Εθισμένοι και πιθανώς κακομαθημένοι στην αναλυτική σκέψη, στον υπεράφθονο σχολιασμό ο οποίος δανείζεται απ’ όπου βρει πάντα με το άλλοθι της παραπομπής (οπότε οι υποσημειώσεις υποκαθιστούν το «φέξε μου και γλίστρησα!»), όταν συμπτωματικά πέσει στα χέρια μας ένα βιβλίο άλλου ποιού, κυρίως δε γραπτά αποφθεγματολόγων, με ήθη μοραλίστα, όπως έλεγαν παλιά, παθαίνουμε κάτι σαν ψυχικό αποπροσανατολισμό.
Γιατί μόνο μια φράση και όχι ένα εξαντλητικό σχόλιο που απαιτεί σελίδες για να πείσει; Επ’ αυτού οι Γάλλοι (Ζουμπέρ, Σαμφόρ, Βωβενάργκ, Λα Ροσφουκώ, Πασκάλ) έχουν δικές τους απαντήσεις, αλλα πάντα την ίδια τεχνική. Στα 1795 ο Ζουμπέρ σημείωνε στα τεφτέρια του που εκδόθηκαν μετά θάνατον:
«Η φαντασία είναι το μάτι της ψυχής». Για να εξηγηθεί αυτή η ρήση πιθανότατα χρειάζεται ένας βαρύς τόμος. Όπως και η ακόλουθη βέβαια: «Φυλακισμένοι μέσα στο σώμα μας... αλλά η ψυχή μας έχει τα δικά της παράθυρα». «Πού πάνε οι σκέψεις;» Αναρωτιόταν. «Μέσα στη μνήμη του Θεού».
Η συγγραφική περίπτωση του Αντόνιο Πόρτσια (Ιταλού που γεννήθηκε στην επαρχία Καταντζάρο της Καλαβρίας το 1885, με πατέρα ιερέα, κι έζησε στην Αργεντινή μέχρι τον θάνατό του) είναι απο τις πλέον έκτακτες, καθότι τίποτα δεν την προετοίμασε ούτε μπορούσε να την προανακρούσει. Ήταν ανακάλυψη, παραξενιά κι ευφυΐα εν ταυτώ, άλλωστε ο ίδιος δεν ήταν άνθρωπος των γραμμάτων, δεν κατείχε ευρωπαϊκές γλώσσες εκτός της ιταλικής, άρα δεν είχε τη δυνατότητα να επηρεαστεί από τους γνωστούς προπάτορες της αποσπασματικής σκέψης. Τα εκπληκτικά του φρασίδια, στα οποία κατέγινε μια ζωή, αποτελούσαν, θα λέγαμε, καρπό σώψυχης μαγείας και μυσταγωγικής σχέσης με τη ζωή, έναν τρόπο να πειράζει την πραγματικότητα και αυτό που -με κάθε επιφύλαξη- ονόμαζε εαυτό του.
Στις 1.082 ρήσεις του ή καταγραφές δεν μπορούμε να πούμε ότι διακρίνονται θεματολογία, κατάταξη ή επιμέρους εμμονές. Το τροπάρι είναι το ίδιο και όσο παραλλάσσει, τόσο περισσότερο επιστρέφει στον εαυτό του. Διαβάζουμε λοιπόν:
«Πριν διατρέξω τον δρόμο μου εγώ ήμουν ο δρόμος μου».
«Ο πατέρας μου, φεύγοντας, δώρισε μισόν αιώνα στην παιδική μου ηλικία».
«Ο άνθρωπος δεν πάει σε κανένα μέρος. Όλα έρχονται στον άνθρωπο, όπως το αύριο».
«Όποιος με κρατάει από μια κλωστή, δεν είναι δυνατός· δυνατή είναι η κλωστή».
«Λίγη αγένεια ποτέ δεν με εγκαταλείπει. Και είναι αυτή που με προστατεύει».
