Δύσκολο να γράφει κανείς για ποιήματα και μάλιστα καλά, που τα έχει φέρει σε πέρας ένας ποιητής (που ήταν και συμμαθητής στο Γυμνάσιο Χαλανδρίου και επιπλέον βέρος κάτοικος του Χαλανδρίου). Θυμάμαι το πεζό του καλαντάρι που είχε εκδοθεί το 1993 με τίτλο Σημειώσεις για ένα ημερολόγιο και εκεί –για πρώτη φορά– ανακάλυπτα μια διαφορετική και ανώτερη αρετή του Μπρουνιά που, για μας τουλάχιστον τους λίγους Χαλανδραίους που αλληλοκοιταζόμαστε, έδειχνε προς ένα σημείο που ήταν αινιγματικά θαμπό μεν, αλλά ικανό να τηρήσει μιαν υπόσχεση προς τον εαυτό του. Ακολούθησε το Απόσπασμα, τα 91 ιαπωνικά ποιήματα συν 1 (μεταφράσεις αυτή τη φορά), η Συντροφιά, τα Άσπρα βότσαλα / Γραμματόσημα, η Τέντα στον αέρα και τώρα τα Χνάρια Λαφριά.
Όσοι μεταφράζουν τη ζωή τους σε στίχους ξέρουν από πρώτο χέρι ότι το «μυστικό» τους είναι κρυμμένο αλλά και κλεμμένο, μιλημένο σε πάμπολλες γλώσσες, περασμένο από αμέτρητες καρδιές, κατά συνέπεια η μέριμνα του ποιητή –ως έντιμου δημιουργού– είναι πριν απ' όλα να κρατήσει το «ίσιο», άσχετα αν έχει ζήσει στραβά κι ανάποδα – όπως όλοι μας.
Στους ΑΚΛΗΡΟΥΣ γράφει ο Μπρουνιάς: Ποιος να κρατήσει μπορεί / Τη γύρη των ανθών / Όταν άνοιξη φυσά / Τα μαλλιά ποιος μπορεί ν' αρπάξει / Όταν φυτρώνουν πράσινα / Και την καρδιά / Ποιος μπορεί να σταματήσει / Όταν φουσκώνει πρωτοτάξιδα καράβια / Έτσι γλιστράνε / Μες στα δάχτυλα και χάνονται / Τα θαύματά μας / Κι όσοι δεν έχουν / τόπο για ν' αφήσουνε το σώμα τους / Το γυρίζουν εκεί / Όθε το πήρανε / Καταμεσής του απείρου.
Έναν τόσο ανάηχο, εσωτερικό λόγο που δεν θυμίζει ανθρώπινη μιλιά αλλά αυστηρό θαύμα, το οποίο αποφεύγει τα σχόλια και τις ερμηνείες, ο αναγνώστης τον αποδέχεται ως ατομικό εισιτήριο για να προχωρήσει. Το θάμβος εν προκειμένω υποκαθιστά το πένθος, προσδίδοντας στους τελευταίους στίχους μια γενναία χειρονομία (.... όσοι δεν έχουν / τόπο για ν' αφήσουνε το σώμα τους / το γυρίζουν εκεί / όθε το πήρανε / Καταμεσής του απείρου).
Περιττό να τονίσουμε ότι αυτή η στιχογραφία κρύβει μια ροπή μυστικιστική και συνάμα μια αυτοσυνείδηση που σχεδόν λοιδορεί τον εαυτό της για να μην παραδοθεί στο προφανές: Πηγαίνουμε σε έναν δρόμο / που δεν είναι δικός μας / δικοί του είμαστε / Ζούμε σ' έναν κόσμο / που δε μας ανήκει / του ανήκουμε... Στο ομότιτλο ποίημα της συλλογής (Χνάρια Λαφριά) μας πληροφορεί ότι: Ο κόσμος είναι άλλο / το μέσα κι έξω μαζί / σάρκα και μυστήριο / κανένας δεν μπορεί να ξεχωρίσει / γιατί τα δύο δίνουν ζωή / κι όταν πεθαίνουμε ακόμη / Μετά από μας / μένει το αποτύπωμα / που αφήσαμε στη γη...
Αντί για σκότος και για αινιγματική γήινη σφαίρα, ο Μπουρνιάς αρέσκεται στη διάφανη εγγύτητα, στα ανέσπερα στοιχεία, σε ένα είδος κατάφωτης νύχτας και πληγωμένης ημέρας που αντικρίζει την εσπέρα της. Συμπεραίνει ο Μπρουνιάς: Έτσι / η μορφή μας μια προσπάθεια είναι / στο αόρατο να δείξει / το ζύγιασμα σκιάς με φως / κι ύστερα φεύγει από το τζάμι / λίγο ακόμη μένοντας / η ανάσα της...
