ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΥΚΝΗ, πυκνότατη αλληλογραφία μεταξύ συζύγων που άρχεται το 1917 και λήγει το 1970 το πρώτο που έχουμε να σκεφτούμε είναι ότι ο Μάρτιν και η Ελφρίντε έζησαν πολύ απ’ τον χρόνο τους χώρια· ο φιλόσοφος ήταν ταμένος στο στοχαστικό του έργο, εργαζόταν από τις επτά ως τις δώδεκα και από τις δύο ως τις έξι, όταν μάλιστα αναγορεύτηκε πρύτανης απ’ την εθνικοσοσιαλιστική κυβέρνηση κι η φήμη του άρχισε να κατακτά το πανεπιστημιακό κατεστημένο, το «κοντά» και το «μακριά» του ζεύγους άρχισε ν’ αποκτά ιδιάζοντα και συχνά ζοφερό χαρακτήρα. Το βιβλίο που μετέφρασε με φροντίδα ο Ιάκωβος Κοπερτί προσφέρει υλικό για όλες τις περιέργειες· αναφέρεται στον ναζισμό, στη μεσοπολεμική κατάσταση της Γερμανίας, στην ακαδημαϊκή ζωή, στα ήθη της μεσαίας τάξης (ο Μάρτιν καταγόταν απο φτωχή οικογένεια) και, βέβαια, στην πορεία ενός ανθρώπου που θέλησε και πέτυχε να θέσει σε νέα βάση το μέγιστο φιλοσοφικό ζήτημα: το ερώτημα του Είναι. Αν εδώ θα περιοριστούμε μόνο στη συζυγική «πίστη» του φιλοσόφου, η αιτία είναι ότι υποκρύπτει μια λεπτομέρεια άγνωστη στο πλατύ κοινό και διόλου αμελητέα.
Η Ελφρίντε ήταν από ευαγγελική οικογένεια, ενώ ο Μάρτιν απο καθολική. Αυτό έκανε άνω κάτω τις δυο οικογένειες που ζήτησαν να γίνουν δύο τελετές. Στο εξής οι επιστολές του Μάρτιν (σημειωτέον ότι το βιβλίο δεν περιλαμβάνει τις επιστολές της Ελφρίντε) θ’ αρχίζουν με το «Αγαπημένη μου ψυχούλα» και θα τελειώνουν με το «ο μικρός σου, μαύρος υπηρέτης», ο «αραπάκος», ο «υπηρετάκος», το «μακάρια διαταραγμένο αγοράκι σου» κ.λπ. Η πρώτη περίοδος των επιστολών αναδεικνύει έναν Μάρτιν πραγματικά ερωτευμένο, ρομαντικό μέχρι εκεί που δεν παίρνει, διόλου ψυχρό ή τυπικά «φιλόσοφο» που πιθανώς θ’ ασχολούνταν μόνο με το «Νταζάιν». Μπορεί, βέβαια, να δηλώνει ότι «δίκην μαχαιροβγάλτη θα ήθελε να κηρύξει τον πόλεμο στον ορθολογισμό», να τονίζει ότι «ο φιλόσοφος πρέπει να φυτέψει το λάχανό του» (δηλαδή, να διατυπώσει την πρωτότυπη σκέψη του), να θλίβεται για την «τρομακτική εβραιοποίηση του πολιτισμού μας και των πανεπιστημίων μας, θεωρώντας ότι η γερμανική φυλή πρέπει να επιστρατεύσει τις εσωτερικές της δυνάμεις για να ανυψωθεί», ωστόσο το θερμό ρεύμα αγάπης που τον συνδέει με τη σύζυγό του δεν τον αποσπά ποτέ από την ύπαρξή της. «Ως γυναίκα βρίσκεις μέσα σου ένα όριο -εμένα-, αλλά μόνο επειδή κι εγώ έχω ένα όριο, το αξιοσέβαστο είναι σου». Γενικά, η αποστολή των γραμμάτων έχει ως βάση το Φράιμπουργκ, το Μάρμπουργκ ή το Μέσκιρχ, με κατεύθυνση άλλοτε την περίφημη καλύβα ή άλλους τόπους διαμονής της Ελφρίντε. Πράγματι, το ερωτικό δοξάρι κινείται ανάμεσα στα δυο πρόσωπα με μεγάλη χάρη και με αξιοζήλευτη πειστικότητα. Ο αναγνώστης μπορούμε να πούμε ότι υποκλίνεται μπροστά σε τόση συζυγική αφοσίωση.
