Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με τόσο έντονο κύμα δυσαρέσκειας, ώστε ακόμα και το μέχρι πρότινος κραταιό, αγωνιστικό και ελπιδοφόρο (ως διαφημιστικές ετικέτες παρατίθενται οι προσδιορισμοί) brand name της έχει κλονιστεί σε βαθμό ανυποληψίας σχεδόν. Ούτε αυτό πια δεν μπορεί να επικαλεστεί κάποιο υψηλόβαθμο στέλεχος, χωρίς να δεχτεί κράξιμο απ' όλες τις κατευθύνσεις. Και δέχτηκε πολύ χοντρό κράξιμο την περασμένη εβδομάδα ο αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών, αρμόδιος για θέματα Διοικητικής Ανασυγκρότησης (με πρωτοπόρα την κυβέρνηση ΓΑΠ, τα ονόματα των υπουργείων θυμίζουν όλο και πιο πολύ φουτουριστικό καρτούν με έντονα στοιχεία νεο-ΠΑΣΟΚικού βερμπαλισμού), παρά το γεγονός ότι δεν είπε τίποτα ακραίο ή έστω αθέμιτο. Είπε επί λέξει, στο πλαίσιο συνέντευξης, ότι «η δυναμική του Μπέρνι Σάντερς σ' έναν μικρό βαθμό οφείλεται και στο brand name του ΣΥΡΙΖΑ», για να δεχτεί άγρια χλεύη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που λένε και στις βραδινές τηλεοπτικές ειδήσεις.
Κι όμως, πρόκειται για σύνδεση (συμβολικού χαρακτήρα κυρίως) που έχει σημειωθεί σε πολλά αμερικανικά μέσα τους τελευταίους μήνες. Χαζεύοντας τις προάλλες τη λίστα με bookmarked άρθρα στον υπολογιστή, είδα κι ένα που είχε δημοσιευτεί στο έγκριτο «Salon» (φιλελεύθερης/προοδευτικής πλατφόρμας, αν και κάποιες εγχώριες πατριωτικές/ριζοσπαστικές φράξιες θα το απέρριπταν ενδεχομένως ως φιλελέδικο) μια εβδομάδα μετά το μάταιο και διχαστικό δημοψήφισμα. Το άρθρο με την υπογραφή του Andrew O'Hehir είχε τίτλο «Rebel Alliance» (Επαναστατική Συμμαχία δηλαδή, διατλαντικού ή τηλεπαθητικού τύπου ανάμεσα στον Μπέρνι Σάντερς και τον ΣΥΡΙΖΑ) και έγραφε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Τόσο η στασιαστική Δημοκρατική καμπάνια του Σάντερς ενάντια στη Χίλαρι Κλίντον όσο και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στην Αθήνα αντιπροσωπεύουν μια φανερή, συμβολική κυρίως, πρόκληση στην κατεστημένη πολιτική και οικονομική τάξη. Ακόμα κι αν τα πάει καλά στην Άιοβα και στο Νιου Χάμσαϊρ, ο Σάντερς δεν έχει σοβαρές πιθανότητες να κερδίσει τις προκριματικές σε μεγαλύτερες και πιο συντηρητικές Πολιτείες, και πολύ περισσότερο να κερδίσει το χρίσμα. Η Ελλάδα, από την άλλη, είναι ένα χρεοκοπημένο και δυσλειτουργικό κράτος εδώ και πολλά χρόνια και η οικονομία της ασήμαντη συγκριτικά με το σύνολο της Ε.Ε. Ακόμα κι ένα σπίρτο, όμως, μοιάζει απειλητικό όταν το σπίτι σου είναι από χαρτί, όπως είναι τα επιχειρήματα όσων υπερασπίζονται την παρωχημένη δικομματική πολιτική τάξη των Ηνωμένων Πολιτειών και τη νεοφιλελεύθερη πολιτική τάξη της Δυτικής Ευρώπης».