Γράφει ο Μπρουνιάς: Η γαλήνη μας δεν είναι οιωνός ευτυχίας / Τα ζώα μικρά και μεγάλα / Περιμένουν / Τα δέντρα / Περιμένουν / Ακόμα κι οι πέτρες το χώμα / Περιμένουν τη μεταμόρφωση στον εαυτό τους / σαν κάτι πολύτιμο
/ Εμείς τίποτα δεν περιμένουμε / Λες η ζωή μας θάλασσα / Έρχεται και φεύγει / Σήμερα έτσι αύριο αλλιώς / Με τα σύννεφα / Αλλά ποτέ δεν ξεχνάμε τον ήλιο / Όταν μια στιγμή άστραψε / Και στο μέτωπό μας πέφτοντας / Χρύσωσε τον κόσμο / για την αθανασία.
Πρόκειται για κόσμο όπου «Με τον αέρα και τη θάλασσα / έρχεται η αιωνιότητα / και δεν την αντιλαμβανόμαστε / παρά τη νιώθουμε / όσο πέφτει το βράδυ / πολύ γέροι πολύ νέοι...».
Κάτι εξαιρετικά πρωτότυπο στην ποίηση του Μπρουνιά είναι ένα θέλγητρο του κόσμου ολόγυρα, ο οποίος, παρά τις άπειρες δυνάμεις, το απύθμενο σκότος, ουδέποτε λησμονά το φως και την παρουσία του άλλου. Περίπου σαν την ανακάλυψη του Ρεμπώ, ο Μπρουνιάς ανακαλύπτει την αιωνιότητα ως μαγικό άθροισμα αέρα και θάλασσας ή –κατά τον Ρεμπώ– εικόνα της θάλασσας που οδεύει προς το άπειρο μαζί με τον ήλιο. Όταν υποψιάζεσαι πολύ και καταλαβαίνεις λιγότερο, ουσιαστικά γίνεσαι μέρος του τραγουδιού που ψάλλει το ανέκφραστο. Στο «Κόσμος Βαθύς» ο Μπρουνιάς παίρνει μέρος στην αόρατη ορχήστρα όπου τα μάτια κλείνουν «δίχως να μπορούν να κλείσουν / έχοντας δει εκείνο που τυφλώνει».
Στην «Απλή Φυσική» διαβάζουμε «Κανείς δεν είπε ότι πρέπει να υπάρχουμε / όμως υπάρχουμε» και στο «Απαύγασμα» τονίζεται εν είδει κατακλείδας ότι «Κατά βάθος δεν είμαστε / ζήτημα φωτός μα φωτισμού / ζούμε σε ανταύγειες γλυκές / που αργοσβήνουν...». Ουσιαστικά, ο ένας που πεθαίνει κάθε λεπτό και κάθε στιγμή δεν μετράει, η ουσία είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, η ουσία του ανθρώπου που σπαζοκεφαλιάζει να λύσει τη σχέση του ενός με τα πολλά, της αρχής και του τέλους, του μέσα και του έξω, «γι' αυτό και το βράδυ δεν κοιτούσε ανθρώπους, παρά την ανθρωπότητα...».
Όντως, στο «Μητέρα» συνεχίζει... Πέφτοντας ίδια σ' όλους / σε στοιχεία τους μεταμόρφωνε / δρόμους ατέλειωτους / με του Μαΐου τη φθαρτότητα εξαϋλωμένος / όπως όταν το φτάσιμο
/ δείχνεται ξεκίνημα / και δεν ξέρουμε αν βαδίζουμε / ή αν πετάμε / μόλο ποτέ φτερά δεν είχαμε / το σούρουπο μπερδεύονται / γιατί μπλεγμένη η ψυχή στα κρέπια / μέσα τους πεταρίζει / και δραπετεύει / απ' τ' ανοιχτό παράθυρο / στο μυρωμένο αγέρι / βρίσκει τις αδελφές της / με τα μεγάλα άσπρα χέρια / απλωμένα / να μας φυλάγουν στην αιωνιότητα / ποτέ να μη σκοντάφτουμε ξανά / και να πονάμε.
Η κυριολεξία δεν έχει καμιά τύχη στην ποίηση και ειδικά στον λυρισμό όπου, άνευ μεταφοράς ή μετωνυμίας, τίποτα δεν μπορεί να εκφραστεί. Γι' αυτό, καθετί –πρόσωπο ή πράγμα– το βλέπουμε δι' εσόπτρου εν αινίγματι, λες και ο κόσμος, το σύμπαν ολόκληρο, γεννήθηκε από κάποιο πελώριο διανοητικό σφάλμα που έδωσε δουλειά σε όλη την ανθρωπότητα. Ο Μπρουνιάς συνεταιρίζεται με τα ρητορικά σχήματα, αφήνοντας πάντα ανοιχτό το πίσω πορτόφυλλο, καθότι κατιτί μεταφορικό δεν σημαίνει ότι μπορεί και να κυριολεκτήσει. Επ' αυτού, αξίζει να πούμε ότι η ποιητική του Μπρουνιά έχει αφομοιώσει το νόημα της ποιητικής τέχνης η οποία δεν δίνει λύσεις αλλά φωτεινά διαλείμματα, αποδέχεται τον κόσμο χωρίς να γνωρίζει αρχή και τέλος. Ο ίδιος ο χρόνος προσφέρει στον άνθρωπο ένα αλφάβητο για να σπουδάσει την ίδια του την άγνοια.
σχόλια