1.
Γέλιο και άβυσσος. Όταν οι ποιητές καταπιάνονται με την πεζογραφία, τα πράγματα γίνονται συναρπαστικά. Εξάλλου, πολλοί ξακουστοί πεζογράφοι θήτευσαν στην ποίηση προτού ασχοληθούν περιπαθώς με το διήγημα, τη νουβέλα, το μυθιστόρημα. Ας θυμηθούμε τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, τον Κώστα Ταχτσή, τον Γιώργο Ιωάννου, τον Ευγένιο Αρανίτση, ακόμα και τον Νίκο Καρούζο, που είχε γράψει μυθιστόρημα με τίτλο Η Γερμανική Σκιά, και τον Τάσο Δενέγρη, που οι φήμες έλεγαν ότι έγραφε επί χρόνια το μυθιστόρημα Ο Ρασκόλνικοφ στην Κυψέλη. Επίσης τον Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, τον Νόρμαν Μέιλερ, τον Μάλκολμ Λόουρι, τον Τζακ Κέρουακ. Ο Γιώργος Κακουλίδης (Αθήνα, 1956), δυναμικότατος ποιητής ήδη από την πρώτη του εμφάνιση με τη συλλογή Λίμπερτυ (εκδ. Κείμενα, 1979), το παλεύει γόνιμα εδώ και χρόνια και μας προσφέρει υψηλής θερμοκρασίας και εντάσεως πεζογραφήματα. Μετράμε τρία αφηγήματα, το Σύνδρομο του Παρθένη (εκδ. Καστανιώτης, 1991), Φαλαμπέλα (εκδ. Καστανιώτης, 1995) και Η σειρήνα της Ομόνοιας (εκδ. Εξάντας, 2002). Μετράμε δύο τόμους με καταγραφές περιπετειών και διηγήματα, τις Ιστορίες του βγήκαν αληθινές (εκδ. Futura, 2004) και το Περί αλητείας (εκδ. Κέδρος, 2011). Μετράμε δύο μυθιστορήματα, τη Λέσχη της στιγμής (εκδ. Λιβάνης, 2009) και το Μίστερ Μπούλντογκ (εκδ. Λιβάνης, 2015).
2.
Κεφάλια. Ο Κακουλίδης συνθέτει ένα μυθιστόρημα με τα υλικά της ποίησης. Αδράχνει στιβαρά την πραγματική πραγματικότητα, τη βουτάει στο τσουκάλι όπου κοχλάζουν όλα τα μαγικά φίλτρα μιας τεθλασμένης και μουρλαμένης φαντασίας, μπλέκει πρόσωπα και πράγματα, ανακατεύει την τράπουλα, κόβει, μοιράζει στον Κουέντιν Ταραντίνο, στον Στέλιο Ράμφο, στον Τζον Κάρπεντερ, στον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, τους αφήνει να παίξουν το πόκερ της σαγήνης και της λύτρωσης, μαζεύει τα τραπουλόχαρτα, τα κάνει κομμάτια, κομφετί, τα πετάει πάνω από τη Μονή Σταυρονικήτα και χώνεται μετά σ' ένα καπηλειό να θρηνήσει τους χαμένους φίλους, τη φάρα, τη συμμορία του Καλού, τα παλικάρια που πέρασαν από το άγριο και άγιο σακατιλίκι και σώθηκαν μπας και μας σώσουνε κι εμάς. Αναγνωρίζω σ' αυτό το στραπατσαρισμένο αστικό γουέστερν τους αείμνηστους Νώε Παρλαβάντζα, Ηλία Λάγιο, Άγγελο Ελεφάντη, Διονύση Μενίδη, Νίκο Καρούζο. Επίσης, μορφές που στάμπαραν τη μνήμη μας με τις απίθανες περιπέτειές τους, όπως ο Μαξ, ο οποίος είχε εκδώσει ένα όλο κι όλο τεύχος ενός underground περιοδικού, ο ηθοποιός Άρης Ρέτσος, ο σκηνοθέτης και παραγωγός αδιανόητων πεπραγμένων Νίκος Φατούρος. Το απόσπασμα που ακολουθεί συνοψίζει τη φιλοσοφία του Κακουλίδη, καθώς και την πολιτεία και τον βίο των ηρώων του μυθιστορήματός του: «Όσοι με έσπρωξαν και βρέθηκα