ΕΠΑΝΕΡΧΕΤΑΙ ΣΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ η υπόθεση των Τεμπών, καθώς τη Δευτέρα στάλθηκε στη Βουλή η δικογραφία που αφορά τους πρώην υπουργούς Μεταφορών, Κώστα Αχ. Καραμανλή και Χρήστο Σπίρτζη, για τη διερεύνηση ποινικών ευθυνών κακουργηματικού χαρακτήρα που έχουν σχέση με την ευθύνη τους για την ασφάλεια του σιδηροδρόμου και τα έργα που έπρεπε να γίνουν και δεν έγιναν στις προθεσμίες που υπήρχαν.
Οι ποινικές ευθύνες της προηγούμενης κυβέρνησης, όμως, έχουν παραγραφεί, άρα ο Χρ. Σπίρτζης βγαίνει ουσιαστικά από τη διαδικασία του ελέγχου, καθώς η απόφαση που θα κληθεί να λάβει η Βουλή αφορά την τύχη του Κ. Καραμανλή. Οι δηλώσεις του Χρ. Σπίρτζη περί επιθυμίας του να ελεγχθεί γίνονται εκ του ασφαλούς και παράγουν μόνο επικοινωνιακό αποτέλεσμα.
Αλλά ούτε τις ποινικές ευθύνες του Κ. Καραμανλή μπορούσε να διερευνήσει ως τώρα η Δικαιοσύνη, διότι την εμποδίζει το άρθρο 86 του Συντάγματος «περί ευθύνης υπουργών». Αν η ανάκριση έβρισκε κάποιο στοιχείο σε βάρος του Κ. Καραμανλή, αυτό θα έπρεπε να σταλεί άμεσα και χωρίς καμία καθυστέρηση στη Βουλή, για να αποφασίσουν οι βουλευτές τι θα γίνει. Στην περίπτωση της ανάκρισης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που βρέθηκαν στοιχεία σε βάρος του, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της ΝΔ δεν επέτρεψε τότε να ερευνηθεί από τη Δικαιοσύνη.
Η ασφάλεια των δικτύων, πάντως, περιλαμβάνεται στα θεμελιώδη καθήκοντα του υπουργού Μεταφορών και η ευθύνη του εκάστοτε υπουργού απορρέει από τον νόμο, καθώς έχει στοιχειώδη υποχρέωση να γνωρίζει όλα τα σοβαρά προβλήματα και να ενεργεί για την επίλυσή τους. Η Βουλή οφείλει τώρα να εξετάσει αν ο πρώην υπουργός είχε γνώση της επικινδυνότητας του σιδηροδρόμου και αν αυτό τεκμηριώνεται με έγγραφα, ενημερώσεις, ανεκτέλεστες συμβάσεις, μη τήρηση διαδικασιών και πρωτοκόλλων.
Κυβερνητικά στελέχη αντιλαμβάνονται τώρα ότι τα Τέμπη δεν θα φύγουν από τη δημοσιότητα μέχρι να ολοκληρωθεί η δίκη και να αποδοθεί η δικαιοσύνη. Εκτιμούν, όμως, ότι έχουν αλλάξει οι όροι με τους οποίους τα Τέμπη επανέρχονται στην επικαιρότητα και αναφέρουν πως απέδειξαν ότι «η άλλη πλευρά ήθελε τη συγκάλυψη και την καθυστέρηση της δίκης».