Βέβαια, προϊόντος του χρόνου, η κλασική προσφώνηση «Αγαπημένη μου ψυχούλα» αρχίζει ενίοτε να γίνεται ακριβοθώρητη, οι επιστολές του Μάρτιν να κρατούν μιαν αμυντική βαθύτητα, παρά το γεγονός ότι γεννιούνται δυο παιδιά που θα τραυματιστούν στον πόλεμο. Τι ακριβώς συμβαίνει; Το απλούστερο των πραγμάτων· ο Μάρτιν δεν μένει πιστός στη συζυγική παστάδα κι αρχίζει ένας κύκλος ερωτικών «σεμιναρίων» με μαθήτριες, πριγκίπισσες (σαν την πριγκίπισσα της Σαξονίας Μαίνινγκεν Μάργκοτ) και άλλες αξιοζήλευτες νεαρές, σαν τη Χάνα Άρεντ. Οι προληπτικοί θα θύμιζαν το γεγονός ότι στη διάρκεια μιας βαρκάδας η βέρα του Μάρτιν γλίστρησε απ’ το δάχτυλό του και χάθηκε στα νερά της λίμνης! Καλό θα ήταν επίσης να θυμίσουμε ότι ο φιλόσοφος δεν είχε ίχνος γερμανικής ομορφιάς πάνω του· ούτε ψηλός, ούτε ξανθός, ούτε γαλανομάτης. Αντίθετα, ήταν κοντός, σγουρομάλλης και διόλου ομορφόπαιδο.
Ωστόσο, το πνεύμα ομορφαίνει τους πάντες. Ακόμη και τους φιλοσόφους. Από την άλλη άκρη του νήματος, όμως, η σύζυγος -αινιγματική στην αφοσίωσή της- περνάει τα κακά στενά. Είναι διακριτική, υπομονετική, φαρμακωμένη απ’ τις απιστίες του «υπηρετάκου», αλλά δεν βγάζει κιχ. Στις 7 Φεβρουαρίου του 1950 η Χάνα Άρεντ επισκέπτεται τον Μάρτιν στο Φράιμπουργκ. Λίγο νωρίτερα, ο «υπηρετάκος» ανακοινώνει στην ανυποψίαστη μέχρι τότε Ελφρίντε την ερωτική του σχέση με την Εβραία. Θ’ ακολουθήσει η σχέση με τη Σοφί Ντοροτέ κ.λπ. κ.λπ. Ένα είναι βέβαιο: ότι ο «υπηρετάκος» διάγει βίο καρδιοκατακτητή, ενώ ταυτόχρονα -φαινομενικά, τουλάχιστον- προσπαθεί να δικαιολογηθεί φιλοσοφιστί στην Ελφρίντε. Άραγε, η ακόλουθη επιστολή δεν ηχεί κίβδηλη; «Δύο πράγματα δεν μπόρεσα να σου πω ποτέ μέχρι σήμερα. Ότι, παρά τα πολλά αντίθετα φαινόμενα, δεν βλέπω την αγάπη και τον γάμο μας ως κάτι πρακτικό ή βολικό, αντιθέτως ξέρω ότι η παρουσία κι η δράση σου είναι καθοριστική - ανήκεις στην πορεία μου». Όσο για το δικαιολογητικό αναφορικά με τη Σοφί Ντοροτέ, θυμίζει μικροαστό σύζυγο που επινοεί τεχνάσματα: «Αυτό που προσπάθησα να χαρίσω στη Σοφί Ντοροτέ δεν στερεί από σένανε τίποτα, δεν ήθελα να θίξω τα δικά μας ή να τα εγκαταλείψω». (Αν συγκρίνει κανείς τον ερωτικό βίο του Μάρτιν μ’ εκείνον του Ζαν-Πωλ Σαρτρ, μάλλον θα βρει τον Γάλλο πιο ειλικρινή και πιο καθαρό στις αποφάσεις του).
