Λένε ότι τα αντικαπνιστικά μέτρα δεν εφαρμόζονται λόγω κρίσης. Είναι κι αυτή μια εξήγηση. Έχει τον νταλκά του ο κοσμάκης, μην του κόψουμε και το τσιγάρο στο μπαρ και την ταβέρνα, ρε παιδιά, έλεος. Μια αντίστοιχη λογική επιστρατεύτηκε πρόσφατα σχετικά με την απειλούμενη λήψη αυστηρότερων μέτρων (και ποινών) κατά του «παράνομου» downloading αλλά και κατά των απλών χρηστών σαν εμένα κι εσάς: έχει τον νταλκά του ο κοσμάκης, μην του φάμε και τα torrents, ρε παιδιά, έλεος, τι θα βλέπει μετά; Το Κανάλι της Βουλής; Η μία, πάντως, μετά την άλλη, οι δυτικές κυβερνήσεις με προεξάρχουσες τις εξαδέλφες του Ατλαντικού, ΗΠΑ και Βρετανία, περνάνε βαριές και συγκεκριμένες νομοθετικές πράξεις εναντίον της σπιτικής πειρατείας – όχι αορίστως υπέρ της προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων, όπως μέχρι πρότινος. Θα συμβεί κι εδώ, εκτός αν συνταχτούμε στο συγκεκριμένο ζήτημα με το νομικό πλαίσιο της Ελβετίας ας πούμε, που θεωρείται όαση ελευθερίας των torrents στην καρδιά της Ευρώπης και, τέλος πάντων, απαγορεύει σε κάθε περίπτωση την τιμωρία του ιδιώτη χρήστη. Όσοι αρνούνται να εκμεταλλευτούν το γεγονός ότι ο εναέριος ψηφιακός χώρος της Ελλάδας αποτελεί ακόμα γκρίζα ζώνη στο θέμα του ελέγχου της πειρατείας και δεν κατεβάζουν torrent αρχεία (τα οποία τεχνικά δεν είναι παράνομα), μπορούν να περιμένουν την έλευση του Netflix (ή κάτι αντίστοιχου) κι εδώ για να έχουν απεριόριστη και νόμιμη πρόσβαση σε σειρές και ταινίες. Μακάρι, θα γίνω κι εγώ συνδρομητής (χάνουμε τόση μπάλα επειδή δεν τα σκάμε σε συνδρομητικό, δεν θα χάσουμε και τα σοβαρά θεάματα). Από την εξίσωση φαίνεται, δυστυχώς, να απουσιάζει στην πραγματικότητα η κινηματογραφική αίθουσα, η οποία έχει περιέλθει προ πολλού σε φάση προστατευόμενου είδους. Και όποιος πιστεύει ότι το πρόβλημα είναι το κόστος του εισιτηρίου σε καιρούς ανέχειας, πλανάται πλάνην οικτράν. Είναι ένα στοιχείο κι αυτό προφανώς, αλλά όχι το πιο καθοριστικό. Η ψυχαγωγία του οικιακού εγκλεισμού έχει επικρατήσει επειδή έχει εξελιχθεί τεχνολογικά και αφηγηματικά τόσο πολύ, που προκαλεί έντονη διέγερση, εθισμό και γενικώς ιδρυματικού τύπου κολλήματα στον θεατή/χρήστη, τα οποία κάποτε τα θεωρούσαμε δυστοπικά σενάρια θεωρητικών των Μέσων και προφητών του ψηφιακού σκότους.
Είναι προφανές ότι δεν υπάρχει ελληνική τηλεοπτική παραγωγή της προκοπής. Ποιας προκοπής δηλαδή, δεν συντηρούνται πλέον ούτε τα στοιχειώδη προσχήματα.