Η απάντηση στην ερώτηση γιατί τα στοιχεία για τον Κ. Καραμανλή προέκυψαν τώρα, μετά από δύο χρόνια ανακριτικής διαδικασίας, είναι ότι τα δύο στελέχη του υπουργείου Μεταφορών, ο αναπληρωτής προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης Μεταφορών και η προϊσταμένη της Διεύθυνσης Σιδηροδρομικών Μεταφορών, κλήθηκαν να απολογηθούν για το κακούργημα της διατάραξης ασφάλειας των συγκοινωνιών τον περασμένο μήνα, και αυτοί ανέφεραν στον εφέτη ανακριτή Σωτήρη Μπακαΐμη ότι οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι γνώριζαν την κακή κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο σιδηρόδρομος και τα προβλήματα που υπήρχαν. Η προϊσταμένη της Διεύθυνσης Σιδηροδρομικών Μεταφορών, σύμφωνα με το ΑΠΕ, κατέθεσε ότι «είχε συντάξει και δύο ενημερωτικά σημειώματα στα οποία ανέφερε τις σοβαρές ελλείψεις προσωπικού και τις παραλείψεις στη συντήρηση των συστημάτων ασφαλείας», τα οποία είχαν σταλεί αρμοδίως από τον Σεπτέμβριο του 2021.
Η τύχη του Κ. Καραμανλή τώρα, βάσει του νόμου περί ευθύνης υπουργών, είναι ξανά στα χέρια της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, δηλαδή της ΝΔ. Ό,τι και αν αποφασίσουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, δεν έχουν την αριθμητική ισχύ για να το επιβάλουν. Θα γίνει πάλι αυτό που θα αποφασίσει η ΝΔ και οι πρώτες πληροφορίες αναφέρουν ότι προσανατολίζεται να επαναλάβει ό,τι έκανε με την περίπτωση του Χρήστου Τριαντόπουλου. Να αποφύγει δηλαδή την Προανακριτική (η οποία θα έπρεπε να συγκροτηθεί για να συλλέξει στοιχεία και να συντάξει το κατηγορητήριο) και να παραπεμφθεί απευθείας στο Δικαστικό Συμβούλιο.
Το άλλο ερώτημα είναι αν ο Κ. Καραμανλής θα παραπεμφθεί για κακούργημα ή όχι. Το αδίκημα της διατάραξης συγκοινωνιών με θανατηφόρο αποτέλεσμα είναι κακούργημα που μπορεί να επιφέρει μέχρι και ισόβια. Η προϊσταμένη της Διεύθυνσης Σιδηροδρομικών Μεταφορών, που απολογήθηκε τελευταία, κατέθεσε δύο ενημερωτικά σημειώματα, τα οποία είχε αποστείλει από τον Σεπτέμβριο του 2021 στον τότε υπουργό Μεταφορών Κ. Καραμανλή και αφορούσαν τα προβλήματα ασφάλειας λόγω έλλειψης προσωπικού και συντήρησης της σιδηροδρομικής υποδομής.
«Θα καθίσουμε να μελετήσουμε πρώτα τη δικογραφία και μετά θα δούμε τι θα κάνουμε» ήταν η απάντηση κυβερνητικού αξιωματούχου, αλλά είναι βέβαιο πως η κυβέρνηση γνώριζε από μέρες αυτή την εξέλιξη. Η δικογραφία οφείλει να ανακοινωθεί χωρίς καθυστέρηση από τον Πρόεδρο της Βουλής στην ολομέλεια και να υπάρχει πρόσβαση σε αυτήν σε ειδικό χώρο που θα μπορούν να επισκεφθούν οι βουλευτές για να τη μελετήσουν. Το επόμενο τυπικό βήμα είναι να αποφασιστεί αν θα προχωρήσουν σε σύσταση προανακριτικής επιτροπής. Αρκούν 30 βουλευτές για να την προτείνουν, αλλά για να αποφασιστεί χρειάζεται να συμφωνήσει η πλειοψηφία και χωρίς τη ΝΔ αυτό δεν γίνεται. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, παρότι ισχυρίστηκε ότι η κυβέρνηση δεν έχει αποφασίσει τι θα πράξει, έδωσε μια ιδέα των προθέσεών της, αναφέροντας ότι «αυτό που συνέβη με τον κ. Τριαντόπουλο είναι οδηγός συνολικά για όποια δικογραφία έρθει στη Βουλή».