«Αν δεν σηκώνεις τα μάτια, θα πιστέψεις πως είσαι στο πιο υψηλό σημείο».
Το χρυσό κορδόνι είναι μεγάλο και πολύπτυχο όπως θα δούμε, απαρχής όμως, με την πρώτη ματιά, αντιλαμβανόμαστε το χάρισμα του Πόρτσια. Δεν σχολιάζει γνώμες άλλων· δεν βελτιώνει κάτι που άρχισε αλλά δεν τέλειωσε· αντίθετα, θυμίζοντας λίγο τους ραβδοσκόπους που μ’ ένα κλαδί στα χέρια βρίσκουν νερό λες και το ακούνε να κυλάει βαθιά κάτω απ’ τα πόδια τους, ουσιαστικά μαντεύει τον εαυτό του «εν εσόπτρω εν αινίγματι» με ασύγκριτη απλότητα. Τη σχέση με τον εαυτό του την έχει χούι, γι’ αυτό και διερωτάται ενεός: «Αυτό που μου λέω, ποιος το λέει; Σε ποιον το λέει;».
Άνετα μπορούμε να μιλήσουμε για δεύτερο μυαλό, για δεύτερη και τρίτη όραση, για ψυχή παγιδευμένη μέσα στην ψυχή, για συνειδησιακή αναδίπλωση όπου το έλα και το πήγαινε εντέλει συναντιούνται, κάνοντας στιγμιαία ανακωχή. Άλλωστε, στη ρήση 317 ομολογεί ότι «Υπήρξα για μένα μαθητής και δάσκαλος. Και υπήρξα καλός μαθητής, αλλά κακός δάσκαλος». Γιατί να γυρεύουμε παθητικότητα κι ενεργητικότητα, όταν και στους δύο πόλους υποκρύπτεται η ίδια συνείδηση; Η απάντησή του είναι αινιγματική: «Τα εντελώς χαμένα μου πράγματα είναι αυτά που, χάνοντάς τα εγώ, δεν τα βρίσκουν άλλοι».
Ο Πόρτσια θυμίζει έντονα φτωχοδιάβολο κι ενίοτε βασιλική φύση που χαράζει σχήματα στο χώμα, που κοιτάζεται μέσα στις σκέψεις του και τις πράξεις του όπως σε καθρέφτη, και κυρίως άνθρωπο που δεν ζει φυσιολογικά, όπως λέμε, αλλά με το αίσθημα ότι η δική του ζωή μπορεί να γίνει συνοδευτικός χάρτης για τις ζωές των άλλων. Το μυστικό αυτής της λαϊκότροπης ηθολογίας έγκειται στο γεγονός ότι όσο ξεσκαρτάρει τον εαυτό του και γίνεται «λιγότερος» απ’ ό,τι απαιτεί ο τρέχων βίος, τόσο το παράδειγμά του μεστώνει: «Όποιος μπορεί να είναι όποιος είναι, τι λίγος είναι για όποιον δεν μπορεί να είναι όποιος είναι!». «Η νεότητα ζει από τη νεότητα και τα γηρατειά από τον χρόνο». Αλλά η σκέψη που τιμάται με γνήσια καθολικότητα αφορά αυτήν κυρίως την πρόταση:
«Ο άνθρωπος βρίσκεται σε όλα σαν ένα πράγμα εσωτερικό, χωρίς ένα παράθυρο φωτός». Είναι μήπως ένας αυτοσχέδιος μύστης αυτός που γράφει σαν να προσεύχεται και συμπυκνώνει το αίσθημά του μέχρις ότου γίνει προ- αιρετική συμβουλή; Χρειάζεται όλως ιδιαίτερη προσοχή ο αναγνώστης για να μην παρεξηγήσει την περίπλοκη απλότητα του Πόρτσια: «Όταν εσύ και η αλήθεια μου μιλούν, δεν ακούω την αλήθεια. Ακούω εσένα». Σε αυτό το μήκος κύματος ανήκει και το απόσπασμα 483: «Ξέρεις τόσα για μένα και δεν με καταλαβαίνεις. Το να ξέρεις δεν είναι να καταλαβαίνεις. Θα μπορούσαμε να ξέρουμε όλα και να μην καταλαβαίνουμε τίποτα». Όπως και το εντυπωσιακό συμπέρασμα: «Υπάρχουν πεσμένοι που δεν σηκώνονται για να μην ξαναπέσουν». Εξού και το υποβλητικό: «Άρχισα την κωμωδία μου όντας ο μοναδικός ηθοποιός και την τελειώνω όντας ο μοναδικός θεατής».
