Ένα φέρι πλησιάζει σε ένα νησί έξω από τη Βοστόνη, είναι η αρχική σκηνή των καλύτερων ταινιών (που δεν θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικές σε ύφος και εκτέλεση) του Φεστιβάλ Βερολίνου. Έτσι ξεκινάνε το Νησί των Καταραμένων και ο Συγγραφέας Φάντασμα, σε σκηνοθεσία των κοντόσωμων γιγάντων του παγκόσμιου σινεμά, του Σκορσέζε και του Πολάνσκι αντίστοιχα. Είναι ανησυχητικό όταν οι καλύτερες ταινίες ενός φεστιβάλ που φημίζεται για την πρόθεσή του να εκφραστεί κυρίως με νέους και άγνωστους δημιουργούς έχουν γυριστεί από σχεδόν ηλικιωμένους - και μάλιστα να μην είναι και οι κορυφαίες στη φιλμογραφία τους. Τι να κάνουμε όμως, οι δάσκαλοι είναι δάσκαλοι και όταν έχουν κέφια και σωστή παραγωγή, κερδίζουν στο ρελαντί τις εντυπώσεις, την ουσία αλλά και τη δημοσιότητα. Στην περίπτωση του Πολάνσκι μάλιστα, η απουσία ήταν και πάλι θορυβώδης, μια σταθερά στην τρικυμία της καριέρας του.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν ένα κακό φεστιβάλ. Ο Καπλάνογλου έκανε την έκπληξη με το Μέλι, αποσπώντας την Άρκτο, αλλά το ενδιαφέρον κέντρισε ένα ακόμη ακατέργαστο διαμαντάκι του νέου ρουμάνικου σινεμά, το Αν θέλω να σφυρίξω, σφυρίζω του Φλόριν Σερμπάν, το χρονικό ενός 18χρονου φυλακισμένου που του μένουν λίγες μέρες για να βγει στον κόσμο, αλλά δεν μπορεί να αντισταθεί στη συναισθηματική του έκρηξη, χάνει το δίκιο του και αγνοεί τις συνέπειες με καταστροφικό τρόπο. Κινηματογραφικό, απλό, καθαρό, έντιμο, ένα έργο που έχει αποβάλει πλήρως τις θεατρικές του καταβολές και αποτελεί τμήμα μιας δυναμικής κινηματογραφίας.
Εκτός από τις δυο ταινίες των ακμαίων βετεράνων, το αγαπημένο μου δίωρο στο φεστιβάλ ήρθε αναπάντεχα, από τον uber-γκραφιτά Μπάνκσι και το ανάποδο ντοκιμαντέρ του, Exit through the gift shop. Ένας μανιακός ερασιτέχνης κινηματογραφιστής, ο Τιερί Γκετά, ξεκίνησε με την κάμερά του να καταγράφει ακατάσχετα τη δουλειά των graffiti artists και χωρίς να το θέλει μάζεψε ογκώδες υλικό από τη δράση τους, λαμβάνοντας μέρος σε ριψοκίνδυνες αποστολές, χωρίς να υπολογίζει τον χρόνο ή το κόστος. Το ιερό δισκοπότηρο, ο φαντομάς Μπάνκσι, έγινε ο στόχος του και όταν κατάφερε να τον συναντήσει και να κερδίσει την εμπιστοσύνη του, ο Βρετανός καλλιτέχνης κατάλαβε πως κανονικά ο Γκετά έπρεπε να γίνει το αντικείμενο του ντοκιμαντέρ, και όχι ο ίδιος και οι άλλοι συνάδελφοί του. Μετά από ενθάρρυνσή του, ο Γκετά, ένας Γάλλος που μένει από έφηβος στο Λος Άντζελες, έγινε κι αυτός ένας αυτοσχέδιος καλλιτέχνης του δρόμου και του σαλονιού, χωρίς έμπνευση και έρμα, και κατέληξε πλούσιος και διάσημος με το παρατσούκλι Mr Brainwash (αυτός που έκανε και το εξώφυλλο στην ανθολογία