Επίσης, στην αίθουσα δεν μπορείς να καπνίσεις. Οπότε καταπίνουμε τον νταλκά, μένουμε μέσα, καπνίζουμε και βλέπουμε «κατεβασμένα» (ή «στριμαρισμένα») στην οθόνη της τηλεόρασης που έχει καταντήσει monitor, μια προέκταση του υπολογιστή, με απολύτως ακυρωμένη την υποτιθεμένη βασική λειτουργία της, δηλαδή την εκπομπή του τηλεοπτικού προγράμματος των ελληνικών καναλιών. Το παλιό παραμύθι «εγώ δεν βλέπω τηλεόραση, δεν έχει και τίποτα της προκοπής» που λέγανε κάποτε κάτι ψώνια εδώ και καιρό δηλώνεται με ειλικρίνεια και σηκωμένους τους ώμους από όλο και περισσότερους ανθρώπους. Είναι προφανές ότι δεν υπάρχει ελληνική τηλεοπτική παραγωγή της προκοπής. Ποιας προκοπής δηλαδή, δεν συντηρούνται πλέον ούτε τα στοιχειώδη προσχήματα. Ένα ζάπινγκ οποιαδήποτε ώρα είναι σαν κακό τριπάκι με εξωφρενικές εναλλαγές σκηνικού: μια διαρκώς έκτακτη (μικρο)πολιτική επικαιρότητα μπερδεύεται με τα δεκάδες ψιλικατζίδικα τελεμάρκετινγκ και τα τύπου «μεσημεριανάδικα», που πλέον φαίνεται να είναι ανοιχτά όλη μέρα, κάθε μέρα, καταπίνοντας όλες σχεδόν τις ζώνες. Πρόκειται για τεράστιο χάλι και για εθνική ξεφτίλα (σοβαρά το λέω, δεν είναι δυνατόν να διατηρείται αυτό το επίπεδο). Μόνο όποτε μεταδίδεται κανένας αγώνας του Champions League από την κρατική, μοιάζει να επιστρέφει κάποια κανονικότητα και σύνδεση με τον έξω κόσμο. Τουλάχιστον, γλιτώσαμε από τα ελληνικά ριάλιτι.
Φυσικά και υπάρχουν πολλοί άνθρωποι (η μεγάλη πλειονότητα) που παρακολουθούν αυτή την τηλεόραση. Παραμένει τοτεμικό το κουτί, αλλά ουδείς ενθουσιάζεται (ή διεγείρεται σαν εμάς, τα πρόθυμα πρεζάκια της σύγχρονης «χρυσής εποχής» των τηλεοπτικών σειρών, μιλάμε για μεγάλη παγίδα) με κάτι, η τηλεόραση παίζει απλώς επειδή είναι εκεί. Λογικό, λοιπόν, να καταφεύγουν όλο και περισσότεροι στα συνδρομητικά πακέτα, στο Ιnternet ή στο κατέβασμα αρχείων. Ακόμα και με κίνδυνο να γίνουμε από την υπερβολική δόση συναρπαστικά διεγερτικού θεάματος σαν τους εθισμένους, για τους οποίους αυτό που ξεκινά ως σπέσιαλ τηλεοπτικό κέρασμα γίνεται μόνιμη έξη και η αρχική πείνα παραχωρεί τη θέση της σε μια περίεργη μόνιμη αγωνία χωρίς αντικείμενο. Κάπως έτσι το έλεγε ο αείμνηστος Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, ο μόνος, Αμερικανός έστω, συγγραφέας –μαζί με τον πρεσβύτερο και πιο σκληραγωγημένο Ντον ΝτεΛίλο– στον οποίο μπορούν να αποδοθούν εκ των υστέρων προφητικές ιδιότητες για ένα βαθύ σαράκι που μας τρώει ως (δυτική) κουλτούρα στον 21ο αιώνα. Κι αυτό το 'χε γράψει πριν από 23 τόσα χρόνια (στο πιο γνωστό του ίσως, ε, χμ, κριτικό δοκίμιο, το «E Unibus Pluram: Television and U.S. Fiction»), δηλαδή πολύ πριν από τον «χρυσό αιώνα» των τηλεοπτικών σειρών που υποτίθεται ότι διανύουμε.