1. Η Ποίηση λυτρώνει κι εμψυχώνει. Είναι ο τρόπος να μπαινοβγαίνουμε στο Πεπρωμένο, μερικές φορές και να το διαπλάθουμε. Είναι ο κατ' εξοχήν διάλογος η Ποίηση, η συνομιλία μας με το είναι το εσώτερο του Άλλου, και με το είναι το εσώτερο το δικό μας. Οι λέξεις συνταιριάζονται και γίνονται μελωδία, χορεύουν, με την Ποίηση, εικόνες και μνήμες, πρελούδια σ' ένα μέλλον που κυοφορείται ήδη και είναι ηδύ, μ' όλη τη σκληρότητα που μπορεί να ενέχει.
2. Συνθέτει η έμπειρη Δήμητρα Χριστοδούλου το ποίημα «Η Συνάντηση» και λέει όσα θα έλεγε κι ένα καλογραμμένο, υγρό και χθόνιο μυθιστόρημα που σηκώνει ενίοτε το βλέμμα του στο εικονοστάσιο των αγίων ημών:
«Εάν κατέρρεε ο Πύργος του Κάφκα,
Θα καταλύαμε στου Καρυωτάκη την Πρέβεζα
Στριμωγμένοι αλλά όχι άστεγοι.
Αν έπιαναν οι χωροφύλακες τη Φόνισσα,
Θα την έριχναν στο υγρό κρατητήριο,
Ώσπου επάνω να τελειώσει η ανάκριση
Του φοιτητή του Ντοστογιέφσκι.
Κι εμείς μ' αυτούς κι αυτοί μαζί μας
Και μεταξύ τους με θλιμμένα μάτια
Όλοι γνωστοί. Φυλή διωγμένων.
Κάποιοι στο δρόμο από χάνι σε χάνι
Βγάζουν φτερά. Αλλά δεν φτάνουν πρώτοι.
Κοντά τους τρέχει η πεινασμένη μας καρδιά».
(Ο τρόμος ως απλή μηχανή, εκδ. Πατάκη, σ. 91)
3. Η Ποίηση είναι ο καπνός του εφήμερου τσιγάρου μας όταν γίνεται γεγονός αναστάσιμο.
4. Μια «Απολογία» με μνήμες ντοκιμαντέρ από τον Κώστα Καρυωτάκη συντάσσει σε μέρη 0, 1, 2, και 3 ο Γιάννης Π. Σμυρλής, ο ποιητής που τόσο ευπρόσδεκτα μπόρεσε να μας ενθουσιάσει, αιφνιδιάζοντάς μας με τη μελωδική μελαγχολία του: «3. Τώρα θα πρέπει να εξηγηθώ, γιατί πολλά πράγματα, ακόμα και η πιο απλή υπόθεση, μπορεί να κρύβει μια βαθιά παρανόηση. Όπως όταν έπαιρνα τα τσιγάρα μου κι έβαζα το χέρι στην τσέπη να πληρώσω, έντρομος έβγαζα βότσαλα, φύλλα δέντρων και θρυμματισμένα κοράλλια από ταξίδια μακρινά που δεν έκανα. Έτσι γρήγορα μαθεύτηκε πως ήμουν απένταρος και από τότε άρχισα να ντύνομαι όπως με βλέπεις: σαν μόλις να έμεινα για πάντα μόνος» (Κονσέρτο για σιωπή, εκδ. Ηριδανός, σ. 23).
5. Η Ποίηση είναι το όποιο τοπίο μπορεί το βλέμμα μας ν' αγγίξει και, αγγίζοντάς το, να το μεταρσιώσει σε όνειρο ένυλο, σε καθαρό νεράκι της ζωής, σε αλήθεια που στραφταλίζει.
6. Με βαθύνοια, με σοφία, αποφαίνεται αλλά και λογοπαίζει, ποιητής γαρ, άρα πάντα παιδί, παις πεσσεύων πάντα, ο Θανάσης Χατζόπουλος, και στο «Σκάρτο Αλφαβητάρι» ξεσπάνε οι παρηχήσεις, που μοιάζουν και με ζωγραφιές, και πιάνουν τον χορό της μνημοσύνης: «Π. Πιστή η ζωή στον δρόμο της. Πιστή και στον πηλό της. Πού πέθανε, ποιος πέθανε και πήρε τον χυμό της. Πέρασαν χρόνια, πέρασαν χωριά, κι ο πόνος σαν παιδί άλλοτε ενηλικιώνεται, σε παίρνει από το χέρι. Κι άλλοτε πόνος, σαν εκ πεποιθήσεως πιστός κι αυτός, υπηρετεί το ποίημα, προδότης από χέρι. Τον απεμπολείς, μα αυτός επανακάμπτει σώμα βαθύτερο του σώματος, στο πτώμα δεν οικεί, μόνο στα σώματα των άλλων πια ενώπιόν του» (Πρόσωπο με τη γη, εκδ. Γαβριηλίδης, σ. 133).
7. Η Ποίηση είναι το φιλί που πάντα μέσα από τις αρμονίες των λέξεων και των εικόνων τις μαρμαρυγές, γίνεται ο ρυθμός του κόσμου.
8. Λιτά, μα και λυτά, τα ερωτικά της Αλεξάνδρας Μπακονίκα, καθώς θύει στον ίμερο και, μαζί, καταφεύγει στην περίσκεψη, ξέροντας ωστόσο ότι στο λάθος φωλιάζει η γοητεία, ότι η ασύνετη οδήγηση σε φέρνει στο συναρπαστικό. «Πέρα από τις δυνάμεις μου» τιτλοφορεί το ποίημα και πλουτίζεται έτσι το καθημερινό «κατά δύναμιν», και μπαίνει και στάζει λίγη μαγεία στο εικοσιτετράωρο:
«Φέγγος, αγλάισμα της ψυχής μου.
Σ' ερωτεύτηκα,
και το λάγγεμα απύθμενο,
ίμερος ολοκληρωτικός.
Πέρα από τις δυνάμεις μου
να λύσω τα δεσμά
που με φέρνουν σε σένα.
Μαγικά δεσμά, ισόβια»
(Το τραγικό και το λημέρι των αισθήσεων, εκδ. Σαιξπηρικόν, σ. 10).
9. Πριν από το τέλος της αθωότητας, γιορτάζαμε την Ποίηση. Μετά το τέλος της αθωότητας, πάλι την Ποίηση γιορτάζουμε.
σχόλια