Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας
(1978)
Η ταινία που καθόρισε τον Νίκο Παναγιωτόπουλο και που παραλίγο να του ανοίξει μια διεθνή καριέρα, αν δεν την είχε ο ίδιος απεμπολήσει. Εμπνευσμένη από το βιβλίο του Γαλλο-αιγύπτιου Αλμπέρ Κοσερί, γυρισμένη σε ένα εκπληκτικό τρίπατο αρχοντικό στην Κηφισιά που του παραχώρησε ο Ευταξίας και που μετέτρεψε σε εξαιρετικό σκηνικό ο Διονύσης Φωτόπουλος, μιλάει συμβολικά για την απάθεια και την οκνηρία της σύγχρονης κοινωνίας που διαβρώνει όλες τις βαθμίδες της. Μία οικογένεια η οποία αποτελείται από έναν 70αρη πατέρα και τρεις γιούς σε τρεις διαφορετικές ηλικίες, κοιμούνται ακατάπαυστα και μακάρια χωρίς να έχουν καμία διάθεση να αντιδράσουν σε τίποτα. Οποιαδήποτε μορφή δραστηριότητας τη θεωρούν προσβολή και χάσιμο χρόνου. Η μόνη που κινείται μέσα σ’ αυτό το σπίτι και αντιδρά στην κατάσταση, είναι η νεαρή υπηρέτρια. Η ταινία πέρασε από μεγάλες περιπέτειες μέχρι ο νέος, τότε, σκηνοθέτης να βρει χρηματοδότες, απορρίφθηκε από το Κέντρο Κινηματογράφου, δημιουργήθηκε σκάνδαλο, έγινε επερώτηση στη βουλή, το σενάριο χαρακτηρίστηκε από τους ιθύνοντες «παρανοϊκό και ανατριχιαστικό», για να θριαμβεύσει στα διεθνή φεστιβάλ (Χρυσή Λεοπάρδαλη στο Λοκάρνο), να σαρώσει τα μεγάλα βραβεία στη Θεσσαλονίκη, και όταν βγήκε στις αίθουσες να κάνει αξιοσημείωτες εισπράξεις. Η εκπληκτική της φωτογραφία είναι του Ανδρέα Μπέλλη, η μουσική Γκούσταβ Μάλερ (1η συμφωνία) και τους κεντρικούς ρόλους κρατούν οι Βασίλης Διαμαντόπουλος, Δημήτρης Πουλικάκος, Νικήτας Τσακίρογλου, Γιώργος Διαλεγμένος και η εκπάγλου καλλονής Όλγα Καρλάτου.
Μελόδραμα ;
(1981)
Αποτέλεσε την απόπειρα του Παναγιωτόπουλου να επιστρέψει στην αθωότητα και την απειρία ενός πρωτόβγαλτου κινηματογραφιστή. Γυρισμένη σε ασπρόμαυρο φιλμ με φόντο την μελαγχολική Κέρκυρα, το Μελόδραμα ; είναι μια ελεγεία στην τέχνη και στο μελό. Ένας άντρας επιστρέφει από την Αμερική γιατί η μητέρα του πεθαίνει. Στην γενέτειρα πόλη τον ερωτεύεται μία γυναίκα. Εκείνος ζει σε ένα κόσμο φανταστικό και εκείνη μαγεύεται από τον μύθο της χώρας από την οποία έρχεται. Ελάχιστοι διάλογοι, σχεδόν βουβή ταινία, πανέμορφες εικόνες, μουσική από όπερες των Βέρντι και Πουτσίνι. Μία από τις πιο αξιομνημόνευτες σκηνές είναι η ατελέσφορη ερωτική σκηνή μεταξύ του Λευτέρη Βογιατζή που πρωταγωνιστεί και της Μαρίας Ξενουδάκη (του πάλαι ποτέ Αντι-Θεάτρου της Κυψέλης). Παραγωγής του σπουδαίου διευθυντή φωτογραφίας της Ευδοκίας, Χρήστου Μάγκου, απέσπασε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1981 τα βραβεία Καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και φωτογραφίας για τον Σταύρο Χασάπη.
