Ένας άφραγκος Ωνάσης
Ναι, είσαι τρανς και φιλόζωος· είσαι όμως και άνθρωπος που δεν έχει φράγκο στην τσέπη.

ΒΡΙΣΚΟΜΑΙ ΣΤΟ ΠΑΤΡΙΚΟ ΜΟΥ, στη Ζάκυνθο. Το σπίτι που βλέπετε βρίσκεται στο ακριβώς διπλανό τετράγωνο. Το φωτογράφισα σήμερα. Έχει σφραγιστεί από την αστυνομία. Ο ιδιοκτήτης του, γιός της Κάκαινας, είναι φυλακή, για μικροεμπόριο ναρκωτικών. Εν τη απουσία του, κάποιος από τους πελάτες του, μπήκε μέσα, έκανε χρήση και πέθανε. Τον βρήκαν δυο μέρες μετά, από τα γαβγίσματα του σκύλου που ήταν δεμένος στην αυλή. Ούτως ή άλλως, η πόρτα δεν έκλεινε ποτέ. Έρχονταν όλη νύχτα από το νησί, την έσπρωχναν κι έμπαιναν μέσα ν΄ αγοράσουν τη δόση τους. Τρεις-τέσσερις έχουν πεθάνει στη γειτονιά, όλοι κάτω των 40. Παιδιά που μαζί τους μεγάλωσα και έπαιζα παιδί. Κι ας ζω πια εντελώς αλλιώς, αλλού. Με τα σέα μου και τα μέα μου.
Δεν νομίζω να έζησε άλλη γενιά στην Ελλάδα, τέτοια διαπήδηση. Από τ’ αλώνια στα σαλόνια. Που πρόλαβε να καταπιεί (αμάσητες) τόσες αλλαγές, να μπαζώσει τέτοιο χάσμα, ανάμεσα στις γκαζόλαμπες και το δορυφορικό ίντερνετ. Η έκπληξή μου είναι μεγαλύτερη από τις απολαύσεις μου. Νοιώθω μεν τυχερός, αλλά κάτι μου φταίει. Πριν μια βδομάδα έπινα το ποτό μου στο Copacabana Palace. Απόψε κοιμάμαι δίπλα στο σφραγισμένο σπίτι της Κάκαινας, στο πατρικό μου, που η μάνα μου έφτυσε αίμα να το χτίσει. Αυτά είναι αφύσικα άλματα. Δεν μπορούν να συνυπάρξουν μέσα μου, εκτός κι αν τα μεταμφιέσω ή αποξενώσω.
Στο ιστορικό λαχάνιασμα αυτής της πρωτοφανούς επιτάχυνσης που έζησα και ζω, περιέργως το γεγονός ότι ήμουν το πάμφτωχο παιδί δυο πάμφτωχων γονέων (ο πατέρας μου δούλευε στο νταμάρι του Σκοπού, η μάνα μου στο εργοστάσιο της El Greco) δεν έχει τόση σημασία, όσο ίσως το γεγονός ότι οι gay παντρεύονται, το ίντερνετ μάς σάρωσε και λέμε τις δολοφονίες γυναικών γυναικοκτονίες. Σίγουρα το μπούλινγκ με καθόρισε. Με καθόρισαν όμως εξίσου οι απέραντες ώρες που η μάνα μου, σκυμμένη στο τραπέζι της κουζίνας δούλευε νυχθημερόν, μέχρι που της «κρατήθηκαν τα χέρια».
Η ανεξίτηλη εικόνα της: Της έφερναν από το εργοστάσιο κάτι σαν πλαστικές σβούρες με ακτινωτούς κροσσούς. Κάθε κροσσός είχε στην άκρη του ένα πλαστικό μάτι. Το άλειφε με κόλλα κι εκεί στερέωνε μια λιλιπούτεια βλεφαρίδα. Όταν η κόλλα στέγνωνε, έκοβε τα μάτια από την άκρη του κροσσού με μια πένσα. Με ένα μεταλλικό έλασμα τα έχωνε μετά στις κόγχες της πλαστικής κούκλας, που για να αναλιγώσει και να είναι μαλακή, την έβαζε πριν με ταψί στο φούρνο! Μεγάλωσα σε ένα δάσος από μισολιωμένες κούκλες και βουνά από βγαλμένα μάτια― όλα γαλάζια.
Η πρωτοφανής επιτάχυνση που έλεγα, καθώς πήδαγα ανά δεκαετία πίστες που άλλοτε έπαιρναν αιώνες, με μπέρδεψε. Με έκανε να πιστέψω ότι η «πρόοδός» μου οφείλεται στην ταυτοτική απελευθέρωση του ατόμου, την συμπερίληψη, την ορατότητα των μειονοτήτων, την εμπλοκή μου στα media. Σχεδόν ξέχασα ότι είμαι ο γιός του Γιάννη και της Μαρίας, ένα παιδί μηδενικών προνομίων, ακυρωμένο πολλαπλώς, μεγαλωμένο στη φτωχότερη συνοικία μιας τότε αγροτικής επαρχίας με σπίτια από πατικωμένο χώμα για δάπεδο.