Η Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής, πάντως, για τη διερεύνηση του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών, η οποία συστάθηκε τον Νοέμβριο του 2023 και ολοκλήρωσε τις εργασίες της τον Φεβρουάριο του 2024, αποδείχθηκε φιάσκο, και ακόμα και ο ίδιος ο πρωθυπουργός σε πρόσφατη συνέντευξη είπε ότι αυτή δεν ήταν η καλύτερη στιγμή της Βουλής. Η ΝΔ τότε δεν είχε επιτρέψει τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής, ισχυριζόμενη ότι δεν υπήρχαν στοιχεία για τυχόν ποινικές ευθύνες του Κ. Καραμανλή. Ο πρώην υπουργός Μεταφορών, στην κατάθεσή του στη Βουλή πέρσι, είχε ισχυριστεί ότι δεν έφταιξε η μη ολοκλήρωση του έργου της σύμβασης 717, αλλά ότι ο γενικός κανονισμός λειτουργίας παραβιάστηκε κατά συρροή εκείνο το μοιραίο βράδυ. Βέβαια, ο υπουργός έχει ευθύνη εκ του νόμου και για τη διασφάλιση της τήρησης του κανονισμού λειτουργίας και τα πορίσματα για τα Τέμπη έχουν αποκαλύψει ότι η μη τήρηση των διαδικασιών ήταν καθημερινή κατάσταση και όχι μια εξαίρεση που συνέβη μόνο εκείνο το βράδυ.
Κυβερνητικά στελέχη αντιλαμβάνονται τώρα ότι τα Τέμπη δεν θα φύγουν από τη δημοσιότητα μέχρι να ολοκληρωθεί η δίκη και να αποδοθεί η δικαιοσύνη. Εκτιμούν, όμως, ότι έχουν αλλάξει οι όροι με τους οποίους τα Τέμπη επανέρχονται στην επικαιρότητα και αναφέρουν πως απέδειξαν ότι «η άλλη πλευρά ήθελε τη συγκάλυψη και την καθυστέρηση της δίκης».
Κυβερνητικό στέλεχος, μιλώντας στη LiFO, υποστήριξε ότι «οι θεωρίες του μπαζώματος και του παράνομου φορτίου έχουν καταρρεύσει», αν και τα θέματα αυτά παραμένουν υπό διερεύνηση, χωρίς να έχει αποφανθεί η Δικαιοσύνη ακόμα. Ανέφερε επίσης ότι η επαναφορά του θέματος των Τεμπών βρίσκει την κυβέρνηση αυτήν τη φορά πολύ καλύτερα προετοιμασμένη, καθώς είχε προηγηθεί η παρουσίαση του νομοσχεδίου για τον σιδηρόδρομο, η υπογραφή της σύμβασης για την αποκατάσταση των υποδομών με τον ΑΚΤΩΡΑ (σ.σ. του οποίου η ηγεσία είναι επίσης κατηγορούμενη για την 717) και όλα τα μέτρα που ανακοινώθηκαν για την ασφάλεια των τρένων.
Τη Δευτέρα, ο πρωθυπουργός, κατά την εισαγωγική τοποθέτησή του στο υπουργικό συμβούλιο, δήλωσε πως ο νέος ΟΣΕ θα ενσωματώνει στη λειτουργία του το σύνολο των συστάσεων ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των επιστημονικών πορισμάτων. Ανέφερε, επίσης, ότι ο σκοπός είναι να εμπεδωθεί μια νέα κουλτούρα ασφάλειας και επαγγελματισμού σε όλα τα επίπεδα, αλλά το ερώτημα που παραμένει είναι τι εμπόδιζε την κυβέρνηση να τα κάνει όλα αυτά τα προηγούμενα χρόνια, καθώς αποτελούσαν μια αυτονόητη υποχρέωσή της.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.