Ονειρεύομαι τους φίλους μου
(1993)
«Κουράζεις τους φίλους σου». «Γι' αυτό υπάρχουν οι φίλοι», λέει ο Τζώνης αλλάζοντας απότομα κέφι και ξεχνώντας όσα προσβλητικά έλεγε προηγουμένως. «Γι' αυτό είστε και συνεργάτες μου, επειδή είμαστε φίλοι». «Μπούρδες», λέει ο Κυριάκος, «μας έχεις προσλάβει για να δείξεις πόσο αποτυχημένοι είμαστε». Βασισμένη σε σειρά διηγημάτων του Δημήτρη Νόλλα, η ταινία ακολουθεί την πορεία μιας 25ετίας του Κυριάκου, από το Βερολίνο στα μέσα της δεκαετίας του ’60 μέχρι την Αθήνα του ΄90 και των κολλητών του. Η συναισθηματική διαδρομή τεσσάρων αντρών που ξανασυναντιούνται στο γάμο της κόρης του ενός όπου κατά τη διάρκεια του πάρτι καταλήγουν στις τουαλέτες της Μεγάλης Βρετανίας για έναν τελικό απολογισμό. Αλληλοσπαράζονται με σπαρταριστό τρόπο έχοντας ξεκαθαρίσει και αποδεχθεί μεταξύ τους τούς ρόλους που επέλεξαν να υποδυθούν στη ζωή και την κατιούσα που πήραν. Εσωστρεφές road movie που διαπερνά την ιστορία με καλλιτεχνικούς όρους, μία καθαρά αντρική ταινία χωρίς την παρουσία γυναικών, με πρωταγωνιστή τον Λευτέρη Βογιατζή του οποίου η ερμηνεία απέσπασε και το α’ βραβείο στο Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο, τον Ακύλλα Καραζήση, τον Μηνά Χατζησάββα, τον Γιάννη Καρατζογιάννη, τον Στάθη Λιβαθινό στους βασικούς ρόλους. Βραβεία β’ αντρικού και σεναρίου στο 34ο Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Ο εργένης
(1997)
Η ιστορία ενός τριανταπεντάρη υπαλλήλου τραπέζης του οποίου η γυναίκα γίνεται πόρνη πολυτελείας. Το ίδιο όμως θα συμβεί και με την επόμενη γυναίκα που γνωρίζει. O προαγωγός Xουάν του λέει ότι ανήκει σε μια ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων: «Eσύ δεν μπορείς να είσαι εργένης και οι γυναίκες που επιλέγεις ή και σε επιλέγουν είναι ιδανικές, γεννημένες για τη δουλειά που τις θέλω εγώ». Γι’ αυτό και θα τον προστατεύει με σκοπό να του κλέβει κάθε άλλη γυναίκα με την οποία θα συνδέεται στο μέλλον. Μέχρι βέβαια που ο ήρωας οδηγείται στην τρέλα. Ο Στράτος Τζώρτζογλου είναι ο «εργένης» ο οποίος στο τέλος κουρεύεται γουλί και μαζεύει κατσαρίδες σε βαζάκια μαρμελάδας, ο Άκης Σακελαρίου ο Χουάν, οι γυναίκες της χειμαζόμενης ζωής του η Λύδα Ματσάγκου, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και η Ναταλία Δραγούμη. Βασισμένη στο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Ραπτόπουλου που πολύ πολεμήθηκε αλλά που ο Παναγιωτόπουλος πίστεψε και σεναριοποίησε τοποθετώντας το σε μία ξέφρενη κι αλαζονική Αθήνα είναι μία εντυπωσιακή του ταινία και μία μεγάλη εισπρακτική επιτυχία. Ο ήρωας του ζει στον Πύργο της Πανόρμου απ’ όπου πανοραμικά απλώνεται η γιγάντια τσιμεντένια μητρόπολη ενώ σκηνές διαδραματίζονται μέσα στο ιστορικό πια Rock n’ Roll στο Κολωνάκι. Περάσματα κάνουν πολλοί και διάφοροι από τον Στάθη Λιβαθινό μέχρι την Τζένη Μπαλατσινού. Μουσική επιμέλεια υπογράφουν οι Γιάννης Αγγελάκας, Γιώργος Καρράς και Γιώργος Χριστιανάκης.
Αυτή η νύχτα μένει
(1999)
Ο Νίκος Κουρής έχει μία ΕΒΓΑ της γειτονιάς και μένει σε ένα δώμα από το οποίο βλέπει τα αεροπλάνα να φεύγουν. Η Αθηνά Μαξίμου θέλει να γίνει τραγουδίστρια και παρ’ όλο τον έρωτα της για εκείνον αποφασίζει να αναζητήσει την τύχη της στην επαρχία. Τότε αρχίζει η περιπέτεια της στα σκυλάδικα ανά την Ελλάδα όπου περισσότερη σημασία έχουν οι επιδόσεις κάτω από το τραπέζι παρά πάνω στο πάλκο. Έτσι όπως τα κατέγραψε και τα διηγήθηκε μοναδικά ο Θανάσης Αλεξανδρής στην εποποιία του για τα «κωλάδικα» της δεκαετίας του ’80 στο βιβλίο του «Αυτή η νύχτα μένει». Σ’ αυτό βασίστηκε και ο Παναγιωτόπουλος, αν και το βιβλίο μοιάζει μια μακρινή ανάμνηση σε σχέση με την κινηματογραφική μεταφορά. Παρολ’ αυτά πετυχαίνει να αποδώσει εν μέρει την ατμόσφαιρα, τη χυδαιότητα, και τον διονυσιασμό των ιδιότυπων αυτών κέντρων – ανδρώνων της τιμημένης αγροτιάς. Ένα οδοιπορικό στην Ελλάδα του βαθύ σκότους, ένα homage στις τσαλακωμένες ψυχές και στα ταξιδιάρικα κορμιά, μία ταινία για τη γενιά που δεν μπορεί να επικοινωνήσει. Τους δύο πρωταγωνιστές πλαισιώνουν η Ζωή Ναλμπάντη, ο Κώστας Μαρκόπουλος, ο Θανάσης Βισκαδουράκης κι ένα πλήθος ερμηνευτών από τον Γιάννη Ροζάκη, τον Τάκη Σπυριδάκη, τον Γιώργο Διαλεγμένο, τη Φωτεινή Μπαξεβάνη και τον συγγραφέα Αλεξανδρή, μέχρι περσόνες όπως η παλιά δόξα της εθνικής οδού Παλόμα και τον ευτραφή γλετζέ Μαξ Ρόμαν. Η μουσική, εκτός από κάποια γνήσια λαϊκά που ερμηνεύουν ερμηνευτές του είδους, έχει την υπογραφή του Σταμάτη Κραουνάκη του οποίου το ομώνυμο τραγούδι του τίτλου, ερμηνευμένο από τη Δήμητρα Παπίου - ντουμπλαρισμένο από την Μαξίμου, έχει ξεπεράσει τη φήμη της ταινίας και παραμένει από τα πιο αγαπημένα του σπουδαίου συνθέτη