκινγκ για να σταματήσουμε και να κατέβουμε, επιτέλους, από τη μηχανή – μαντέψτε, δεν υπήρχε.
Η αφορμή για να βρεθούμε στην πανάρχαια πόλη της Θεσσαλίας ήταν ο διορισμός εκεί ενός φίλου εκπαιδευτικού, τον οποίο επισκεφθήκαμε οικογενειακώς, χωρίς να έχουμε ιδιαίτερες προσδοκίες σε… τουριστικό επίπεδο. Το διήμερο που περάσαμε εκεί απέδειξε, για ακόμα μια φορά, πως η ομορφιά βρίσκεται παντού, αρκεί να είσαι διατεθειμένος να τη δεις.
Πρώτη ημέρα
Η Λάρισα είναι μια πόλη ζωντανή, γεμάτη νέους ανθρώπους, καθότι φοιτητούπολη, και διαθέτει ένα δίκτυο πεζοδρόμων το οποίο αξίζει να περπατήσετε. Αν καθώς περιδιαβαίνετε την οδό Βενιζέλου, τον κεντρικό εμπορικό δρόμο, αντικρίσετε ξαφνικά ένα αρχαίο θέατρο, δεν σας γελούν τα μάτια σας. Ένα από τα πιο μεγάλα θέατρα του 3ου αιώνα, που χωρούσε περίπου 10.000 θεατές, «ξεφύτρωσε» στο κέντρο της πόλης, αποκαλύφθηκε κομμάτι-κομμάτι και εντυπωσιάζει τον αιφνιδιασμένο −καλή ώρα− επισκέπτη.
Πιείτε έναν καφέ, ένα τσίπουρο, κάτι τέλος πάντων, και στη συνέχεια περπατήστε στο χωριό των καλλιτεχνών, όπως το αποκαλούν, μιας και στο Μεταξοχώρι βρίσκονται τα σπίτια της Άννας Βαγενά, του Μποστ −που επί δικτατορίας αναζήτησε εδώ καταφύγιο−, του Θανάση Παπακωνσταντίνου και άλλων που δεν το μαρτυράνε.
Το θέατρο βρίσκεται εκεί που κατά την αρχαιότητα ήταν η οχυρωμένη ακρόπολη της Λάρισας, στη νότια πλευρά του λόφου Φρούριο. Μερικά μέτρα μακρύτερα θα εντοπίσετε τον τρούλο του Μεγάλου Οθωμανικού Λουτρού (Buyuk Hamam), που ενδέχεται η αρχική του φάση να τοποθετείται στον 15ο αιώνα. Στο κέντρο της πόλης, εξάλλου, σώζεται και το Γενί Τζαμί, το μουσουλμανικό τέμενος του 19ου αιώνα.

Δυτικότερα θα συναντήσετε το Β’ Αρχαίο Θέατρο −ναι, υπάρχει και δεύτερο!−, στο οποίο ανέβαιναν παραστάσεις κατά τη ρωμαιοκρατία, όταν το Α’ Αρχαίο Θέατρο μετατράπηκε σε… αρένα. Το μικρότερο αυτό θέατρο ανακαλύφθηκε τυχαία το 1978 στην περιοχή Πευκάκια και έχει παραμείνει όπως ακριβώς το βρήκαν – μην είμαστε πλεονέκτες.
Ήρθε η ώρα να ανεβείτε στο Φρούριο, τον λόφο όπου βρισκόταν η ακρόπολη κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής, βυζαντινής και οθωμανικής περιόδου. Εδώ θα δείτε την τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική του Αγίου Αχιλλείου, το παλαιοχριστιανικό λουτρό της πλατείας Λαμπρούλη και το Μπεζεστένι, τη σκεπαστή αγορά του 15ου αιώνα που φιλοξενούσε 19 καταστήματα, υπήρξε για τριακόσια χρόνια το κέντρο της οικονομίας της Λάρισας και αποτελεί το σημαντικότερο μνημείο της οθωμανικής περιόδου.
Νομίζω ότι ήρθε η ώρα για καφέ και πραγματικά βρίσκεστε στην κατάλληλη πόλη, την «πόλη του καφέ». Με περισσότερες από 1.500 επιχειρήσεις που πουλάνε καφέ, είναι λίγο δύσκολο να μη βρείτε κάτι που να σας ικανοποιεί.