Πέρα από αυτό, όμως, κι ενώ πια δηλώνει ότι κατάργησαν το δυσάρεστο «κρυφτούλι» της απάτης και την ανελευθερία της κάλυψης, μας κάνει εντύπωση το γεγονός ότι η Ελφρίντε δεν έχει να επιδείξει τίποτε ανάλογο· τόσο ανεχτική; Τόσο πιστή στον Μάρτιν; Χάθηκαν οι άντρες για να πάρει κι αυτή την εκδίκησή της; Την αποκαλυπτική απάντηση μας τη δίνει ο τόμος στην τελευταία σελίδα, με τρόπο αποστομωτικό. Το σημείωμα ανήκει στον Χέρμαν Χάιντεγγερ, δεύτερο τέκνο της οικογένειας μετά τον Γερκ, και μολογάει τα ακόλουθα:
«Γεννήθηκα το 1920 ως νόμιμο τέκνο του Μάρτιν και της Ελφρίντε Χάιντεγγερ. Λίγο πριν κλείσω τα δεκατέσσερά μου χρόνια, η μητέρα μου με πληροφόρησε ότι φυσικός μου πατέρας ήταν ένας εφηβικός φίλος της, ο γιατρός και νονός Φρίντελ Τσέζαρ, που πέθανε το 1946. Η μητέρα μ’ εξόρκισε να μη μιλήσω σε κανέναν όσο εκείνη ζούσε, με μόνη εξαίρεση τη μέλλουσα σύζυγό μου. Κράτησα την υπόσχεσή μου».
Αυτό το δραματικό «τσάκισμα» του βιβλίου ειλικρινά ανατρέπει την προτέρα τάξη ή αταξία των συζύγων και καθιστά τον αναγνώστη μάρτυρα μιας περίπλοκης ψυχικής συνενοχής. Με απλά λόγια, ο Μάρτιν κράτησε μυστική ισοβίως την πατρότητα του δεύτερου παιδιού και σε ανταπόδοση η Ελφρίντε υπέφερε τον άντρα της, που ήταν φουστανάκιας πρώτης γραμμής. Στη σελ. 306 ο Μάρτιν μιλάει περί αυτού για πρώτη φορά: «Εμπιστοσύνη είναι η δύναμη να λέμε ναι στο κρυμμένο και σε ό,τι αφήνουμε ανείπωτο. Τέτοιο ήταν το δικό μου ναι όταν μου μίλησες για τον Χέρμαν». Και η απάντηση της Ελφρίντε τώρα: «Με πνίγει ακόμη η απελπισία για το γεγονός ότι αυτά όχι μόνο συνδέονται με το ψέμα αλλά και με την απάνθρωπη κατάχρηση της εμπιστοσύνης μου. Το έχω ξαναπεί, αλλά το ξέχασες· φαντάσου, λοιπόν, τη Μ., που φαίνεται να συνδέεται μ’ εσένα με αυτήν τη μεγάλαγάπη και στα γράμματά σας συνομιλούν οι καρδιές σας, να σε απατούσε μ’ έναν άλλον και μόνο η καχυποψία σου ν’ αποκάλυπτε την απάτη της. Τι θα γινόταν η αγάπη σου για κείνη; Τι θα έκανες; Θα το άντεχες; Όμως, εγώ πρέπει να το αντέξω, και όχι μια φορά αλλά κάθε τόσο τις τέσσερις δεκαετίες; Μπορεί να το κάνει αυτό ένας άνθρωπος, αν δεν είναι επιφανειακός ή απολιθωμένος; Κάθε τόσο λες και γράφεις ότι νιώθεις δεμένος μαζί μου. Τι δεσμός είναι αυτός; Έχω μαζέψει εδώ πολλά αρχινισμένα γράμματα, αλλά δεν έστειλα κανένα. Συλλογίστηκες ποτέ τι είναι τα άδεια λόγια, τα κούφια λόγια; Τι λείπει από αυτά τα λόγια;».
Το οξύμωρο είναι ότι μόλις παύει η αλληλογραφία τους -όπερ σημαίνει ότι μόλις παύουν να είναι χωριστά- παύει και η ισόβια διαμάχη τους. Σε μια απ’ τις τελευταίες επιστολές του 1969, ο Μάρτιν ομολογεί: «Καθημερινά αλλά και τις νυχτερινές ώρες αγρύπνιας, ο εαυτός μου με θλίβει για ό,τι σου προξένησε». Επίσης: «Σ’ ευχαριστώ για την πάντα εκ νέου εμπιστοσύνη που μου χαρίζεις – κι ας μην την αξίζω». Λίγο πριν από την εγκεφαλική συμφόρηση, η Ελφρίντε σημειώνει στην τελευταία επιστολή του Μάρτιν: «Η κατάρρευση εκεί έφερε τα πάντα στο φως - από τότε δεν χωριστήκαμε πια ποτέ».
σχόλια