της Μαντόνα, αν αυτό λέει κάτι), ρίχνοντας στην αγορά άπειρα έργα του που φιλοτέχνησε κυρίως μια ομάδα από μισθωμένους σχεδιαστές και χαράκτες. Ο Μπάνκσι, με απογοήτευση και ειρωνεία, δηλώνει μέσα από την κουκούλα και την ψηφιακά αλλοιωμένη φωνή του πως δημιούργησε ένα τέρας μη αναστρέψιμο, αλλά ποιος τελικά μπορεί να γίνει ο κριτής μιας τέχνης χωρίς ευδιάκριτο όριο και καθορισμένο ήθος; Στην ουρά της ποπ αρτ και της αναπαραγωγής του μεταμοντέρνου, η ταινία είναι ένα πανηγύρι της διπλής ταυτότητας, ένα χρονικό μιας τέχνης που δεν έχει αποτυπωθεί μέχρι τώρα στο πανί και ταυτόχρονα ένας γρίφος: μήπως τελικά δεν υπάρχει ο Γκετά/Brainwash; Γιατί, είμαστε σίγουροι πως υπάρχει ο Μπάνκσι; Τα έλεγε ο Όρσον Γουέλς με τον παραχαράκτη Ντε Χόρι στο F for Fake, αλλά νομίζαμε πως είχε ξεμείνει από έμπνευση και έπαιζε με την αλήθεια και την κινηματογραφική ψευδαίσθηση. Μια ζουμερή και πολύ διασκεδαστική, γοργή ταινία που αξίζει να δούμε στην Ελλάδα με τον ένα (κανονική διανομή) ή τον άλλο (φεστιβαλικό) τρόπο.
Η Λίσα Τσολοντένκο πήρε το βραβείο Teddy με ένα lesbian drama, το Kids are alright, που τελικά ξεπερνάει τα στενά όρια του queer cinema και γίνεται μια πανανθρώπινη και πολύ χιουμοριστική ωδή στην κλωστή που κρατάει ενωμένη μια οικογένεια, ανεξάρτητα αν συγκροτείται από δυο μαμάδες και δυο παιδιά από τις δυο τους, που είναι αδέλφια από τον ίδιο, αλλά άγνωστο πατέρα/δότη σπέρματος. Η Τζουλιάν Μουρ και η Ανέτ Μπένινγκ δείχνουν την ηλικία τους και τα δόντια τους, κατανοώντας πλήρως την έννοια του πόνου και του πάθους.
Το Submarino είναι μια ισορροπημένη ταινία, αλλά ο Τόμας Βίντεμπεργκ δεν φαίνεται να μπορεί να ξεπεράσει την πληρότητα και τη δεινότητα του «δογματικού» ντεμπούτου του Οικογενειακή Γιορτή. Και το Greenberg του Νόα Μπάουμπακ είναι κατώτερο από το Squid and the whale, αν και το πορτρέτο ενός δυσλειτουργικού Νεοϋορκέζου στο Λος Άντζελες διαθέτει μερικές εύστοχες και πολύ καίριες παρατηρήσεις (πρωτότυπες και καθόλου γουντιαλενικές) για τη μετατοπισμένη ψυχή ενός γαϊδουροέφηβου και λειτουργεί ως ιδιότυπο, εσωτερικό road movie.
Δυνατή ταινία με εξαιρετικό τέμπο και διόλου απολογητική για την έλλειψη ψυχολογικών αναλύσεων είναι και ο Ληστής, ένα δράμα από την Αυστρία σκηνοθετημένο από τον Γερμανό Ρόμπερτ Χάιζεμπεργκ, της γνωστής οικογενείας των επιστημόνων. Είναι το πορτρέτο ενός μαραθωνοδρόμου και ληστή τραπεζών, τίποτε παραπάνω. Βασίζεται σε μια πραγματική ιστορία που απασχόλησε τη Βιέννη πριν από μερικά χρόνια, όταν κατέληξε σε τραγωδία. Κερδίζει το στοίχημα μιας ταινίας που αποκαλύπτεται συγχρονικά, με τη δύναμη της ουσίας της, χωρίς αναδρομές και επεξηγήσεις.
σχόλια