Καλή ιδέα είναι και το πάρκο Αλκαζάρ, που απλώνεται εκατέρωθεν του Πηνειού −ο οποίος διασχίζει την πόλη− και όπου μπορείτε να περπατήσετε, να ποδηλατήσετε ή να αράξετε, αφήνοντας τον «άμαχο πληθυσμό» να παίξει με την ησυχία του.
Αν πάλι αγαπάτε τα μουσεία, η Λάρισα δεν θα σας απογοητεύσει. Η Δημοτική Πινακοθήκη-Μουσείο Γ.Ι. Κατσίγρα στεγάζει σε ένα μοντέρνο κτίριο την πλούσια συλλογή Κατσίγρα, που περιλαμβάνει 780 έργα του 19ου και του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Εδώ θα δείτε και τα έπιπλα του γραφείου του Ερρίκου Σλήμαν, που αγόρασε το 1955 ο γιατρός Γεώργιος Κατσίγρας, «κλέβοντάς τα» από τη βασίλισσα Φρειδερίκη που τα ζαχάρωνε.
Το Διαχρονικό Μουσείο −το σημαντικότερο της Θεσσαλίας−, εγκαινιάστηκε το 2015 και παρουσιάζει με σύγχρονο τρόπο την ιστορία της περιοχής, από την παλαιολιθική εποχή μέχρι την οθωμανική περίοδο.

Πιο κλασικό είναι το Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο Λάρισας, που είναι αναγνωρισμένο από το υπουργείο Πολιτισμού ως ένα από τα τρία μεγαλύτερα του νεότερου πολιτισμού της χώρας και αποτελεί έργο ζωής του Γιώργου και της Λένας Γουργιώτη.
Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το Μουσείο Σιτηρών και Αλεύρων, που στεγάζεται στον Μύλο του Παππά, ένα διατηρητέο κτίριο του 1893, που λειτουργούσε ως εργοστάσιο αλευροποιίας και διέθετε ατμοκίνητο μύλο, γεγονός σημαντικό για την εποχή του.
Επειδή μετά τα θεάματα ακολουθεί ο άρτος, να ενημερώσω ότι στη Λάρισα θα φάτε, αλλά και θα πιείτε, καλά. Η ιεροτελεστία του τσίπουρου −Τυρνάβου, παρακαλώ− με τον κάθε φορά διαφορετικό μεζέ τηρείται και εδώ. Το ενδιαφέρον είναι ότι, εκτός από καλά θαλασσινά πάσης φύσεως, θα βρείτε και νόστιμα κρέατα, ενώ για τους λιχούδηδες υπάρχει ο παραδοσιακός χαλβάς Φαρσάλων.
Δεύτερη ημέρα