Ξέχασα; Ευτυχώς όχι εντελώς. Πάντα κάτι με τράβαγε πίσω. Και δεν ήταν μόνο η μάνα μου. Ήταν αυτά τα σπίτια, που με γείωναν, μ’ έφερναν στα κυβικά μου. Και μου υπενθύμιζαν την παντοδύναμη τάξη μου. Δρόμοι που μου ψιθύριζαν: Προνομιούχος μπορεί να έγινες· προνόμιο δεν θ’ αποκτήσεις ποτέ.
Έγραφα πάλι πριν λίγο καιρό για το πώς η ταξική διαφορά είναι κεντρική στη νέα λογοτεχνία της Ανί Ερνό, του Εριμπόν και του Εντουάρ Λουί. Ένα βιβλίο με κείμενα του Μαρκ Φίσερ που κυκλοφόρησε μόλις από τους Αντίποδες με τίτλο «Η ακύρωση του μέλλοντος» εξηγεί πώς οι ταξικές διαφορές αποσιωπούνται πλέον, λες κι είναι κάτι ασήμαντο, μηδαμινό, επειδή ο «καπιταλιστικός ρεαλισμός» (η άφευκτη, αναπόδραστη επικράτηση του καπιταλιστικού μοντέλου ως μοναδικού παίκτη) έχει μεθοδικά μαρουλιάσει την κοινωνική συνείδηση κάνοντας σέξι τις ατομικές διεκδικήσεις, όπως η ρευστότητα του φύλου, ο σεξισμός, ο ρατσισμός κ.λπ. Πώς δηλαδή κάηκε το δάσος για να σωθεί το δέντρο· θρυμμάτισαν την κοινωνία για να αναδυθεί το άτομο. Σχέδιο πονηρό, αφού χωρίς αλληλεγγύη, συνοχή και επιδίωξη ενός καλύτερου μέλλοντος, οι κοινωνίες είναι γδαρμένες τίγρεις. Εξ ου και η ψόφια αριστερά του 21ου αιώνα― ένα άδειο μαγαζάκι.
Στη νέα φάση που δημιουργήθηκε, δεν ρωτάμε πια αν κάποιος είναι πλούσιος ή φτωχός, αλλά αν είναι straight ή gay· αν είναι ρατσιστής ή αλληλέγγυος· αν είναι φιλόζωος ή όχι. Η Ερριέττα Κούρκουλου είναι κυρίως μια φιλόζωη ακτιβίστρια, όχι γόνος μιας οικογένειας που αποτελεί κεντρική κολώνα του δυτικού καπιταλισμού με όσες σκληρότητες αυτό συνεπάγεται. Τιτλοφορεί το βιβλίο της «Με λένε Εριέττα» (φυσικά με τη φωτογραφία της στο εξώφυλλο) και νουθετεί τα τηλεοπτικά κοινά, το μέλος μιας από τις 50 πλουσιότερες οικογένειες του πλανήτη, με συνολική περιουσία που ξεπερνά τα 11 δισεκατομμύρια δολάρια.
(Το πιο ναρκισσιστικό καπρίτσιο του προνομίου είναι να θέλει να εκτιμάται σαν παιδί του λαού, να αγαπιέται σαν φτωχαδάκι).
Τι οδήγησε σε τέτοια κοινωνική πρεσβυωπία; Η αποσιώπηση των ταξικών διαφορών! Και η κηδεμονία μιας νέας συμπεριληπτικής ευαισθησίας, που καλώς υπάρχει, κακώς όμως κουκουλώνει τα πάντα. Ναι, είσαι τρανς και φιλόζωος· είσαι όμως και άνθρωπος που δεν έχει στον ήλιο μοίρα. Και περιφέρεις την ταυτοτική σου περηφάνεια σε μια κοινωνία ξηλωμένη, κατακερματισμένη― μόνος στο γκέτο σου. Ένας άφραγκος Ωνάσης.
Η συχνή μου επιστροφή στα Γύφτικα, ιδίως αφότου γέρασε η μάνα μου, ήταν η άγκυρά μου για να μη φλιπάρω από τις τόσες αλλαγές. Που, επαναλαμβάνω, είναι οι πλέον ιλιγγιώδεις από κάθε άλλη γενιά της ιστορίας. Το σφραγισμένο σπίτι του τζάνκι της Κάκαινας, τα άλλα σπίτια που χτίστηκαν ολόγυρα (αλλά εγώ βλέπω από κάτω τους, τους κήπους και τους βόθρους), ο 94χρονος Κίμωνας που σκάλιζε στην εξορία καμπαναριά και καραβάκια στο ξύλο κι ακόμη ζει καθηλωμένος στο παράθυρό του (Έεε, Άκη μου! ― ακόμη κι όνομα άλλαξα), η θάλασσα που είναι ίδια κι άλλη σε ολικώς παραλλαγμένο αιγιαλό, και βεβαίως το τραπέζι που τρώω, το ίδιο που άπλωνε τις λιωμένες κούκλες η μάνα μου, εξαφανίζουν μέσα σε μια αστραπή το Ρόλεξ μου, τα Loewe μου ― την ταξική παρενδυσία της κατανάλωσης.
Με λένε Άκη.