Η ριζοσπαστική ατζέντα, η συγκρότηση πολιτικής «από τη βάση», ακόμα και η αμφισβήτηση της παραδοσιακής στολής των πολιτικών (σκούρο κουστούμι/γραβάτα) αποτελούν ισχυρές παγκόσμιες τάσεις.
Είναι πολύ πιθανό να μην προχωρήσει πέρα από τη Σούπερ Τρίτη στις αρχές του επόμενου μήνα ο 75χρονος γερουσιαστής του Βερμόντ, η ριζοσπαστική ατζέντα όμως που έθεσε (ουσιαστικά, το δίπολο «στημένη οικονομία/διαπλεκόμενη πολιτική εξουσία») έχει γνωρίσει ήδη τεράστια και πρωτοφανή απήχηση, ειδικά στους νέους ψηφοφόρους 18-30 ετών που τον στηρίζουν με συντριπτικά ποσοστά, όπως στήριξαν και τον ΣΥΡΙΖΑ. Τα ριζοσπαστικά κινήματα μπορεί να καίγονται γρήγορα (όπως το κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης στα τέλη του προηγούμενου αιώνα), αλλά η επιρροή τους είναι συχνά βραδυφλεγής και μακροπρόθεσμη. Κινήσεις όπως το Occupy μπορεί να σκόρπισαν, κατάφεραν όμως να βάλουν στην επίσημη δημόσια συζήτηση το ζήτημα της ανισότητας που διευρύνεται διαρκώς, και πλέον αποτελούν ουσιαστικά ριζοσπαστικές «συνιστώσες» του μηχανισμού καμπάνιας του Μπέρνι Σάντερς, που στηρίζεται στη βάση (στους «από κάτω»), μαζί με άλλες αγωνιστικές οργανώσεις των τελευταίων ετών, όπως το κίνημα Black Lives Matters (ενάντια στην επιλεκτική καταστολή μαύρων από την αστυνομία, που έχει πάρει πλέον πρωτοφανείς διαστάσεις) και οι DREAMers (για το δικαίωμα των παιδιών «παράνομων» μεταναστών στη δημόσια εκπαίδευση).
Και μόνο το γεγονός ότι βρίσκεται ακόμα στην πρώτη γραμμή της κούρσας για το χρίσμα, παρότι δηλώνει (αποδέχεται, τέλος πάντων, και μάλιστα αγέρωχα, τον προσδιορισμό) σοσιαλιστής σε μια χώρα όπου παραδοσιακά προκαλεί έντονες κρίσεις δυσανεξίας η λέξη, δείχνει ότι η «κορπορατική» ηγεμονία αποδοκιμάζεται πλέον πολύ έντονα και από μεγάλες μάζες του πληθυσμού. Κάπως έτσι εξελέγη και ο Μπιλ ντε Μπλάζιο δήμαρχος της Νέας Υόρκης, εισπράττοντας τη μαζική δυσαρέσκεια για τη χυδαία ασυλία που εξακολουθεί να απολαμβάνει η Γουόλ Στριτ. Η ριζοσπαστική ατζέντα, η συγκρότηση πολιτικής «από τη βάση», ακόμα και η αμφισβήτηση της παραδοσιακής στολής των πολιτικών (σκούρο κουστούμι/γραβάτα) αποτελούν ισχυρές παγκόσμιες τάσεις. Και μόδες θα μπορούσε να τις χαρακτηρίσει κανείς –όσο κι αν η λέξη προσβάλλει ευαισθησίες και ευσεβισμούς της Αριστεράς–, η ουσία είναι όμως ότι δεν πρόκειται για εφήμερα trends. Τα πράγματα είναι ζόρικα διεθνώς και στο φινάλε, αυτό που διεκδικεί επιτακτικά ο Μπέρνι Σάντερς είναι ένας δικαιότερος καπιταλισμός. Κα ο Ομπάμα κάτι αντίστοιχο ευαγγελιζόταν, αλλά ούτε η Γουόλ Στριτ το ένιωσε ούτε και κανείς άλλος, αν είμαστε ειλικρινείς, όσο κι αν είναι αδύνατον να τον αντιπαθήσουμε.
σχόλια