Την επόμενη μέρα αξίζει μια βόλτα στο Μεταξοχώρι, έναν από τους παραδοσιακούς οικισμούς του νομού Λάρισας, την ύπαρξη του οποίου αγνοούσα πλήρως. Δεν ξέρω αν πρόκειται για κρυμμένο μυστικό, πάντως στον ευρύτερο κύκλο μου είμαι η μόνη που όχι μόνο το γνωρίζω αλλά φρόντισα να επανέλθω και για τις καλοκαιρινές μου διακοπές.
Το χωριό είναι σχεδόν ενωμένο με την Αγιά, που φαντάζομαι ότι την ξέρετε για τα μήλα της. Για να φτάσουμε σε αυτό διασχίσαμε κτήματα με μηλιές −προφανώς−, καστανιές και ροδακινιές – αυτά τουλάχιστον αναγνώρισα. Δεν χρειάστηκαν πολλά για να το ερωτευτούμε, η πλατεία του έφτανε: πάνω στη ρεματιά που διασχίζει το Μεταξοχώρι, με μεγάλα πλατάνια, ένα μικρό γεφυράκι και τον ποταμό Άμυρο να κυλάει δίπλα της, είναι ό,τι ποθεί η καρδιά μας σε ένα ορεινό χωριό.
Πιείτε έναν καφέ, ένα τσίπουρο, κάτι τέλος πάντων, και στη συνέχεια περπατήστε στο χωριό των καλλιτεχνών, όπως το αποκαλούν, μιας και στο Μεταξοχώρι βρίσκονται τα σπίτια της Άννας Βαγενά, του Μποστ −που επί δικτατορίας αναζήτησε εδώ καταφύγιο−, του Θανάση Παπακωνσταντίνου και άλλων που δεν το μαρτυράνε.
Ο πλούτος που έφερε στο χωριό το μετάξι βρίσκεται αποτυπωμένος στα πέτρινα αρχοντικά του −στα οποία συμβίωναν άνθρωποι και… μεταξοσκώληκες−, στις βυζαντινές εκκλησίες του, στο μοναστήρι των Εισοδίων της Θεοτόκου (18ος αι.) αλλά και στο παλιό Παρθεναγωγείο (1881), που σήμερα έχει μετατραπεί σε Πολιτιστικό Κέντρο.

Αναζητήστε το ερειπωμένο αρχοντικό των Φαβρ, το υπέροχο κτίριο με τις τοιχογραφίες και τα πολυτελή έπιπλα που έχτισε το 1876 ο Ελβετός βαρόνος Ευγένιος Φαβρ, για να στεγάσει τον έρωτά του με τη «Μαντάμα», όπως αποκαλούσαν οι ντόπιοι τη Στεφανία, μια χορεύτρια των Μουλέν Ρουζ.
Η Στεφανία απάτησε τον Φαβρ με τον Ιταλό οικονόμο τους, ο βαρόνος αυτοκτόνησε πέφτοντας «στης Λαρίσης το ποτάμι που το λένε Πηνειό», το θετό τους κοριτσάκι δεν απέκτησε απογόνους και κάπως έτσι το «διατηρητέο» αρχοντικό απόμεινε να ρημάζει στην είσοδο του χωριού.
Διατηρητέο είναι και το μεταβυζαντινό υδραγωγείο, που βρίσκεται λίγο πιο έξω, και από το οποίο έχουν απομείνει 8 καμάρες. Αν έχετε διάθεση για λίγο περπάτημα, αξίζει να πάρετε το μονοπάτι για το ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία, που χτίστηκε τον 17ο αιώνα, είναι «πνιγμένο» στο πράσινο και έχει πανοραμική θέα.
Λίγα χιλιόμετρα ψηλότερα βρίσκεται το Μεγαλόβρυσο, που χτίστηκε από Ηπειρώτες μάστορες γύρω στον 12ο αιώνα, υπήρξε παραθεριστικός προορισμός επί Τουρκοκρατίας, έχει μια ωραία μεγάλη πλατεία και φημίζεται για τα ψητά του – σε περίπτωση που σας συγκινεί η πληροφορία.
Μια ακόμα ενδιαφέρουσα πληροφορία είναι και η ύπαρξη, σε απόσταση λίγων λεπτών, της παραλίας του Αγιόκαμπου: εκτείνεται σε μήκος χιλιομέτρων, έχει ξανθιά χοντρή άμμο και γαλαζοπράσινα κρυστάλλινα νερά, διαθέτει τα πάντα όλα και ο καθένας μπορεί να βρει αυτό που ψάχνει – ακόμα και την ησυχία του.