μπροστά τους με το κεφάλι κάτω, τώρα έχουν γίνει σκόνη. Αυτό το κεφάλι έχει ακούσει ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί. Σημεία και τέρατα. Ένα άλλο κεφάλι θα είχε σπάσει χρόνια τώρα, δεν θα στεκόταν στους ώμους του, θα είχε μετανιώσει. Αλλά όποιος μετανιώνει, καταστρέφεται, είναι νόμος. Έχω δει κεφάλια χαλασμένα, πεταμένα σαν διαλυμένα ξυπνητήρια, με τα ελατήρια για πάντα έξω, επειδή μετάνιωσαν. Έχω δει κεφάλια που μια ζωή ονειρεύονται και, μόλις μετανιώσουν, συναντούν τον αξύπνητο μέσα στο όνειρο. Κεφάλια καλλιτεχνών που κατρακύλησαν, γιατί έγιναν διασκεδαστές στις αυλές άλλων. Κεφάλια πάσης φύσεως, που, ενώ ζούσαν κανονικά, ξαφνικά πήραν ανάποδες, διέκοψαν κάθε σκέψη, κι ακόμα παραπέρα, ξέχασαν πώς γεννιέται η σκέψη. Κεφάλια που μόνα τους δόθηκαν σε παπάδες και η εξομολόγησή τους δεν έχει ακόμη τελειώσει. Κεφάλια που εμπιστεύτηκαν γιατρούς, κι αυτοί τα άνοιξαν, κοίταξαν μέσα τους και έβαλαν κι άλλους να κοιτάζουν. Έτσι, το ανοιγμένο κεφάλι γέμισε τουρίστες που συνωστίζονταν και κάποια ηλιόλουστη μέρα θ' αποφάσιζαν να το κατοικήσουν, και οι γιατροί αγάλλονταν, γιατί το κεφάλι που άνοιξαν αποδείχτηκε χρήσιμο. Το κεφάλι κατοικία, το κεφάλι μουσείο, το κεφάλι φυλακή» (σ. 153).
3.
Χορτοφάγος λύκος. Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ο Μπούλντογκ, είναι ένας λωλαμένος πρίγκιπας Μίσκιν που συναντιέται με τους πιο αλλόκοτους τύπους του Λεκανοπεδίου: με τον ιδρυτή μιας σαλταρισμένης εκκλησίας αφιερωμένης στον εντοπισμό του Ιησού, ο οποίος υποτίθεται ότι ζει και περιπλανιέται στην Αθήνα, με έναν ξακουστό αστροναύτη-τραβεστί, με έναν ημιπαράφρονα σεΐχη, με έναν αδίστακτο απατεώνα. Όλοι χορεύουν τον τρελό χορό της λύτρωσης απ' την κατάντια ή, έστω, της εξοικείωσης μαζί της. Όλοι, μια φάρα. Γράφει ο Κακουλίδης: «Τι θέλουν από μας; Κι όμως, υπήρξαμε μια φάρα κάποτε. Δυσκολευτήκαμε τόσο πολύ να μαζευτούμε όσοι μαζευτήκαμε. Και στην αρχή ήμασταν όλοι σιωπηλοί, για πολύ καιρό σιωπηλοί, ο ένας δίπλα στον άλλον, περίεργο, ε;». Γίνεται της τρελής στις σελίδες του Κακουλίδη, απανωτά επεισόδια καθημερινής παραφροσύνης που αγγίζει μια το σλάπστικ και μια το σπλάτερ. Μέσα σε όλο τον χαμό, ο Μίστερ Μπούλντογκ παραμένει αγέρωχα θλιμμένος, παράλογα ψύχραιμος, πριγκιπικά έκπτωτος, αυτοσχεδιαστικά φιλόσοφος, μια θεοπάλαβη καρικατούρα του Σαμουράι του Αλέν Ντελόν, ένας ήρωας βγαλμένος από μια κρασοκατάνυξη του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι με τον Στίβεν Κινγκ σε κάποιο καταγώγιο της Καισαριανής. «Όταν η τρέλα αρχίζει να κυλάει, πρέπει να πας με το μέρος της» αποφαίνεται ο Μπούλντογκ και ρίχνεται στην περιπέτεια. Ναι, είναι λύκος. Αλλά λύκος καλοκάγαθος, ντοστογιεφσκικός. Ένας χορτοφάγος λύκος.