Όσο για τον Θεό, που έρχεται και ξανάρχεται στη γραφίδα του σούπερ ολιγογράφου συγγραφέα, η αίσθησή του για τη ζωή δεν διχάζεται: «Η ανθρωπότητα δεν ξέρει πια πού να πάει, γιατί δεν την περιμένει κανείς: ούτε ο Θεός!». Δεν λείπει φυσικά και η ειρωνεία απ’ τα κατασταλαγμένα σπαράγματα του Πόρτσια, που μοιάζει άλλοτε με αριστίνδην εκλεγέντα αντιπρόσωπο της ανθρωπότητας και άλλοτε με απορριφθέντα υποψήφιο.
«Καθαρίζεσαι, καθαρίζεσαι… Προσοχή! Μπορεί να μη μείνει τίποτα!».
«Θα μπορούσα να πάω στον Παράδεισο, αλλά με την κόλασή μου μόνος, όχι».
«Ό,τι έχω χάσει το βρίσκω σε κάθε βήμα και μου θυμίζει πως το έχω χάσει».
«Πείσε με, αλλά χωρίς πειστήρια. Τα πειστήρια δεν με πείθουν άλλο πια».
«Όποιος γυρεύει να σε πληγώσει, γυρεύει την πληγή σου, για να σε πληγώσει στην πληγή σου».
«Το σήμερα τελειώνει, το αύριο τελειώνει· μονάχα το χτες δεν τελειώνει».
Τι μπορούμε να σκεφτούμε, τέλος πάντων, για έναν άνθρωπο που δεν έκανε οικογένεια, δεν χάρηκε παιδιά, δεν ζήλεψε τον πλούτο, δεν μιλάει για «πατρίδα», «τάξη», «θρησκεία», «έρωτες», «δύναμη»; Ο μεταφραστής του βιβλίου Βασίλης Λαλιώτης μάς δίνει μια ακριβή πάσα: «Η μετάφραση ξεκινάει σαν φιλοδοξία και τελειώνει σαν προσευχή». Όπως περίπου και η ζωή του Πόρτσια, που έκανε πακέτο τις μέρες του, πέρασε από σουρωτήρι τον χρόνο του, για να καταλήξει σε μια σειρά συμπεράσματα που θυμίζουν βέβηλη ή ιδιωτική προσευχή. Στο τέλος του τομιδίου, μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Κονφιρμάντο» σφραγίζει, θα λέγαμε, τον τρόπο μιας ζωής που δεν ζήτησε, κατά τα φαινόμενα, ποτέ της βοήθεια. «Ο χρόνος που με καθυστέρησε στο να ζω είναι ακριβώς ο χρόνος που με καθυστέρησε στο να πεθάνω».
Παρόμοιες σκέψεις θυμίζουν το μάτι του αετού που πετά ψηλά και λογιάζει χαμηλά. «Η απόσταση που με απομακρύνει απ’ όλα είναι ήδη όλη η αιωνιότητα. Κι ακόμη δεν έχω χωρίσει καθόλου - από τίποτα». Έτσι γράφεται η καινή (και κενή) διαθήκη (του καθενός). Έτσι, η δυτική σκέψη μαζεύει τα ορφανά και τ’ αποπαίδια της.
σχόλια